Τί είναι η θεραπεία μέσω της πίστης μας;
Γιατί λέμε ότι η ορθοδοξία θεραπεύει;
Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας,
ως εν Χριστώ κοινωνίας στον κόσμο,
είναι η θεραπεία του ανθρώπου,
με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας
του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας.
δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία,
ούτε ηθικόν σύστημα,
ούτε ηθικόν σύστημα,
ούτε θρησκευτικός δογματισμός,
αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή.
αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή.
Στο σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική
και κυρίως με την Ψυχιατρική.
Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία
π. Γεωργίου. Δ. Μεταλληνού*
Orthodoxy as therapy
By Protopresbyter George Metallinos
Dean of the Athens University School of Theology
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Diligence by Sophia Drekou
Αν θέλαμε να ορίσουμε συμβατικά τον Χριστιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού) [1] μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του ανθρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν». Με δεδομένη την διηνεκή παρουσία του Θεού εν Χριστώ, στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει την δυνατότητα διατήρησης ή αποκατάστασης της υγείας του μέσα από μια ορισμένη θεραπευτική διαδικασία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.
Ο γράφων είναι σε θέση να κατανοήσει τη σύμπτωση ιατρικής και εκκλησιαστικής ποιμαντικής επιστήμης στο σημείο αυτό, διότι ως διαβητικός και ως χριστιανός γνωρίζει, ότι και στις δύο περιπτώσεις οφείλει να ακολουθήσει πιστά τα οριζόμενα εκατέρωθεν για την επίτευξη του διπλού στόχου.
Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώστε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν», αυτό που ο Θεός είναι από την φύσιν του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυτή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας. Δεν πρόκειται για μια ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλά για την εν Χριστώ ανα-δημιουργία, ανά-πλαση ανθρώπου και κοινωνίας μέσα από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Αυτό εκφράζει η φράση του απ. Παύλου (Β' Κορ. 5,17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις».
Ο ενωμένος με τον Χριστώ είναι καινούργιο δημιούργημα. Γι’ αυτό χριστιανικά η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική «εισβολή» του Αιωνίου και Υπέρχρονου μέσα στον ιστορικό χρόνο, είναι η αρχή ενός νέου κόσμου, μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχίζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυθεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων.
Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, ως ένταξη σε αυτή την αναγεννητική διαδικασία.[2] Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μια συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί ως ένα παγκόσμιο θεραπευτήριο. «Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνεματικό Νοσοκομείο) ονομάζεται η Εκκλησία από τον ιερό Χρυσόστομο (†407).
- Στην συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα
2) Ποια είναι η θεραπευτική μέθοδος που εφαρμόζει;
3) Ποια είναι η ταυτότητα του αυθεντικού χριστιανισμού, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις αιρετικές αποκλίσεις του, αλλά και από κάθε μορφή θρησκείας;[3]
1. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (βλ. Πραξ.17.26). Η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείς ελθείν» (Α' Τιμ. 2.4), αφού ο Θεός είνα «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α' Τιμ. 4.10).
Η αρρώστια λοιπόν για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω(= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν στην πορεία τους προς την θέωση. Όπως δε η πτώση (δηλαδή η αρρώστια) είναι πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.
Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται, αγιοπατερικά, από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής. Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα ακόμη μνημονικό σύστημα, την καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά. Η καρδιά, στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίματος. Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά. Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του. Βέβαια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων και όχι με τη λογική λειτουργία και τη διανοητική θεολόγηση.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809), ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωση του, ως πλήρη ένταξή του στην εν Χριστώ κοινωνία.
Στην υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία. Βέβαια πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας.
Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκδοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic faculty) της καρδιάς. Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδιά.
Η νοερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α' Θεσσ. 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α' Θεσσ. 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α' Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8,11).
Ο Μ. Βασίλειος στη Β' επιστολή του λέγει, ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια εκ-στάση, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με τις οποίες ασχολείται η λογική.
Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μας αγγίζει: Ένας επιστήμονας που έχει αποκτήσει και πάλι την νοερά λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλήματα του, ενώ ο νους μέσα στην καρδιά διατηρεί αδιάλειπτη τη μνήμη του Θεού. Ο άνθρωπος που διασώζει και τα τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα είναι ο Άγιος. Αυτός είναι ορθόδοξα ο υγιής (normal) άνθρωπος. Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα.
