IInfinitus - Black and White Conceptual and Portrait
Conceptual & Emotional Photography André Varela
Μην πας ποτέ ενάντια στη συνείδησή σου,
αν ακόμα και αυτό το απαιτεί το κράτος.
Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879-1955)
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Η συνείδηση είναι, αυτός ο ίδιος ο Θεός παρών
εντός του ανθρώπου. Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)
«Θεός για τους συνετούς ανθρώπους είναι η συνείδηση,
ενώ για τους μη συνετούς η ηδονή». Πλάτωνας (347 π.Χ.)
«Kαί γάρ ἂν τούς ἄλλους λάθῃς, σεαυτῷ συνειδήσεις.»
Ισοκράτης 338 π.Χ., Αθήνα «Προς Δημόνικον, 16»
«Όταν η συνείδησή μας μάς υπαγορεύει να κάνουμε αυτό
και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο και
δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε,
έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας
από το βάρος που τη σκεπάζει» (Αββάς Δωρόθεος 565 μ.Χ., Γάζα).
Η έννοια της συνείδησης έχει ξεχωριστή θέση στην ιατρική (νευρολογία, ψυχιατρική) και στην ηθική. Στη νευρολογία σημαίνει την αντίληψη-γνώση, επαφή με τον περιβάλλοντα εξωτερικό και βιωματικό χώρο του ανθρώπου, στην ψυχιατρική, πλην των άλλων, αφορά, ως συνειδητότητα πλέον, ένα σύνολο υψηλής απαρτίωσης ψυχοπνευματικών λειτουργιών. Στην ηθική πλευρά, έναν κώδικα εσωτερικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Στη φροϋδική θεωρία, συνειδητό είναι το ξεκάθαρο, γνωστό στο άτομο κομμάτι της ύπαρξής του, σε αντίθεση με το ασυνείδητο. Στο τελευταίο κυριαρχεί το «υπερεγώ», δηλαδή το όργανο των αναστολών και απαγορεύσεων που πειθαρχούν τα ένστικτα και τις τυφλές παρορμήσεις.
Τόσο σε ατομικό όσο και κοινωνικό επίπεδο, η εξέλιξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού οργάνωση της συνειδητότητας σε σχέση με τα ζώα.
Γνωρίζουμε τις συνέπειες της άλογης ζωώδους συμπεριφοράς μας και επομένως έχουμε την ευθύνη.
Στον άνθρωπο υπάρχουν ατομικές περίοδοι παράδοσης της ψυχής στα πάθη, τις ενστικτώδεις και τυφλές ενορμήσεις.
Στην κοινωνία, αντίστοιχα, υπάρχουν ιστορικά τέτοιες περίοδοι σκοταδισμού, απανθρωπιάς, χάους και επικράτησης της σκληρότητας και παλινδρόμησης σε πρωτογονισμό και σε μορφές «εκλεπτυσμένου» κανιβαλισμού.
Το όργανο που στον άνθρωπο κρατά την ισορροπία και τον πειθαρχεί σε μία μη επιθετική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, είναι το «εγώ».
Στην κοινωνία ανάλογη δράση ασκούν οι αρχές, οι αξίες, οι κοινωνικοί θεσμοί και ο φόβος της κοινωνικής απόρριψης.
Το «εγώ» αναπτύσσεται με την παίδευση του ανθρώπου, τη γονική και σχολική καθοδήγηση και την εδραίωση του συναισθήματος ευθύνης σε μας από εκείνους που είναι κοντινοί μας.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, εκείνο που επιβάλλει την τάξη και οδηγεί στη δημιουργική κοινωνική ζωή, είναι συχνά λογικό αποτέλεσμα της καλλιέργειας του ανθρώπου, αλλά και της μεθοδευμένης από την Πολιτεία συλλογικής καθοδήγησης.
Στην εποχή μας, δυστυχώς, διανύουμε περίοδο εκφυλισμού, τόσο στην ατομική, όσο και στη συλλογική ζωή.
Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στην άνεση, την υπερπροστασία, τον καταναλωτισμό. Απ’ την άλλη, με την πόλωση που υπάρχει, ζουν μέσα στην απόρριψη, τη σκληρότητα και την έλλειψη αγάπης. Και τα δύο προηγούμενα είναι ό,τι χειρότερο για την ανάπτυξη του «εγώ» και τη συγκρότηση της ψυχικής ισορροπίας και υγείας.
Οι δυτικές κοινωνίες αναπτύσσονται με τις αξίες της χλιδής, του ευδαιμονισμού και της αναζήτησης ισχύος. Από την άλλη, όπως συμβαίνει στον τρίτο κόσμο, οι άνθρωποι ζουν μέσα στη στέρηση, την εξαθλίωση και εκμετάλλευση των ισχυρών της Γης. Χάθηκε η αρμονία και το μέτρο στην ανθρωπότητα. Και η πλατωνική ρήση «το μέτρο, η ισορροπία και η αρμονία παράγουν ηθική» είναι τώρα πλέον του αναγκαίου επίκαιρη.
Όμως οι πολιτισμοί ανθίζουν πάνω στα ερείπια των σκοταδιστικών περιόδων. Η οδύνη, το τίμημα της καταστροφής, είναι βαριά.
Η δυνατότητά μας να αναστρέψουμε το σημερινό κλίμα, έχει αφεθεί στη θυσία και στην αυταπάρνηση λίγων ανθρώπων. Αυτοί είναι ο σπόρος της ελπίδας, η κιβωτός και ο εγγυητής για την άνοιξη του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, που ασφαλώς θα ξανάρθει.
Πώς να μιλήσεις; Και τι να πρωτοπείς; Αν θες ο λόγος σου να μην είναι φωνή αλλά ουσία, αν θες να παραπονεθείς, να καταγγείλεις ή να εκφράσεις δυσαρέσκεια, θυμό, απελπισία ή ακόμα κι αν στο μυαλό σου γεννιούνται γόνιμες προτάσεις, μπλοκάρει η θέλησή σου και συντρίβεται πάνω στο γρανιτένιο τοίχο της κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής σκληρότητας και αδιαλλαξίας.
Όταν ολομόναχος ψελλίζεις «δεν μπορώ πια», αυτός ο ψίθυρος δε φτάνει πουθενά. Κι αν γίνει κραυγή ένα πολύμορφο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής ηχομόνωσης, θα υψωθεί και θα πνίξει το ουρλιαχτό της απελπισίας σου. Τόσο φανερή η αλήθεια, αλλά και τόσο απλησίαστη.
Ξέρεις πως σε κλέβουν, πως οι γύπες κομματιάζουν τη σάρκα της ανθρωπότητας.
Ξέρεις για τις μίζες, για τη διαφθορά, για την απληστία. Γνωρίζεις για τα μεγάλα φαγοπότια, τις νομιμοποιημένες συμμορίες.
Αντιλαμβάνεσαι την ψευτιά, την ολοφάνερη κοροϊδία. Είσαι σίγουρος για την τεράστια αδικία που χωρίζει τους ανθρώπους σε ισχυρούς και αδύναμους. Βλέπεις παντού το απλωμένο χέρι του βουλιμικού δημόσιου υπαλλήλου, το λαίμαργο βλέμμα τού «φακελάκια».
Αντικρίζεις καθημερινά την απαξίωση του έντιμου ανθρώπου, διανύεις τουριστικά τα περιθώρια μιας ζωής όπου στοιβαγμένα είναι τα «απόβλητά» της, παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Γνωρίζεις ότι καθημερινά τα ψευδοπόδια του περιθωρίου εφορμούν στην «καθώς πρέπει» κοινωνία για να κλέψουν, να πιάσουν ομήρους, να πουλήσουν προστασία, να σκοτώσουν αδίστακτα. Νιώθεις την απαξίωση της ζωής, το φιλοσοφικό νόημα της κακίας και του μίσους από την έλλειψη αγάπης και αβασάνιστα καταφεύγεις στη δικαιολογία της τρέλας. Σα να μην έχει αυτή η τρέλα την κοινωνική της αιτία. Κι αν ακόμα ενοχοποιήσεις το «σάλεμα του νου» και πεις το δολοφόνο «σχιζοφρενή», ξεχνάς πως η αρρώστια κτίζεται από τα χαρακτηριολογικά στοιχεία της προσωπικότητας.