Η μη λειτουργία ή υπολετουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της πτώσεως. Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και της αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας.
Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδολον εγενόμην» λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και κατ' επέκταση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση της με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος [4] στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλησίας.
2. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας στον κόσμο, είναι η θεραπεία του ανθρώπου, με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας. Κατά τον καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη «η πατερική παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή.
Εις το σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι το έχουν και το οποίο χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό [...] Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη αυτού του οργάνου».
Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, κατά τα παραπάνω, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε ανθρώπου στη φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνεται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ Α΄ Κορ. 13,8: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής».
Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ.5,8· Α' Ιωαν.5,7 ε.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιο θάνατος, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού.
Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και στην ανάστασή του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή- Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης που δέχεται με την μετοχή του στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.
β) Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φώς Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση.
Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεοδώρας της Αυγούστας.
Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας. Θα παρακαλούσα δε τον ιατρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χάρης, διότι τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως διότι ανήκουν σε άλλη σφαίρα.
ε) Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο.
1. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (βλ. Πραξ.17.26). Η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείς ελθείν» (Α' Τιμ. 2.4), αφού ο Θεός είνα «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α' Τιμ. 4.10).
Η αρρώστια λοιπόν για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω(= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν στην πορεία τους προς την θέωση. Όπως δε η πτώση (δηλαδή η αρρώστια) είναι πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.
Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται, αγιοπατερικά, από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής. Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα ακόμη μνημονικό σύστημα, την καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά. Η καρδιά, στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίματος. Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά. Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του. Βέβαια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων και όχι με τη λογική λειτουργία και τη διανοητική θεολόγηση.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809), ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωση του, ως πλήρη ένταξή του στην εν Χριστώ κοινωνία.
Στην υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία. Βέβαια πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας.
Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκδοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic faculty) της καρδιάς. Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδιά.
Η νοερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α' Θεσσ. 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α' Θεσσ. 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α' Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8,11).
Ο Μ. Βασίλειος στη Β' επιστολή του λέγει, ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια εκ-στάση, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με τις οποίες ασχολείται η λογική.
Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μας αγγίζει: Ένας επιστήμονας που έχει αποκτήσει και πάλι την νοερά λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλήματα του, ενώ ο νους μέσα στην καρδιά διατηρεί αδιάλειπτη τη μνήμη του Θεού. Ο άνθρωπος που διασώζει και τα τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα είναι ο Άγιος. Αυτός είναι ορθόδοξα ο υγιής (normal) άνθρωπος. Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα.
Η μη λειτουργία ή υπολετουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της πτώσεως. Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και της αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας.
Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδολον εγενόμην» λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και κατ' επέκταση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση της με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος [4] στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλησίας.
Εις το σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν. Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι το έχουν και το οποίο χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό [...] Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη αυτού του οργάνου».
Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, κατά τα παραπάνω, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε ανθρώπου στη φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνεται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ Α΄ Κορ. 13,8: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής».
Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ.5,8· Α' Ιωαν.5,7 ε.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιο θάνατος, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού.
Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και στην ανάστασή του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή- Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης που δέχεται με την μετοχή του στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.
- 3. Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας:
β) Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φώς Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση.
Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεοδώρας της Αυγούστας.
Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας. Θα παρακαλούσα δε τον ιατρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χάρης, διότι τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως διότι ανήκουν σε άλλη σφαίρα.
ε) Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η Ορθοδοξία. Δεν έχει σημασία αν την αποδέχεται κανείς ή όχι. Αναφερόμενος όμως σε επιστήμονες προσπάθησα, ως εν επιστήμη συνάδελφος, να απαντήσω επιστημονικά στο ερώτημα «τι είναι η Ορθοδοξία». Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση και διαστροφή του, έστω και αν θέλει να προβάλλεται σαν Ορθοδοξία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας. Θσσαλινίκη 1984.
Του ιδίου, Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της., στον τόμο. Ορθοδοξία, Ελληνισμός... Εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Β΄ τόμος, 1996, σ.67-87.
Του ιδίου Church synods and Civilisation, στη ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ.63 (1992) 421-450 και Ελληνικά, τ.66 (1995) 646-680.
Π Ιερόθεου Βλάχου (τώρα μητροπ. Ναυπάκτου), Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986.