Ο κακός άνθρωπος θα γίνει κακός σχιζοφρενής με σίγουρα αμυντικές, παρανοϊκές, δολοφονικές τάσεις και ο καλός άνθρωπος θα γίνει καλός σχιζοφρενής, θα αναπτύξει «μεσσιανικό» παραλήρημα, θα θελήσει να σώσει τον κόσμο.
Βλέπεις, ακούς, ξέρεις, έχεις δει, έχεις ζήσει τη βρομιά παντού, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πόλη, στο χώρο εργασίας σου. Όμως σιωπάς ή ψελλίζεις. Και σιγά-σιγά το πέπλο της δειλής σιωπής καταβαίνει και σκεπάζει σα σάβανο τη ζωή σου.
Γιατί φοβάσαι. Επειδή «όσες αλήθειες αν θα πεις, τόσες φορές θα σταυρωθείς». Γιατί αν ζητήσεις βοήθεια μαρτυρίας από κείνους που ξέρουν μαζί με σένα τη βρομιά, θα «την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια». Και θ’ ακούσεις το κλασσικό «μη με ανακατεύεις εμένα σ’ αυτά». Είσαι μόνος και αδύναμος να πεις την αλήθεια. Οργανωμένα συμφέροντα, χίλιες δολιότητες σκοπιμότητας και νόμιμες παρανομίες καρτερούν γύρω σου. Από κατήγορος γίνεσαι ξαφνικά συκοφάντης, κατηγορούμενος, κακόπιστος, μειώνεσαι, ταπεινώνεσαι, απαξιώνεσαι από κείνους που ξέρουν να θωρακίζουν την παρανομία τους με την ισχύ, το λόγο και το χρήμα. Ο άγραφος νόμος της σιωπής.
Αν μιλήσεις θα εξοντωθείς. Και εύσχημα θα σε «γδάρουν» με ατέλειωτες τυποποιημένες αναζητήσεις διευκρινίσεων, πώς και γιατί και «απόδειξέ το».
Απόδειξέ το, λοιπόν, ταλαίπωρε ιδεαλιστή. Αν μπορείς, φέρε τα «στοιχεία», αλλιώς είσαι χαμένος.
Ένας βόθρος που μυρίζει διάχυτα και συ πρέπει να αποδείξεις πως είναι όντως βόθρος, ώσπου η κοινωνία να αποδείξει ότι πρόκειται για θερμοκήπιο με τριανταφυλλιές.”
Diorismos.gr: Γιώργος Κωμαίτης, 08/05/2009
Ο Γιώργος Κωµαΐτης (1945-2014), ήταν Νευρολόγος-Ψυχίατρος,
Βίντεο: Ο Ψυχίατρος Γιώργος Κωμαΐτης
Γεννημένος το 1945 στην Αγιάσο (Κωμόπολη στη Λέσβο), ο Γιώργος Κωμαΐτης έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του, η Παναγιωτούδα, ήταν μια από τις πιο δραστήριες γυναίκες του χωριού και πέρασε τη ζωή της βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη. Ο πατέρας του, ο Προκόπης, ήταν εργάτης Αριστερός και λόγω αυτού και στο στόχαστρο του καθεστώτος, που απέρριπτε τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική ιδεολογία.
Πέρα από τις δυσκολίες της φτώχειας, λοιπόν (αφού ως παιδί δεν είχε παπούτσια και γυρνώντας από το σχολείο «χόρταινε με τζάνερα»), η οικογένειά του ζούσε και υπό καθεστώς ιδεολογικού διωγμού, όπως και όσοι ήταν αναμεμιγμένοι ευθέως ή ήταν ακροθιγώς περαστικοί από το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον ίδιο και τους γονείς του σε εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, όπου ζούσε ήδη ο αδελφός του, ο Σταύρος. Όλοι μαζί έζησαν σε ένα υπόγειο, κάτω από δύσκολες συνθήκες, που δεν εμπόδισαν ωστόσο το Γιώργο Κωμαΐτη να ακολουθήσει το όνειρό του και να σπουδάσει Ιατρική, κάτι «πολύ τολμηρό» για τα χρόνια εκείνα.
Σε όλες τις χρονιές ήταν αριστούχος και τελειώνοντας τις σπουδές του εν μέσω Χούντας, το 1969, βρέθηκε στη θέση να πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει πάνω στη Νευρολογία με σπουδές του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών που θα του επέτρεπαν να φύγει στη Γερμανία, ή εάν θα ακολουθούσε την κατεύθυνση της Κλινικής Ψυχιατρικής. Τελικά, λόγω και των περικοπών που έκανε το καθεστώς στις υποτροφίες, έμεινε στην Ελλάδα, αποφασίζοντας να τραβήξει το δρόμο που από μικρότερη ήδη ηλικία είχε αρχίσει να χαράζεται μέσα του, χάρη και στα ερεθίσματα που είχε από τα βιώματά του.
Ακολούθησε τη Φροϋδική, Κοινωνική και Υπαρξιακή Ψυχιατρική, προσπαθώντας να καταλάβει τους μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν από τα παιδικά χρόνια κάθε ανθρώπου, το τι καθηλώθηκε και το τι «πήγε στραβά», ώστε να εμποδίσει έκτοτε την ψυχολογική του ανάπτυξη. Παράλληλα, διδάχτηκε και την Κοινωνική Ψυχιατρική, στην οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται ως αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει και εξελίσσεται.
Συμμετέχοντας σε αντιαμερικανική πορεία, το Μάιο του 1966.
«Τότε που κυνηγούσα τον άνεμο». Φοιτητής στην Ιατρική Αθηνών.
Ιδρύοντας την Ψυχιατρική Πτέρυγα…
Μέσα από τη δουλειά του στο Αντικαρκινικό, στο Κρατικό, στο Δρομοκαΐτειο και αλλού, ο Γιώργος Κωμαΐτης συσσώρευε εμπειρία και κατάφερνε παράλληλα να ξεπερνά τις δικές του δυσκολίες και τα πένθη του.
Μια υπόσχεση, όμως, που είχε δώσει στον εαυτό του πριν φύγει από το χωριό του, το τάμα που έκανε σε μια ελιά έξω από την Αγιάσο πως κάποτε θα επέστρεφε για να βοηθήσει τον τόπο του, τον έφερε και πάλι πίσω στη Λέσβο, όπου και λίγο πριν το 2000 άρχισε τις προσπάθειες για τη δημιουργία Ψυχιατρικής Πτέρυγας στο Βοστάνειο Νοσοκομείο Μυτιλήνης. Επί 12 χρόνια κόπιασε όσο δεν πήγαινε για αυτό, φτάνοντας στο σημείο να ξεπεράσει ακόμη και τα προσωπικά του όρια και να έρθει σε επαφή με βουλευτές, ζητώντας τους να στηρίξουν την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει.
«Ήταν ένα όνειρο ζωής, μια από τις δεσμεύσεις που είχα κάνει από μικρός. Το βασικό σημείο πλεύσης μου ήταν να τηρήσω τις υποσχέσεις που είχα δώσει, κατ’ αρχήν στον εαυτό μου», εξηγεί. «Για το Ψυχιατρικό Τμήμα έδωσα χίλιους αγώνες, γιατί δεν υπάρχει προοδευτικό πνεύμα στη Μυτιλήνη, δεν ανοίγεται ο κόσμος στο μέλλον. Κανείς δε βοήθησε, αντίθετα πολλοί πήγαν κόντρα στην προσπάθειά μας να φτιάξουμε αυτό το κομμάτι των 15 κρεβατιών, που σήμερα είναι μια Ψυχιατρική Κλινική που φιλοξενεί όλα τα έκτατα περιστατικά του νησιού.
Φτιάξαμε ένα καλό αρχείο, που όταν έφυγα αριθμούσε 2.800 φακέλους, είχαμε όλοι όσοι συνεργαστήκαμε μεγάλη δραστηριότητα, ήμασταν μια ομάδα που μέσα σε καιρούς που τα πράγματα ήταν στάσιμα ή καθιζάνανε, εμείς δημιουργούσαμε. Και ήταν μεγάλη η αγωνία που είχα να αφήσω στον αυτόματο τηλεφωνητή μήνυμα για το πού βρισκόμουν ανά πάσα στιγμή, αφού ήξερα πως μπορεί να πρέπει να τρέξω για ένα περιστατικό. Αλλά άξιζε, γιατί αυτό που χρειάζεται δεν είναι “αποθήκες ψυχών”, όπως τα μεγάλα ψυχιατρεία της χώρας, αλλά μικρές περιφερειακές μονάδες, που θα μπορούν να αποδώσουν με τους ανθρώπους τούς καθημερινούς.»
Παρά το φόρτο εργασίας που προέκυπτε από τη δουλειά του στο Βοστάνειο, ωστόσο, ο Γιώργος Κωμαΐτης δε στάθηκε μόνο εκεί.
Αντιθέτως, σε όλο αυτό το διάστημα ανέπτυξε και έντονη κοινωνική και συνδικαλιστική δράση. Εξελέγη δύο φορές πρόεδρος των Γιατρών, παραιτήθηκε ωστόσο, γιατί… δεν άντεξε το κλίμα. Μέλος του Συλλόγου Εθελοντών Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων, του Συλλόγου Αγιασωτών, αντιπρόεδρος σε εταιρεία προστασίας ανηλίκων, μέλος της «Πνοής», αλλά και αναπληρωτής στη Διεύθυνση Ιατρικής Υπηρεσίας, δε σταμάτησε στιγμή να αναπτύσσει πολύπλευρο κοινωνικό έργο, παράλληλα με τις ιατρικές του υπηρεσίες, χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα υλικά αγαθά, αλλά η προσφορά στους συνανθρώπους του.
«Είμαι παρεμβατικός από τη φύση μου», εξηγεί. «Δεν μπορώ να καταλάβω την αδράνεια των ανθρώπων, που φτάνει μέχρι του “να είμαστε εμείς καλά και να ζούμε καλά κι ό,τι θέλει ας γίνει”. Κυνηγούσα τις εξωιατρικές δραστηριότητες, αφενός γιατί αυτό βοηθούσε και στο να αποκτηθεί κύρος ώστε να δημιουργήσουμε το Ψυχιατρικό Τμήμα, αλλά γιατί και από μικρός είχα καταλάβει τη ματαιοδοξία της ζωής. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως το να κάνεις περιουσία έχει κάποια σημασία. Ζεις περιχαρακωμένος στον εαυτό σου, βράζεις στο ζουμί σου και τελικά περνάς τη ζωή σου συσσωρεύοντας υλικά στοιχεία, χωρίς να μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις. Προσωπικά είχα πάντα την ανάγκη να συμμετέχω σε κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες, ήμουν ανακατεμένος σε μαθητικά κινήματα, με Λαμπράκηδες κ.λπ. και πάντα πίστευα πως πρέπει να υπάρχει ομαδικότητα και σύμπνοια στις ιδέες και στον τρόπο ζωής. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι αριστερά και να ζεις σαν πλούσιος…»
Η μελαγχολία της εποχής
Μετά από τόσα χρόνια δράσης, ο ίδιος χαρακτηρίζει τη σημερινή του κατάσταση «περίεργη». Πάσχοντας από χρόνιο νόσημα που τον ταλαιπωρεί, συνεχίζει να αναλύει και να κριτικάρει την πραγματικότητα, να προσθέτει και να συνδιαλέγεται με τον κόσμο, βιώνοντας ωστόσο και ο ίδιος τη μελαγχολία που εμφανίζεται σε όσους πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, ως κάτι που ξεκινάει από ένα αίτιο έξω από τους ίδιους και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα.
Στη σύνταξη δεν ήθελε να βγει και θα καθόταν κι άλλο στη δουλειά του εάν δεν υπήρχε ο νόμος που όριζε υποχρεωτική συνταξιοδότηση στα 60. Δε σταματά ωστόσο. Γράφει εδώ και χρόνια στο «E», πηγαίνει και κάθεται στο καφέ «Βυζαντινό» και παρατηρεί τους ανθρώπους, τη συμπεριφορά τους, το τι θέλουν να πουν, το τι εκφράζουν.
«Είμαι ευχαριστημένος, γιατί νιώθω ότι η ζωή μου δεν πήγε στράφι», αναφέρει.
«Εμείς θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ο κόσμος δεν άλλαξε, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής έχουν αλλάξει, έτσι ώστε να είναι πιο ώριμος ο κόσμος, και αυτή την εποχή, που περνάει μια μεταβατική περίοδος, να είναι πιο κοντά στο να αλλάξει. Επειδή οι άνθρωποι έχουν βαπτιστεί μέσα στην κακοπέραση και μέσα στην καλοπέραση, φθονούν την πρώτη. Είμαστε πολιτικά όντα και η ζωή μας είναι πολιτική. Βλέπω ανθρώπους που τα έχουν εν δυνάμει όλα μέσα στο μυαλό τους και στην ψυχή τους. Το πού θα οδηγηθούν για να μπορέσουν να αλλάξουν τον κόσμο δεν το ξέρω. Εκείνο που χρειάζεται, ωστόσο, είναι το να μειωθεί η δυνατότητά τους να κάνουν περιουσίες και να ασχολούνται μόνο με το δικό τους, να φοράνε ένα καβούκι και να νομίζουν πως είναι άτρωτοι, πως δεν μπορεί να τους αγγίξει κανείς. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι αυτοκτονίες συναντιούνται περισσότερο σε άτομα πετυχημένα κοινωνικά, παρά σε εκείνους που έχουν συνηθίσει στο κουρμπέτι.»
«Εγώ πορεύτηκα μέσα σε χώρους που εκτός από την ανθρωπιά, είχαν την κομπίνα και το συμφέρον και θα το έχουν πάντα, γιατί οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, δεν μπορούν να γίνουν όλοι μάρτυρες, ούτε να βάλουν τον εαυτό τους κάτω από το κοινωνικό συμφέρον», λέει κλείνοντας ο Γιώργος Κωμαΐτης. «Εμένα με ενδιέφερε πάντα να προοδεύει κάτι κοινωνικά, αυτό που λέγεται “κοινωνία”. Και είναι πολύ σημαντικό το να μάθουμε να ακούμε και να επικοινωνούμε, κάτι που είναι δύσκολο πράγμα. Έχουμε πάντα το “αρχηγιλίκι” μέσα μας, αλλά πάντα υπάρχει και άλλος δρόμος. Και θα πρέπει κανείς να μάθει να κάνει ανατροπές στη ζωή του, να μάθει το τι θα αφήσει και τι θα κρατήσει, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει…»
Τρίτη 24 Ιούνιος 2014 - emprosnet.gr
Το τελευταίο «αντίο» φίλοι, συγγενείς και αυτοδιοικητικοί παράγοντες στο Γιώργο Κωμαΐτη, στην εκκλησία της Παναγίας στ’ Ακλειδιού, όπου τελέστηκε η κηδεία του γνωστού ψυχιάτρου και πρώην διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μυτιλήνης.