Του ιδίου, Μικρά είσοδος στην Ορθόδοξη Πνεύματικότητα, Αθήνα 1992.
Του ιδίου, Υπαρξιακή Ψυχολογία και Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λειβαδιά 1995.
Ακόμη οι σχετικές κατά καιρούς δικές μας μελέτες, όπως π.χ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, Αθήνα 1986. Θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αθήνα 1996 κ.α. Στα βιβλία αυτά βρίσκει κανείς και τη λοιπή βιβλιογραφία.
Σημειώσεις- επεξηγήσεις
1. Άκτιστος (=αδημιούργητος. άπλαστος στην λαϊκή γλώσσα) είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός. Κτιστή είναι η κτίση, δημιουργία, με κορυφαίο τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι «συμπαντική» δύναμη κατά την γλώσσα της Νέας Εποχής («όλοι ένα, όλοι Θεός!»), διότι ως δημιουργός υπέρκειται του σύμπαντος, όντας στην ουσία Του «Κάτι» εντελώς άλλο (Das ganz Andere). Ουδεμία αναλογική σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και Ακτίστου. Και γι’ αυτό το Άκτιστο, γνωρίζεται με την αυτοαποκάλυψη (αυτοφανέρωσή) Του.
2. Ένα σημαντικό χριστιανικό κείμενο του Β' αιώνα, Ο Ποιμήν του Ερμά, λέγει ότι, για να γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού, πρέπει να είμαστε «λίθοι τετράγωνοι» (οικοδομήσιμοι) και όχι «στρογγυλοί»!
3. Κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη, στον οποίο κυρίως οφείλουμε την επιστροφή στη «φιλοκαλική» (θεραπαυτικοακουστική) θεώρηση της Πίστης μας, σε ακαδημαϊκό μάλιστα επίπεδο, «θρησκεία» είναι κάθε «ταύτιση» Ακτίστου και κτιστού, όπως συμβαίνει στην ειδωλολατρεία. Ο «θρησκευτικός» άνθρωπος προβάλει τις «προλήψεις» του (σκέψεις-νοήματα) στο χώρο του θείου, «κατασκευάζοντας» αυτός τον Θεό του (Αυτό μπορεί να συμβεί και στη μη Πατερική Ορθοδοξία.). σκοπός του είναι η «εξιλέωση», ο «εξευμενισμός» του «θείου» και, τελικά, η «χρήση» του θεού προς ίδιον όφελος (μαγική σχέση: do, ut des).
Στη δική μας, όμως, παράδοση, ο Θεός μας δεν έχει ανάγκη «εξευμενισμού» διότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α' Ιωάν. 4,19). Ο Θεός μας ενεργεί ως «Αγάπη» (Α' Ιωάν. 4,16) και μάλιστα ανιδιοτελής. Δίδει τα πάντα και δεν ζητεί τίποτε από τα πλάσματά Του. Γι’ αυτό και η ανιδιοτέλεια είναι η ουσία της χριστιανικής αγάπης που υπερβαίνει την πρακτική μιας δοσοληψίας.
4. Αυτό εκφράζει ο γνωστός και συχνά επαναλαμβανόμενος λόγος: «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Η πλήρης ένταξη γίνεται κατά κανόνα στις Μονές, όταν λειτουργούν Ορθόδοξα, φυσικά. Γι’ αυτό οι Μονές (π.χ. οι αγιορείτικες) μένουν πρότυπα για τις ενορίες του «κόσμου». (Το άρθρο αυτό στα Αγγλικά)
Πηγή κειμένου: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, www.oodegr.com
Επιμέλεια, συνδέσεις, βιογραφικό: www.sophia-ntrekou.gr | αέναη επΑνάσταση
Βιογραφικό
*Ο π. Γ. Δ. Μεταλληνός Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1940 και περάτωσε εκεί την εγκύκλιο παιδεία του (1958). Σπούδασε Θεολογία (1958-1962) και κλασσική φιλολογία (1964-1967) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου έλαβε τα πτυχία θεολογίας και Φιλολογίας.
Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, (1963-1965), διορίστηκε επιστημονικός βοηθός στην έδρα Πατρολογίας και το 1969 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στην τότε Δυτική Γερμανία (Βόννη και Κολωνία), όπου έμεινε μέχρι το 1975. Ενδιάμεσα έκανε σπουδές και έρευνες αρχειακές στην Αγγλία. Το 1971 εισήλθε στις τάξεις του κλήρου στη Γερμανία και έγινε διδάκτωρ Θεολογίας (Αθήνα) και Φιλοσοφίας – Ιστορίας (Κολωνία).