Λίγα χρόνια αφού συνταξιοδοτήθηκε, ο Γ. Κωμαΐτης νικήθηκε στη μάχη με το διαβήτη και τη βαριά αγγειοπάθεια που του είχε αυτός προκαλέσει. Έφυγε από τη ζωή στα 69 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του πλούσιο έργο, συγγραφικό και ιατρικό, αλλά και μία ποιητική συλλογή που δεν πρόλαβε να εκδώσει ποτέ.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που σχολίασαν στο «Ε», με το οποίο συνεργαζόταν επί χρόνια μέσα από τη στήλη του «Ψυχοτομές», ότι «πήγε να βρει τον καλύτερό του φίλο», το ζωγράφο Γιώργο Πέρρο.
Τυπικός στη δουλειά του και ο καλύτερος στο είδος του, αναφέρουν στην εφημερίδα μας οι συνεργάτες του στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης.
«Ο Γιώργος ήταν ο καλύτερος ψυχίατρος. Ήταν υπέρ της διαλεκτικής ψυχιατρικής και κατά των φαρμάκων, πράγμα που υπερασπιζόταν και σε άρθρα του. Φυσικά τα άρθρα του είχαν πάντα κοινωνικό περιεχόμενο και μήνυμα. Ήταν ένας “ιατροφιλόσοφος”, ο οποίος προχωρούσε τη σκέψη του πέρα από το επιφανειακό και εξέταζε τη δομή της κοινωνίας και φυσικά είχε πολύ χιούμορ», περιγράφει ο Μάκης Αξιώτης.
«Kαί γάρ ἂν τούς ἄλλους λάθῃς, σεαυτῷ συνειδήσεις.»
Ισοκράτης 338 π.Χ., Αθήνα «Προς Δημόνικον, 16»
«Όταν η συνείδησή μας μάς υπαγορεύει να κάνουμε αυτό
και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο και
δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε,
έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας
από το βάρος που τη σκεπάζει» (Αββάς Δωρόθεος 565 μ.Χ., Γάζα).
Ατομική και κοινωνική συνείδηση (Οι δυτικές
κοινωνίες αναπτύσσονται με τις αξίες της χλιδής)
Η έννοια της συνείδησης έχει ξεχωριστή θέση στην ιατρική (νευρολογία, ψυχιατρική) και στην ηθική. Στη νευρολογία σημαίνει την αντίληψη-γνώση, επαφή με τον περιβάλλοντα εξωτερικό και βιωματικό χώρο του ανθρώπου, στην ψυχιατρική, πλην των άλλων, αφορά, ως συνειδητότητα πλέον, ένα σύνολο υψηλής απαρτίωσης ψυχοπνευματικών λειτουργιών. Στην ηθική πλευρά, έναν κώδικα εσωτερικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Στη φροϋδική θεωρία, συνειδητό είναι το ξεκάθαρο, γνωστό στο άτομο κομμάτι της ύπαρξής του, σε αντίθεση με το ασυνείδητο. Στο τελευταίο κυριαρχεί το «υπερεγώ», δηλαδή το όργανο των αναστολών και απαγορεύσεων που πειθαρχούν τα ένστικτα και τις τυφλές παρορμήσεις.
Τόσο σε ατομικό όσο και κοινωνικό επίπεδο, η εξέλιξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού οργάνωση της συνειδητότητας σε σχέση με τα ζώα.
Γνωρίζουμε τις συνέπειες της άλογης ζωώδους συμπεριφοράς μας και επομένως έχουμε την ευθύνη.
Στον άνθρωπο υπάρχουν ατομικές περίοδοι παράδοσης της ψυχής στα πάθη, τις ενστικτώδεις και τυφλές ενορμήσεις.
Στην κοινωνία, αντίστοιχα, υπάρχουν ιστορικά τέτοιες περίοδοι σκοταδισμού, απανθρωπιάς, χάους και επικράτησης της σκληρότητας και παλινδρόμησης σε πρωτογονισμό και σε μορφές «εκλεπτυσμένου» κανιβαλισμού.
Το όργανο που στον άνθρωπο κρατά την ισορροπία και τον πειθαρχεί σε μία μη επιθετική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, είναι το «εγώ».
Στην κοινωνία ανάλογη δράση ασκούν οι αρχές, οι αξίες, οι κοινωνικοί θεσμοί και ο φόβος της κοινωνικής απόρριψης.
Το «εγώ» αναπτύσσεται με την παίδευση του ανθρώπου, τη γονική και σχολική καθοδήγηση και την εδραίωση του συναισθήματος ευθύνης σε μας από εκείνους που είναι κοντινοί μας.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, εκείνο που επιβάλλει την τάξη και οδηγεί στη δημιουργική κοινωνική ζωή, είναι συχνά λογικό αποτέλεσμα της καλλιέργειας του ανθρώπου, αλλά και της μεθοδευμένης από την Πολιτεία συλλογικής καθοδήγησης.
Στην εποχή μας, δυστυχώς, διανύουμε περίοδο εκφυλισμού, τόσο στην ατομική, όσο και στη συλλογική ζωή.
Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στην άνεση, την υπερπροστασία, τον καταναλωτισμό. Απ’ την άλλη, με την πόλωση που υπάρχει, ζουν μέσα στην απόρριψη, τη σκληρότητα και την έλλειψη αγάπης. Και τα δύο προηγούμενα είναι ό,τι χειρότερο για την ανάπτυξη του «εγώ» και τη συγκρότηση της ψυχικής ισορροπίας και υγείας.
Οι δυτικές κοινωνίες αναπτύσσονται με τις αξίες της χλιδής, του ευδαιμονισμού και της αναζήτησης ισχύος. Από την άλλη, όπως συμβαίνει στον τρίτο κόσμο, οι άνθρωποι ζουν μέσα στη στέρηση, την εξαθλίωση και εκμετάλλευση των ισχυρών της Γης. Χάθηκε η αρμονία και το μέτρο στην ανθρωπότητα. Και η πλατωνική ρήση «το μέτρο, η ισορροπία και η αρμονία παράγουν ηθική» είναι τώρα πλέον του αναγκαίου επίκαιρη.
Όμως οι πολιτισμοί ανθίζουν πάνω στα ερείπια των σκοταδιστικών περιόδων. Η οδύνη, το τίμημα της καταστροφής, είναι βαριά.
Η δυνατότητά μας να αναστρέψουμε το σημερινό κλίμα, έχει αφεθεί στη θυσία και στην αυταπάρνηση λίγων ανθρώπων. Αυτοί είναι ο σπόρος της ελπίδας, η κιβωτός και ο εγγυητής για την άνοιξη του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, που ασφαλώς θα ξανάρθει.
Γιώργος Κωμαΐτης - ψυχίατρος
Βλέπεις, ακούς, ξέρεις, έχεις δει, έχεις ζήσει
τη βρομιά παντού (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΜΑΪΤΗΣ)
Πώς να μιλήσεις; Και τι να πρωτοπείς; Αν θες ο λόγος σου να μην είναι φωνή αλλά ουσία, αν θες να παραπονεθείς, να καταγγείλεις ή να εκφράσεις δυσαρέσκεια, θυμό, απελπισία ή ακόμα κι αν στο μυαλό σου γεννιούνται γόνιμες προτάσεις, μπλοκάρει η θέλησή σου και συντρίβεται πάνω στο γρανιτένιο τοίχο της κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής σκληρότητας και αδιαλλαξίας.
Όταν ολομόναχος ψελλίζεις «δεν μπορώ πια», αυτός ο ψίθυρος δε φτάνει πουθενά. Κι αν γίνει κραυγή ένα πολύμορφο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής ηχομόνωσης, θα υψωθεί και θα πνίξει το ουρλιαχτό της απελπισίας σου. Τόσο φανερή η αλήθεια, αλλά και τόσο απλησίαστη.
Ξέρεις πως σε κλέβουν, πως οι γύπες κομματιάζουν τη σάρκα της ανθρωπότητας.
Ξέρεις για τις μίζες, για τη διαφθορά, για την απληστία. Γνωρίζεις για τα μεγάλα φαγοπότια, τις νομιμοποιημένες συμμορίες.
Αντιλαμβάνεσαι την ψευτιά, την ολοφάνερη κοροϊδία. Είσαι σίγουρος για την τεράστια αδικία που χωρίζει τους ανθρώπους σε ισχυρούς και αδύναμους. Βλέπεις παντού το απλωμένο χέρι του βουλιμικού δημόσιου υπαλλήλου, το λαίμαργο βλέμμα τού «φακελάκια».
Αντικρίζεις καθημερινά την απαξίωση του έντιμου ανθρώπου, διανύεις τουριστικά τα περιθώρια μιας ζωής όπου στοιβαγμένα είναι τα «απόβλητά» της, παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Γνωρίζεις ότι καθημερινά τα ψευδοπόδια του περιθωρίου εφορμούν στην «καθώς πρέπει» κοινωνία για να κλέψουν, να πιάσουν ομήρους, να πουλήσουν προστασία, να σκοτώσουν αδίστακτα. Νιώθεις την απαξίωση της ζωής, το φιλοσοφικό νόημα της κακίας και του μίσους από την έλλειψη αγάπης και αβασάνιστα καταφεύγεις στη δικαιολογία της τρέλας. Σα να μην έχει αυτή η τρέλα την κοινωνική της αιτία. Κι αν ακόμα ενοχοποιήσεις το «σάλεμα του νου» και πεις το δολοφόνο «σχιζοφρενή», ξεχνάς πως η αρρώστια κτίζεται από τα χαρακτηριολογικά στοιχεία της προσωπικότητας.
Ο κακός άνθρωπος θα γίνει κακός σχιζοφρενής με σίγουρα αμυντικές, παρανοϊκές, δολοφονικές τάσεις και ο καλός άνθρωπος θα γίνει καλός σχιζοφρενής, θα αναπτύξει «μεσσιανικό» παραλήρημα, θα θελήσει να σώσει τον κόσμο.
Βλέπεις, ακούς, ξέρεις, έχεις δει, έχεις ζήσει τη βρομιά παντού, στο σπίτι, στη γειτονιά, στην πόλη, στο χώρο εργασίας σου. Όμως σιωπάς ή ψελλίζεις. Και σιγά-σιγά το πέπλο της δειλής σιωπής καταβαίνει και σκεπάζει σα σάβανο τη ζωή σου.
Γιατί φοβάσαι. Επειδή «όσες αλήθειες αν θα πεις, τόσες φορές θα σταυρωθείς». Γιατί αν ζητήσεις βοήθεια μαρτυρίας από κείνους που ξέρουν μαζί με σένα τη βρομιά, θα «την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια». Και θ’ ακούσεις το κλασσικό «μη με ανακατεύεις εμένα σ’ αυτά». Είσαι μόνος και αδύναμος να πεις την αλήθεια. Οργανωμένα συμφέροντα, χίλιες δολιότητες σκοπιμότητας και νόμιμες παρανομίες καρτερούν γύρω σου. Από κατήγορος γίνεσαι ξαφνικά συκοφάντης, κατηγορούμενος, κακόπιστος, μειώνεσαι, ταπεινώνεσαι, απαξιώνεσαι από κείνους που ξέρουν να θωρακίζουν την παρανομία τους με την ισχύ, το λόγο και το χρήμα. Ο άγραφος νόμος της σιωπής.
Αν μιλήσεις θα εξοντωθείς. Και εύσχημα θα σε «γδάρουν» με ατέλειωτες τυποποιημένες αναζητήσεις διευκρινίσεων, πώς και γιατί και «απόδειξέ το».
Απόδειξέ το, λοιπόν, ταλαίπωρε ιδεαλιστή. Αν μπορείς, φέρε τα «στοιχεία», αλλιώς είσαι χαμένος.
Ένας βόθρος που μυρίζει διάχυτα και συ πρέπει να αποδείξεις πως είναι όντως βόθρος, ώσπου η κοινωνία να αποδείξει ότι πρόκειται για θερμοκήπιο με τριανταφυλλιές.”
Diorismos.gr: Γιώργος Κωμαίτης, 08/05/2009
Ο Γιώργος Κωµαΐτης (1945-2014), ήταν Νευρολόγος-Ψυχίατρος,
µε πλούσιο συγγραφικό, ερευνητικό και ιατρικό έργο.
Βίντεο: Ο Ψυχίατρος Γιώργος Κωμαΐτης
εξηγεί την ψυχοσύνθεση του ψηφοφόρου
Ο δημιουργός της Ψυχιατρικής Κλινικής του Βοστάνειου, Γιώργος Κωμαΐτης, μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων.
Το «Ε» με το δημιουργό της Ψυχιατρικής Κλινικής
του Βοστάνειου Μυτιλήνης, ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη
Πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν την ιστορία των ανθρώπων του Νοσοκομείου Μυτιλήνης. Την ιστορία των γιατρών του ιδρύματος. Μια συνάντηση με τον ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για αυτή την ιστορία, τουλάχιστον στο πρόσφατο κομμάτι της.
Ο Γιώργος Κωμαΐτης, στα 67 του χρόνια και έχοντας πλέον αποσυρθεί από το Βοστάνειο, συνεχίζει να μιλάει με πάθος για την επιστήμη που σπούδασε και οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει πως το επάγγελμα που άσκησε τόσα χρόνια, ήταν για αυτόν πολλά παραπάνω από μια απλή «δουλειά».
Χάρη στο σημερινό ρεπορτάζ, ο Γιώργος Κωμαΐτης μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης, πολιτικά προσανατολισμένης στην Αριστερά και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων και να τους καθοδηγεί θεραπευτικά, μέσα από τους δαιδαλώδεις δρόμους του υποσυνειδήτου που καλούνταν να διανύσουν.
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ανέφερε ο Γιώργος Κωμαΐτης στη συνάντησή μας, αποκαλύπτοντας αμέσως τη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου που συνεχίζει ακούραστα να εξετάζει και να αναλύει την πραγματικότητα, μέσα από τα όσα τού έχει διδάξει η χρόνια πείρα του στον τομέα της Ψυχιατρικής.
Τη δική του ζωή στιγμάτισαν αναπόφευκτα τα παιδικά του χρόνια, καθώς και η φύση της δουλειάς του, που τον έκανε να αναπτύξει τη διάθεση, τη θέληση και τη δυνατότητα να «βλέπει» την εσωτερική πραγματικότητα των ασθενών του - που οι ίδιοι πολλές φορές δε γνώριζαν - και να τους βοηθά συνειδησιακά να γνωρίσουν ποια είναι τα στοιχεία που ορίζουν την ψυχή τους, δρώντας γι’ αυτούς θεραπευτικά. Την ικανότητά του να μπαίνει στις ψυχές «όχι από τα παράθυρα, αλλά από την πόρτα την κανονική», όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Στα βήματα της Ψυχιατρικής
«Βασικό σημείο πλεύσης μου, το να είμαι
πιστός στον εαυτό μου…» 01/07/2012
Ο δημιουργός της Ψυχιατρικής Κλινικής του Βοστάνειου, Γιώργος Κωμαΐτης, μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων.
Το «Ε» με το δημιουργό της Ψυχιατρικής Κλινικής
του Βοστάνειου Μυτιλήνης, ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη
Πολλοί είναι αυτοί που αγνοούν την ιστορία των ανθρώπων του Νοσοκομείου Μυτιλήνης. Την ιστορία των γιατρών του ιδρύματος. Μια συνάντηση με τον ψυχίατρο Γιώργο Κωμαΐτη είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για αυτή την ιστορία, τουλάχιστον στο πρόσφατο κομμάτι της.
Ο Γιώργος Κωμαΐτης, στα 67 του χρόνια και έχοντας πλέον αποσυρθεί από το Βοστάνειο, συνεχίζει να μιλάει με πάθος για την επιστήμη που σπούδασε και οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει πως το επάγγελμα που άσκησε τόσα χρόνια, ήταν για αυτόν πολλά παραπάνω από μια απλή «δουλειά».