Από το 1984, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διδάσκοντας «Ιστορία του Πνευματικού Βίου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο», «Ιστορία και Θεολογία της Λατρείας» και «Βυζαντινή Ιστορία». Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής από 1/9/2004 έως 31/8/2007, οπότε και αφυπηρέτησε, διατελών πλέον ως Ομότιμος Καθηγητής.
Λειτουργεί στον ιερό ναό (Άγιος Αντίπας) της Οδοντιατρικής Σχολής.
www.sophia-ntrekou.gr
Λειτουργεί στον ιερό ναό (Άγιος Αντίπας) της Οδοντιατρικής Σχολής.
www.sophia-ntrekou.gr
Orthodoxy as therapy
By Protopresbyter George Metallinos
Dean of the Athens University School of Theology
If we wished to conventionally define Christianity, as Orthodoxy, we would say it is the experiencing of the presence of the Uncreated (=of God) throughout history, and the potential of creation (=mankind) becoming God “by Grace”.
Given the perpetual presence of God in Christ, in historical reality, Christianity offers mankind the possibility of theosis, just as Medical Science offers mankind the possibility of preserving or restoring his health through a specific therapeutic procedure and a specific way of life.
The writer is in a position to appreciate the coincidence between the medical and ecclesiastic poemantic sciences, because, as a diabetic and a Christian, he is aware that in both cases, he has to faithfully abide by the rules that have been set out, in order to attain both these two goals.
The unique and absolute goal of life in Christ is theosis, in other words, our union with God, so that man - through his participation in God’s uncreated energy – may become “by the Grace of God” that which God is by nature (=without beginning and without end). This is what “salvation” means, in Christianity. It is not the moral improvement of man, but a re-creation, a re-construction in Christ, of man and of society, through an existing and an existential relationship with Christ, Who is the incarnate manifestation of God in History. This is what the Apostle Paul’s words imply, in Corinthians II 5:17 : “If someone is in Christ, he is a new creation”. Whoever is united with Christ is a new creation.
That is why – Christianically – the incarnation of God-Logos - this redemptory “intrusion” of the Eternal and the Beyond-time God into Historical time – represents the commencement of a new world, of a (literally) “New Age”, which continues throughout the passing centuries, in the persons of authentic Christians: the Saints. The Church exists in this world, both as the “body of Christ” as well as “in Christ”, in order to offer salvation, through one’s embodiment in this regenerative procedure. This redemptory task of the Church is fulfilled by means of a specific therapeutic method, whereby throughout history, the Church essentially acts as a universal Infirmary. “Spiritual Infirmary” (spiritual hospital) is the characterization given to the Church by the blessed Chrysostom (†407).
- Further along, we shall examine the answers given to the following questions:
What is the therapeutic method it implements?
What is the identity of authentic Christianity, which radically separates it from all of its heretic deviations, and from every other form of religion?
1. The sickness of human nature is the fallen state of mankind, along with all of creation, which likewise suffers (“sighs and groans together” – Romans 8:22) together with mankind. This diagnosis applies to every single person (regardless whether they are Christian or not, or whether they believe or not), on account of the overall unity of mankind (ref. Acts 17:26). Christian Orthodoxy does not confine itself within the narrow boundaries of one religion - which cares only for its own followers – but, just like God, “wants all people to be saved and to arrive at the realization of the truth” (Timothy I, 2:4), since God is “the Saviour of all persons” (Timothy I, 4:10). Thus, the sickness that Christianity refers to pertains to all of mankind; Romans 5:12: “death has come upon all people, since all of them have sinned (=they have veered from their path towards theosis). Just as the fall (i.e. sickness) is a panhuman issue, so is salvation-therapy directly dependent on the inner functions of each person.
The natural (authentic) state of a person is (patristically) defined by the functioning inside him of three mnemonic systems; two of which are familiar and monitored by medical science, while the third is something handled by poemantic therapeutics. The first system is cellular memory (DNA), which determines everything inside a human organism. The second is the cerebral cellular memory, brain function, which regulates our association with our self and our environment. Both these systems are familiar to medical science, whose work it is to maintain their harmonious operation.