Χάρη στο σημερινό ρεπορτάζ, ο Γιώργος Κωμαΐτης μάς αφηγήθηκε 60 και πλέον δεκαετίες μιας ζωής δύσκολης, πολιτικά προσανατολισμένης στην Αριστερά και πολύ δημιουργικής, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να «μπαίνει» στις ψυχές των ανθρώπων και να τους καθοδηγεί θεραπευτικά, μέσα από τους δαιδαλώδεις δρόμους του υποσυνειδήτου που καλούνταν να διανύσουν.
«Θέλω να τονίσω την ιδιαίτερη επίδραση που έχουν η εποχή που διανύουμε και οι σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στον άνθρωπο και το πώς διαμορφώνονται οι χαρακτήρες ανάλογα με τα βιώματα που έχουν από τη ζωή τους…»
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ανέφερε ο Γιώργος Κωμαΐτης στη συνάντησή μας, αποκαλύπτοντας αμέσως τη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου που συνεχίζει ακούραστα να εξετάζει και να αναλύει την πραγματικότητα, μέσα από τα όσα τού έχει διδάξει η χρόνια πείρα του στον τομέα της Ψυχιατρικής.
Τη δική του ζωή στιγμάτισαν αναπόφευκτα τα παιδικά του χρόνια, καθώς και η φύση της δουλειάς του, που τον έκανε να αναπτύξει τη διάθεση, τη θέληση και τη δυνατότητα να «βλέπει» την εσωτερική πραγματικότητα των ασθενών του - που οι ίδιοι πολλές φορές δε γνώριζαν - και να τους βοηθά συνειδησιακά να γνωρίσουν ποια είναι τα στοιχεία που ορίζουν την ψυχή τους, δρώντας γι’ αυτούς θεραπευτικά. Την ικανότητά του να μπαίνει στις ψυχές «όχι από τα παράθυρα, αλλά από την πόρτα την κανονική», όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Στα βήματα της Ψυχιατρικής
Γεννημένος το 1945 στην Αγιάσο (Κωμόπολη στη Λέσβο), ο Γιώργος Κωμαΐτης έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του, η Παναγιωτούδα, ήταν μια από τις πιο δραστήριες γυναίκες του χωριού και πέρασε τη ζωή της βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη. Ο πατέρας του, ο Προκόπης, ήταν εργάτης Αριστερός και λόγω αυτού και στο στόχαστρο του καθεστώτος, που απέρριπτε τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική ιδεολογία.
Πέρα από τις δυσκολίες της φτώχειας, λοιπόν (αφού ως παιδί δεν είχε παπούτσια και γυρνώντας από το σχολείο «χόρταινε με τζάνερα»), η οικογένειά του ζούσε και υπό καθεστώς ιδεολογικού διωγμού, όπως και όσοι ήταν αναμεμιγμένοι ευθέως ή ήταν ακροθιγώς περαστικοί από το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον ίδιο και τους γονείς του σε εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, όπου ζούσε ήδη ο αδελφός του, ο Σταύρος. Όλοι μαζί έζησαν σε ένα υπόγειο, κάτω από δύσκολες συνθήκες, που δεν εμπόδισαν ωστόσο το Γιώργο Κωμαΐτη να ακολουθήσει το όνειρό του και να σπουδάσει Ιατρική, κάτι «πολύ τολμηρό» για τα χρόνια εκείνα.
Σε όλες τις χρονιές ήταν αριστούχος και τελειώνοντας τις σπουδές του εν μέσω Χούντας, το 1969, βρέθηκε στη θέση να πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει πάνω στη Νευρολογία με σπουδές του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών που θα του επέτρεπαν να φύγει στη Γερμανία, ή εάν θα ακολουθούσε την κατεύθυνση της Κλινικής Ψυχιατρικής. Τελικά, λόγω και των περικοπών που έκανε το καθεστώς στις υποτροφίες, έμεινε στην Ελλάδα, αποφασίζοντας να τραβήξει το δρόμο που από μικρότερη ήδη ηλικία είχε αρχίσει να χαράζεται μέσα του, χάρη και στα ερεθίσματα που είχε από τα βιώματά του.
«Μεγάλωσα σε μια εποχή με κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες και έντονης κοινωνικής αναταραχής, όπου συνέβαιναν διάφορες κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες», αναφέρει ο ίδιος. «Ήδη από τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα πολύ από το Αναγνωστήριο της Αγιάσου. Πήγαινα κάθε μέρα, δανειζόμουν ένα βιβλίο, το διάβαζα και το επέστρεφα. Το να μπαίνω στους κόσμους και στο χώρο του βιβλίου ήταν η διασκέδασή μου και με έκαναν να έχω μια ιδεολογία προσανατολισμένη προς ψυχοκοινωνικά πράγματα.»
Ακολούθησε τη Φροϋδική, Κοινωνική και Υπαρξιακή Ψυχιατρική, προσπαθώντας να καταλάβει τους μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν από τα παιδικά χρόνια κάθε ανθρώπου, το τι καθηλώθηκε και το τι «πήγε στραβά», ώστε να εμποδίσει έκτοτε την ψυχολογική του ανάπτυξη. Παράλληλα, διδάχτηκε και την Κοινωνική Ψυχιατρική, στην οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται ως αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει και εξελίσσεται.
«Αν δεν αλλάξεις την ομάδα, τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, τη νοοτροπία τους, το πολύ βαθύ εσωτερικό πράγμα που λέγεται “πηγή ζωής”, είναι δύσκολο να μπει σε τάξη και η ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχική αρρώστια είναι ψυχική ακαταστασία, μια κατάσταση διάλυσης, όπου δεν μπορείς να προχωρήσεις ένα θέμα με τον εαυτό σου αν δεν έχεις τακτοποιήσει όλες τις παραμέτρους», εξηγεί.
«Υπάρχουν πολλές ειδών ψυχοθεραπείες, το θέμα όμως είναι να μπορέσουν ο θεραπευτής με το θεραπευόμενο να αποκαταστήσουν αυτό που λέγεται θεραπευτική σχέση. Κι αυτό γιατί, μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία, βγαίνουν ορισμένα εσωτερικά στοιχεία, που ούτε να τα φανταστείς δεν μπορείς. Βλέπεις έναν άνθρωπο που φορά μια “λεοντή” φοβερή και τρομερή και στο βάθος βλέπεις ένα φοβισμένο άνθρωπο και πρέπει να τον κάνεις να καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο και τη δυσπιστία του απέναντι στους άλλους, για να μπορέσεις να τον ακουμπήσεις στα βαθύτερα πλαίσια του ψυχισμού του. Εκεί μέσα είναι ένας κόσμος, που όταν μπεις εξελίσσεται σε ένα γρίφο, ένα λαβύρινθο και μέσα από την εμπειρία σου, μαθαίνεις πώς με την κατάλληλη δουλειά μπορείς να βάλεις τον άλλο σε κάποια σειρά. Ο ίδιος ο θεραπευόμενος κάνει φυσικά την περισσότερη δουλειά, αφού πρέπει να ξεπεράσει τις λεγόμενες “αντιστάσεις” του. Εκεί είναι και που πολλοί τα παρατάνε και δεν προχωρούν περισσότερο, γιατί φοβούνται τον ίδιο τους τον εαυτό.»
«Τότε που κυνηγούσα τον άνεμο». Φοιτητής στην Ιατρική Αθηνών.
η Ψυχιατρική Κλινική του «Βοστάνειου»
Ιδρύοντας την Ψυχιατρική Πτέρυγα…
Μέσα από τη δουλειά του στο Αντικαρκινικό, στο Κρατικό, στο Δρομοκαΐτειο και αλλού, ο Γιώργος Κωμαΐτης συσσώρευε εμπειρία και κατάφερνε παράλληλα να ξεπερνά τις δικές του δυσκολίες και τα πένθη του.
Μια υπόσχεση, όμως, που είχε δώσει στον εαυτό του πριν φύγει από το χωριό του, το τάμα που έκανε σε μια ελιά έξω από την Αγιάσο πως κάποτε θα επέστρεφε για να βοηθήσει τον τόπο του, τον έφερε και πάλι πίσω στη Λέσβο, όπου και λίγο πριν το 2000 άρχισε τις προσπάθειες για τη δημιουργία Ψυχιατρικής Πτέρυγας στο Βοστάνειο Νοσοκομείο Μυτιλήνης. Επί 12 χρόνια κόπιασε όσο δεν πήγαινε για αυτό, φτάνοντας στο σημείο να ξεπεράσει ακόμη και τα προσωπικά του όρια και να έρθει σε επαφή με βουλευτές, ζητώντας τους να στηρίξουν την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει.
«Ήταν ένα όνειρο ζωής, μια από τις δεσμεύσεις που είχα κάνει από μικρός. Το βασικό σημείο πλεύσης μου ήταν να τηρήσω τις υποσχέσεις που είχα δώσει, κατ’ αρχήν στον εαυτό μου», εξηγεί. «Για το Ψυχιατρικό Τμήμα έδωσα χίλιους αγώνες, γιατί δεν υπάρχει προοδευτικό πνεύμα στη Μυτιλήνη, δεν ανοίγεται ο κόσμος στο μέλλον. Κανείς δε βοήθησε, αντίθετα πολλοί πήγαν κόντρα στην προσπάθειά μας να φτιάξουμε αυτό το κομμάτι των 15 κρεβατιών, που σήμερα είναι μια Ψυχιατρική Κλινική που φιλοξενεί όλα τα έκτατα περιστατικά του νησιού.
Φτιάξαμε ένα καλό αρχείο, που όταν έφυγα αριθμούσε 2.800 φακέλους, είχαμε όλοι όσοι συνεργαστήκαμε μεγάλη δραστηριότητα, ήμασταν μια ομάδα που μέσα σε καιρούς που τα πράγματα ήταν στάσιμα ή καθιζάνανε, εμείς δημιουργούσαμε. Και ήταν μεγάλη η αγωνία που είχα να αφήσω στον αυτόματο τηλεφωνητή μήνυμα για το πού βρισκόμουν ανά πάσα στιγμή, αφού ήξερα πως μπορεί να πρέπει να τρέξω για ένα περιστατικό. Αλλά άξιζε, γιατί αυτό που χρειάζεται δεν είναι “αποθήκες ψυχών”, όπως τα μεγάλα ψυχιατρεία της χώρας, αλλά μικρές περιφερειακές μονάδες, που θα μπορούν να αποδώσουν με τους ανθρώπους τούς καθημερινούς.»
Παρά το φόρτο εργασίας που προέκυπτε από τη δουλειά του στο Βοστάνειο, ωστόσο, ο Γιώργος Κωμαΐτης δε στάθηκε μόνο εκεί.
Αντιθέτως, σε όλο αυτό το διάστημα ανέπτυξε και έντονη κοινωνική και συνδικαλιστική δράση. Εξελέγη δύο φορές πρόεδρος των Γιατρών, παραιτήθηκε ωστόσο, γιατί… δεν άντεξε το κλίμα. Μέλος του Συλλόγου Εθελοντών Πρόληψης Τροχαίων Ατυχημάτων, του Συλλόγου Αγιασωτών, αντιπρόεδρος σε εταιρεία προστασίας ανηλίκων, μέλος της «Πνοής», αλλά και αναπληρωτής στη Διεύθυνση Ιατρικής Υπηρεσίας, δε σταμάτησε στιγμή να αναπτύσσει πολύπλευρο κοινωνικό έργο, παράλληλα με τις ιατρικές του υπηρεσίες, χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα υλικά αγαθά, αλλά η προσφορά στους συνανθρώπους του.
«Είμαι παρεμβατικός από τη φύση μου», εξηγεί. «Δεν μπορώ να καταλάβω την αδράνεια των ανθρώπων, που φτάνει μέχρι του “να είμαστε εμείς καλά και να ζούμε καλά κι ό,τι θέλει ας γίνει”. Κυνηγούσα τις εξωιατρικές δραστηριότητες, αφενός γιατί αυτό βοηθούσε και στο να αποκτηθεί κύρος ώστε να δημιουργήσουμε το Ψυχιατρικό Τμήμα, αλλά γιατί και από μικρός είχα καταλάβει τη ματαιοδοξία της ζωής. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως το να κάνεις περιουσία έχει κάποια σημασία. Ζεις περιχαρακωμένος στον εαυτό σου, βράζεις στο ζουμί σου και τελικά περνάς τη ζωή σου συσσωρεύοντας υλικά στοιχεία, χωρίς να μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις. Προσωπικά είχα πάντα την ανάγκη να συμμετέχω σε κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες, ήμουν ανακατεμένος σε μαθητικά κινήματα, με Λαμπράκηδες κ.λπ. και πάντα πίστευα πως πρέπει να υπάρχει ομαδικότητα και σύμπνοια στις ιδέες και στον τρόπο ζωής. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι αριστερά και να ζεις σαν πλούσιος…»
Η μελαγχολία της εποχής
Στο κατώφλι της αιωνιότητας, πίνακας του Βίνσεντ βαν Γκογκ, 1890
Μετά από τόσα χρόνια δράσης, ο ίδιος χαρακτηρίζει τη σημερινή του κατάσταση «περίεργη». Πάσχοντας από χρόνιο νόσημα που τον ταλαιπωρεί, συνεχίζει να αναλύει και να κριτικάρει την πραγματικότητα, να προσθέτει και να συνδιαλέγεται με τον κόσμο, βιώνοντας ωστόσο και ο ίδιος τη μελαγχολία που εμφανίζεται σε όσους πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, ως κάτι που ξεκινάει από ένα αίτιο έξω από τους ίδιους και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα.
«Αποκτάει ένα χαρακτήρα η μελαγχολία, γιατί έχει τις διαφυγές της. Μπορείς να ξεφύγεις με ένα κοινωνικό ή καλλιτεχνικό έργο, μέσα από διασυνδέσεις και κοινωνικές σχέσεις», λέει. «Φαίνεται πως έτσι είναι και τα γεράματα που φτάνουν σιγά - σιγά, αφού παρατηρείς περισσότερο, κριτικάρεις και κάνεις παρεμβάσεις που δε θέλουν μνήμη, αλλά κριτική ικανότητα και εμπειρία από το παρελθόν.»
Στη σύνταξη δεν ήθελε να βγει και θα καθόταν κι άλλο στη δουλειά του εάν δεν υπήρχε ο νόμος που όριζε υποχρεωτική συνταξιοδότηση στα 60. Δε σταματά ωστόσο. Γράφει εδώ και χρόνια στο «E», πηγαίνει και κάθεται στο καφέ «Βυζαντινό» και παρατηρεί τους ανθρώπους, τη συμπεριφορά τους, το τι θέλουν να πουν, το τι εκφράζουν.
«Είμαι ευχαριστημένος, γιατί νιώθω ότι η ζωή μου δεν πήγε στράφι», αναφέρει.
«Εμείς θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ο κόσμος δεν άλλαξε, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής έχουν αλλάξει, έτσι ώστε να είναι πιο ώριμος ο κόσμος, και αυτή την εποχή, που περνάει μια μεταβατική περίοδος, να είναι πιο κοντά στο να αλλάξει. Επειδή οι άνθρωποι έχουν βαπτιστεί μέσα στην κακοπέραση και μέσα στην καλοπέραση, φθονούν την πρώτη. Είμαστε πολιτικά όντα και η ζωή μας είναι πολιτική. Βλέπω ανθρώπους που τα έχουν εν δυνάμει όλα μέσα στο μυαλό τους και στην ψυχή τους. Το πού θα οδηγηθούν για να μπορέσουν να αλλάξουν τον κόσμο δεν το ξέρω. Εκείνο που χρειάζεται, ωστόσο, είναι το να μειωθεί η δυνατότητά τους να κάνουν περιουσίες και να ασχολούνται μόνο με το δικό τους, να φοράνε ένα καβούκι και να νομίζουν πως είναι άτρωτοι, πως δεν μπορεί να τους αγγίξει κανείς. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι αυτοκτονίες συναντιούνται περισσότερο σε άτομα πετυχημένα κοινωνικά, παρά σε εκείνους που έχουν συνηθίσει στο κουρμπέτι.»
«Εγώ πορεύτηκα μέσα σε χώρους που εκτός από την ανθρωπιά, είχαν την κομπίνα και το συμφέρον και θα το έχουν πάντα, γιατί οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, δεν μπορούν να γίνουν όλοι μάρτυρες, ούτε να βάλουν τον εαυτό τους κάτω από το κοινωνικό συμφέρον», λέει κλείνοντας ο Γιώργος Κωμαΐτης. «Εμένα με ενδιέφερε πάντα να προοδεύει κάτι κοινωνικά, αυτό που λέγεται “κοινωνία”. Και είναι πολύ σημαντικό το να μάθουμε να ακούμε και να επικοινωνούμε, κάτι που είναι δύσκολο πράγμα. Έχουμε πάντα το “αρχηγιλίκι” μέσα μας, αλλά πάντα υπάρχει και άλλος δρόμος. Και θα πρέπει κανείς να μάθει να κάνει ανατροπές στη ζωή του, να μάθει το τι θα αφήσει και τι θα κρατήσει, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει…»
Ο « ιατροφιλόσοφος » Γιώργος Κωμαΐτης - Ψυχίατρος
Τρίτη 24 Ιούνιος 2014 - emprosnet.gr
Το τελευταίο «αντίο» φίλοι, συγγενείς και αυτοδιοικητικοί παράγοντες στο Γιώργο Κωμαΐτη, στην εκκλησία της Παναγίας στ’ Ακλειδιού, όπου τελέστηκε η κηδεία του γνωστού ψυχιάτρου και πρώην διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μυτιλήνης.
Λίγα χρόνια αφού συνταξιοδοτήθηκε, ο Γ. Κωμαΐτης νικήθηκε στη μάχη με το διαβήτη και τη βαριά αγγειοπάθεια που του είχε αυτός προκαλέσει. Έφυγε από τη ζωή στα 69 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του πλούσιο έργο, συγγραφικό και ιατρικό, αλλά και μία ποιητική συλλογή που δεν πρόλαβε να εκδώσει ποτέ.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που σχολίασαν στο «Ε», με το οποίο συνεργαζόταν επί χρόνια μέσα από τη στήλη του «Ψυχοτομές», ότι «πήγε να βρει τον καλύτερό του φίλο», το ζωγράφο Γιώργο Πέρρο.
Τυπικός στη δουλειά του και ο καλύτερος στο είδος του, αναφέρουν στην εφημερίδα μας οι συνεργάτες του στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης.
«Ο Γιώργος ήταν ο καλύτερος ψυχίατρος. Ήταν υπέρ της διαλεκτικής ψυχιατρικής και κατά των φαρμάκων, πράγμα που υπερασπιζόταν και σε άρθρα του. Φυσικά τα άρθρα του είχαν πάντα κοινωνικό περιεχόμενο και μήνυμα. Ήταν ένας “ιατροφιλόσοφος”, ο οποίος προχωρούσε τη σκέψη του πέρα από το επιφανειακό και εξέταζε τη δομή της κοινωνίας και φυσικά είχε πολύ χιούμορ», περιγράφει ο Μάκης Αξιώτης.
2 σχόλια:
Κάποιες εποχές ήμουν της ίδιας άποψης με τον κ. Κωμαϊτη, σήμερα η οπτική μου γωνία άλλαξε και το ίδιο άλλαξαν οι απόψεις και τα συμπεράσματα μου. Καταρχήν η φράση: Χάθηκε η αρμονία και το μέτρο στην ανθρωπότητα. Δεν έχει αντίκρισμα ούτε βρίσκει ισχύ διαχρονικά με την πραγματικότητα. Διότι αφήνει να εννοηθεί πως αυτό που περιγράφεται από την πρόταση ήταν ο ειδοποιός κανόνας εν τοις πράγμασι. Ποτέ όμως δεν είχε γνώρισμα της η ανθρωπότητα το κατηγόρημα της πρότασης ώστε να το έχει απολέσει στην γραμμική συνέχεια του γίγνεσθαι της. Όσο για την ακόλουθη της φράσης πλατωνική ρήση, βέβαιο είναι πως πρόκειτε για έκφραση πεποιθήσεων και όχι ερμηνεία ή περιγραφή της σύγχρονης του φιλόσοφου τάξης πραγμάτων. Χαρακτηριστικά του πολιτισμού του αναγράφονται εδώ: http://stagirefs.blogspot.de/
Γενικά δεν υιοθετώ πια την υλιστική προσέγγιση που χαρακτηριστικά αποδίδουν στον σύγχρονο άνθρωπο ως αποκλεισμένο στην ευδαιμονία της κατανάλωσης και των αξιών της χλιδής και της ανάγκης ισχύος. Ούτε προδικάζω ως εκφυλισμένα τα πεδία δράσης του σύγχρονου ανθρώπου, το ατομικό και συλλογικό, που ναι μεν ισχύουν όμως όχι ως γενικό χαρακτηριστικό μα ως περιορισμένο σε ορισμένες ειδικές πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες έχουν αναφορά στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι κατά βάση.
Ο σημερινός άνθρωπος απολαμβάνει δίχως άγχος και ανησυχία κινδύνου την διακοινωνική ειρήνη που του εξασφαλίζει ένα περιβάλλον στο οποίο δίνατε να εξασκήσει στον ανώτερο δυνατό βαθμό τις δημιουργικές του δυνάμεις. Και η οργάνωση των κοινωνιών δεν μπορεί αλλού παρά ως ραχοκοκαλιά να βασιστεί στην δημιουργικότητα που ως προνόμιο από την φύση μόνο το ανθρώπινο όν φέρει. Και έτσι αναπόφευκτα φτάνουμε στην παραγωγή. Στην εργασία. Και όλοι μαζί ο καθένας με τον τρόπο που δίνατε αλληλοσυνδιαλεγόμαστε από την παραγωγική δια της εργασίας μας δημιουργίας συνθηκών και πραγμάτων αναγκαίων της ατομικής και συλλογικής μας ικανοποίησης. Μήπως να μεταβάλλουμε την κοινωνία σε ένα απέραντο μοναστηριακό ίδρυμα;;;
Διότι εκεί μέσα, στα μοναστικά ιδρύματα, βιώνεται με απόλυτη φυσικότητα το ιδεώδες του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού που όμως ως κοινωνικό κοσμικό φαινόμενο δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε άλλως παρά μόνο ως ουτοπία. Ιδεαλιστικό όμως το αισθανόμενο και καθόλου απορριπτέο ως θέση.
Εδώ έφτασε στο τέλος της και κλείνω την φλυαροπεριττομπουρδοτεχνοδομολογία μου.
Πολύ σωστά αναφέρεστε κ.Πολίδη και σας ευχαριστούμε για το κατατοπιστικό σχόλιό σας.
«στα μοναστικά ιδρύματα, βιώνεται με απόλυτη φυσικότητα το ιδεώδες του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού που όμως ως κοινωνικό κοσμικό φαινόμενο δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε άλλως παρά μόνο ως ουτοπία. Ιδεαλιστικό όμως το αισθανόμενο και καθόλου απορριπτέο ως θέση.»
...και δική μας θέση!
Δημοσίευση σχολίου