The experience of the Saints is familiar with one other mnemonic system: that of the heart, or ‘noetic’ memory, which functions inside the heart. In Orthodox tradition, the heart does not only have a natural operation, as a mere pump that circulates the blood. Furthermore, according to patristic teaching, neither the brain nor the central nervous system is the center of our self-awareness; again, it is the heart, because, beyond its natural function, it also has a supernatural function. Under certain circumstances, it becomes the place of our communion with God, or, His uncreated energy. This is of course perceived through the experience of the Saints, and not through any logical function or through an intellectual theologizing.
Saint Nicodemus of the Holy Mountain (†1809), in recapitulating the overall patristic tradition in his work “Hortative Manual”, calls the heart a natural and supernatural center, but also a paranormal center, whenever its supernatural faculty becomes idle on account of the heart being dominated by passions. The heart’s supernatural faculty is the ultimate prerequisite for perfection, for man’s fulfillment, in other words, his theosis, for a complete embodiment in the communion in Christ.
In its supernatural faculty, the heart becomes the space where the mind can be activated. In the Orthodox terminology codex, the mind (ΝΟΥΣ - appearing in the New Testament as ‘the spirit of man’ and ‘the eye of the soul’) is an energy of the soul, by means of which man can know God, and can reach the state of ‘seeing’ God. We must of course clarify that ‘knowledge’ of God does not imply knowledge of His incomprehensible and inapproachable divine essence. This distinction between ‘essence’ and ‘energy’ in God is the crucial difference between Orthodoxy and all other versions of Christianity. The energy of the mind inside the heart is called the ‘noetic faculty’ of the heart. We again stress that according to Orthodoxy, the Mind (ΝΟΥΣ) and Logic (ΛΟΓΙΚΗ) are not the same thing, because logic functions within the brain, whereas the mind functions within the heart.
The noetic faculty is manifested as the “incessant prayer” (ref. Thessalonians I, 5:17) of the Holy Spirit inside the heart (ref. Galatians 4:6, Romans 8:26, Thessalonians I 5:19) and is named by our Holy Fathers as “the memory of God”. When man has in his heart the “memory of God”, in other words, when he hears in his heart “the voice” (Corinthians I 14:2, Galatians 4:6, etc.), he can sense God “dwelling” inside him (Romans 8:11). Saint Basil the Great in his 2nd epistle says that the memory of God remains incessant when it is not interrupted by mundane cares, and the mind “departs” towards God; in other words, when it is in communion with God. But this does not mean that the faithful who has been activated by this divine energy withdraws from the needs of everyday life, by remaining motionless or in some kind of ecstasy; it means that his Mind is liberated from these cares, which are items that preoccupy only his Logic. To use an example that we can relate to: A scientist, who has re-acquired his noetic faculty, will use his logic to tackle his problems, while his mind inside his heart will preserve the memory of God incessantly. The person who preserves all three mnemonic systems is the Saint. To Orthodoxy, he is a healthy (normal) person. This is why Orthodoxy’s therapy is linked to man’s course towards holiness.
The non-function or the below-par function of man’s noetic faculty is the essence of his fall. The much-debated “ancestral sin” was precisely man’s mishandling –from that very early moment of his historical presence- of the preservation of God’s memory (=his communion with God) inside his heart. This is the morbid state that all of the ancestral descendants participate in; because it was no moral or personal sin, but a sickness of man’s nature (“Our nature has become ill, of this sin”, observes Saint Cyril of Alexandria - †444), which is transmitted from person to person, exactly like the sickness that a tree transmits to all the other trees that originate from it.
The inactivating of the noetic faculty or the memory of God, and confusing it with the function of the brain (which happens to all of us), subjugates man to stress and to the environment, and to the quest for bliss through individualism and an anti-social stance. While ill because of his fallen state, man uses God and his fellow man to secure his personal security and happiness. Personal use of God is found in “religion” (=the attempt to elicit strength from the divine), which can degenerate into a self-deification of man (“I became a self-idol” says Saint Andrew of Crete, in his ‘Major Canon’). The use of fellow-man -and subsequently creation in general- is achieved by exploiting them in every possible way. This, therefore, is the sickness that man seeks to cure, by becoming fully incorporated in the “spiritual hospital” of the Church.
2. The purpose of the Church’s presence in the world –as a communion in Christ- is man’s cure; the restoration of his heart-centred communion with God; in other words, of his noetic faculty. According to the professor fr. John Romanides, “the patristic tradition is neither a social philosophy, nor a system of morals, or a religious dogmatism; it is a therapeutic method. In this context, it is very similar to Medicine and especially Psychiatry. The noetic energy of the soul that prays mentally and incessantly inside the heart is a natural ‘instrument’, which everyone possesses and is in need of therapy. Neither philosophy, nor any of the known positive or social sciences can cure this ‘instrument’. This is why the incurable cases are not even aware of this instrument’s existence.”
The need for man to be cured is a panhuman issue, related firstly to the restoration of every person to his natural state of existence, through the reactivation of the third mnemonic faculty. However, it also extends to man’s social presence. In order for man to be in communion with his fellow man as a brother, his self-interest (which in the long run acts as self-love) must be transformed into selflessness (ref. Corinthians I, 13:8) “love….does not ask for reciprocation..”). Selfless love exists: it is the love of the Triadic God (Romans 5:8, John I 4:7), which gives everything without seeking anything in exchange. That is why Christian Orthodoxy’s social ideal is not “common possessions”, but the “lack of possessions”, as a willed resignation from any sort of demand. Only then can justice be possible.
The therapeutic method that is offered by the Church is the spiritual life; the life in the Holy Spirit. Spiritual life is experienced as an exercise (Ascesis) and a participation in the Uncreated Grace, through the Sacraments. Ascesis is the violation of our self-ruled and inanimate through sin nature, which is coursing headlong into a spiritual or eternal death, i.e. the eternal separation from the Grace of God. Ascesis aspires to victory over our passions, with the intention of conquering the inner subservience to those pestiferous focal points of man and participating in Christ’s Cross and His Resurrection.
The Christian, who is practicing such restraint under the guidance of his Therapist-Spiritual Father, becomes receptive to Grace, which he receives through his participation in the sacramental life of the ecclesiastic corpus. There cannot be any un-exercising Christian, just as there cannot be a cured person who does not follow the therapeutic advice that the doctor prescribed for him.
- 3. The above lead us to certain constants, which verify the identity of Christian Orthodoxy:
(b) The scientists of ecclesiastic therapy are the already cured persons. Those who have not had the experience of therapy cannot be therapists. That is the essential difference between the poemantic therapeutic science and medical science. The scientists of ecclesiastic therapy (Fathers and Mothers) bring forth other Therapists, just as the Professors of Medicine bring forth their successors.
(c) The Church’s confining itself to a simple forgiveness of sins so that a place in paradise may be secured constitutes alienation and is tantamount to medical science forgiving the patient, so that he might be healed after death! The Church cannot send someone to Paradise or to Hell. Besides, Paradise and Hell are not places, they are ways of existence. By healing mankind, the Church prepares the person so that he might eternally look upon Christ in His uncreated light as a view of Paradise, and not as a view of Hell, or as “an all-consuming fire” (Hebrews 12:29). And this of course concerns every single person, because ALL people shall look eternally upon Christ, as “the Judge” of the whole world.
(d) The validity of science is verified by the achievement of its goals (i.e., in Medicine, it is the curing of the patient). It is the way that authentic scientific medicine is distinguished from charlatanry. The criterion of poemantic therapy by the Church is also the achievement of spiritual healing, by opening the way towards theosis. Therapy is not transferred to the afterlife; it takes place during man’s lifetime, here, in this world (hinc et nunc). This can be seen in the undeteriorated relics of the Saints that have overcome biological deterioration, such as the relics of the Eptanisos Saints: Spiridon, Gerasimos, Dionysios and Theodora Augusta. Undeteriorated relics are, in our tradition, the indisputable evidence of theosis, or in other words the fulfilment of the Church’s ascetic therapy.
I would like to ask the Medical scientists of our country to pay special attention to the issue of the non-deterioration of holy relics, given that they haven’t been scientifically interfered with, but, in them is manifest the energy of Divine Grace; because it has been observed that, at the moment when the cellular system should begin to disintegrate, it automatically ceases to, and instead of emanating any malodour of decay, the body emanates a distinctive fragrance. I limit this comment to the medical symptoms, and will not venture into the aspect of miraculous phenomena as evidence of theosis, because that aspect belongs to another sphere of discussion.
(e) Lastly, the divine texts of the Church (Holy Bible, Synodic and Patristic texts) do not constitute coding systems of any Christian ideology; they bear a therapeutic character and function in the same way that university dissertations function in medical science. The same applies to the liturgical texts, as for example the Benedictions. The simple reading of a Benediction (prayer), without the combined effort of the faithful in the therapeutic procedure of the Church, would be no different to the instance where a patient resorts to the doctor for his excruciating pains, and, instead of an immediate intervention by the doctor, he is limited to being placed on an operating table, and being read the chapter that pertains to his specific ailment.
This, in a nutshell, is Orthodoxy. It doesn’t matter whether one accepts it or not. However, with regard to scientists, I have tried -as a colleague in science myself- to scientifically respond to the question: “What is Orthodoxy”.
Any other version of Christianity constitutes a counterfeiting and a perversion of it, even if it aspires to presenting itself as something Orthodox.
Bibliographical Notes
Fr. John S. Romanides, “Romans or neoroman Fathers of the Church”, Thessaloniki 1984.
Fr. John S. Romanides, “Religion is a neurobiological ailment, and Orthodoxy is its cure”, from the volume “Orthodoxy, Hellenism… Holy Monastery of Koutloumousion Publications, Volume B,, 1996, pages 66-67.
Fr. John S. Romanides, “Church Synods and Civilization”, from THEOLOGY, vol.63 (1992) pg.421-450 and in Greek vol.66 (1995) pg.646-680.
Fr. Hierotheos Vlachos (presently Metropolitan of Nafpaktos), “Orthodox Psychotherapy”, Edessa 1986.
Fr. Hierotheos Vlachos (presently Metropolitan of Nafpaktos), “Minor Introduction into Orthodox Spirituality”, Athens.
Fr. Hierotheos Vlachos (presently Metropolitan of Nafpaktos), “Existential Psychology and Orthodox Psychotherapy”, Levadia 1995.
Also by the author, the following studies:
Fr. G. Metallinos, “An Orthodox View of Society”, Athens 1986.
Fr. G. Metallinos, “Theological witness of ecclesiastic worship”, Athens 1996. (N. B.: In these books one can find more bibliography)
Notes – Clarifications
1. The Uncreated = Something that has not been manufactured. This applies only to the Triadic God. The Created = Creation in general, with man at its apex. God is not a “universal” power, as designated by New Age terminology (“everything is one, everyone is God!”), because, as the Creator of all, He transcends the entire universe, given that in essence He is “Something” entirely different (Das ganz Andere). There is no analogous association between the created and the Uncreated. That is why the Uncreated makes Himself know, through His self-revelation.
2. A significant Christian text of the 2nd century, “The Poemen (Shepherd) of Hermas”, says that in order for us to become members of the Body of Christ, we must be “squared” stones (=suitable for building) and not rounded ones!
3. According to fr. John Romanides, to whom we essentially owe the return to the “Philokalian” (=therapeutic-ascetic) view of our Faith, and in fact at an academic level; “Religion” implies every kind of “associating” of the uncreated and the created, as is done in idolatry. The “religious” person projects his “predudices” (=thoughts, meanings) into the divine realm, thus “manufacturing” his own God (this can also occur in the non-Patristic facet of “Orthodoxy”). The aim is “atonement”, “placation” of the “divine” and finally, the “utilizing” of God to one’s own advantage (the magic formula: do ut des). In our tradition however, our God does not need to be “placated”, because “He first loved us” (John I’ 4:19) Our God acts as “Love” (John I, 4:16) and selfless love at that. He gives us everything, and never asks for anything in return from His creations. This is why selflessness is the essence of Christian love, which goes far beyond the notion of a transaction.
4. This is expressed by the familiar and oft-repeated liturgical chant: “Ourselves and each other, and our entire life, let us appose unto Christ our Lord”.
Proper incorporation is normally found in Monasteries, wherever they function in the orthodox tradition of course. That is why Monasteries (for example those of the Holy Mountain) continue to be the model “parishes” of this “world”.
Translation by A. N. www.oodegr.com
Diligence by www.sophia-ntrekou.gr
Δείτε και...
- Τι είναι ο Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται και γιατί ονομάστηκε έτσι;
- Οι βάσεις της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας (The Foundations of Orthodox Psychotherapy) Εισήγηση Σεβ. Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου
- Ο Μέγας Βασίλειος απ' την 2η Επιστολή του: «Επιστολή στον Φίλο Γρηγόριο»
- Τι είναι Χριστιανισμός; - π. Νικολάου Λουδοβίκου (ομιλία+βίντεο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου