Καβάφης ★ Πάρθεν η Pωμανία (ανάλυση)


Εργασία, Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)


Πάρθεν (Mάρτιος 1921) Kωνσταντίνος Kαβάφης

Είναι το μοναδικό από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη
που δεν κατατάσσεται σε καμία κατηγορία. 

Παρακολουθώντας και αναδεικνύοντας τα γεγονότα βλέπουμε και την διέξοδο. Αποτέλεσμα, να γινόμαστε μέτοχοι και εμείς στο αναγκαίο, αυτό που πέρα από προσδοκία, να γίνεται προσμονή και δικαίωση. Ένα ποίημα του Κ.Π. Καβάφη, έτσι για να μας θυμίζει την ιστορία.

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης άργησε να καθιερωθεί στην Ελλάδα, αφού Παλαμάς και Ψυχάρης ήταν πολέμιοι της ποίησής του, επειδή δεν συμβάδιζε μ’ εκείνην που καλλιεργούνταν στην Αθήνα

Ώσπου ήλθε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (με κοινές ρίζες την Πόλη), που τον παρουσίασε υμνητικά στις στήλες του περιοδικού Παναθήναια. Και τότε το καβαφικό ύφος, με την κατάργηση της ομοιοκαταληξίας, θεωρήθηκε μοντέρνο κι επηρέασε τους μεταγενέστερους ποιητές.

Στα 30 του χρόνια ο Καβάφης, αν και ζούσε μακριά, δεν ήταν αποκομμένος από την Ελλάδα. Διατηρούσε μέσα του ζωντανό το όνειρο της μεγάλης Ελλάδας και δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Τηλέγραφος της Αλεξάνδρειας (9/4/1893), με τίτλο «Το Κυπριακό ζήτημα», όπου σημειώνει:

«…ας ελπίσωμεν, ότι μίαν ημέραν οι πόθοι των Κυπρίων, ή ορθότερον των Ελλήνων όλων, περί ενώσεως της νήσου μετά του Ελληνικού Βασιλείου, θα εκπληρωθώσιν. Εν τη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει φιλοδίκαιος πεφωτισμένη και πανίσχυρος δημοσία γνώμη. Η Κύπρος ήτις δια την Ελλάδα είναι μέγα βήμα προς τα πρόσω, δια την Αγγλίαν είναι βάρος, δυσκολία τις, πηγή φροντίδων».


Tο ποίημά του «Πάρθεν», γραμμένο στο 1921, είναι εκμυστήρευση του ποιητή για την εντύπωση που του προξένησε το διάβασμα των ιστορικών δημοτικών μας τραγουδιών, και ιδιαίτερα ενός που είναι γραμμένο στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας και σχετίζεται με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης.

«Σύμφωνα και με τον Ξενοφώντα Κοκόλη, στο «Πάρθεν» «περιέχεται η εκτενέστερη μέσα στο σύνολο του καβαφικού ποιητικού έργου ενσωμάτωση ασύμβατου γλωσσικού υλικού», ενσωμάτωση η οποία, ως γεγονός και μόνον, αρκεί για να δικαιολογηθεί η άποψη, διατυπωμένη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, «ότι το Πάρθεν «γενετικά δεν ανήκει πουθενά»» [Παρατίθεται από τον Ξ. Κοκόλη, ό.π., σ. 41.].

Την αίσθηση, δε, της μοναδικότητας που μας αφήνει το «Πάρθεν», ο Ξ. Κοκόλης υποστηρίζει πειστικά πως «την χρωστούμε στο είδος τού υλικού που ενσωματώνεται», με άλλα λόγια, στην «κατασκευαστική τόλμη» τού Καβάφη να αναμείξει φράσεις, όχι λέξεις απλώς, «της ποντιακής διαλέκτου με τα συντηρητικά ελληνικά του υπόλοιπου κειμένου». Στην προρρηθείσα γλωσσική μοναδικότητα, σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη άπαξ, ουσιαστικά, ρητή αναφορά από τον Καβάφη στον «ψυχολογικό κόμπο Άλωση της Πόλης» αποδίδεται το γεγονός ότι το ποίημα, αν και άρτιο τεχνικά, παρέμεινε ανέκδοτο.»


Το «Πάρθεν» αποτελεί κορυφαίο και μάλιστα μοναδικό δείγμα τού διακειμενικού διαλόγου προσωπικής και δημοτικής ποίησης στο έργο του Καβάφη, δείγμα ανήκον στην ώριμη καλλιτεχνική του περίοδο. Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη «Πάρθεν» σημαίνει «επάρθη», δηλαδή έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη.

Όπως στο «Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», έτσι και σ’ αυτό το ποίημα με θέμα την πτώση της Κωνσταντινούπολης, την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453, ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής εισάγει - μέσα σε μια ήρεμη σχετικά εξιστόρηση - ένα άλλο στοιχείο, εποχικό, από μια απόμακρη, απωελληνική, τραπεζούντια σκοπιά. Και τότε η αφήγηση στην ντοπιολαλιά κάνει απολύτως οικείο τον ιστορικό χωροχρόνο, η δραματικότητα της όλης σύνθεσης εκτινάσσεται, το ΠΑΡΘΕΝ απογειώνεται ως μονολεκτική τραγωδία. Αναρωτιέμαι, για ποιο λόγο ο Καβάφης δεν κοινοποίησε αυτό το αριστουργηματικό ποίημά του, αλλά προτίμησε να το κρατήσει στην άκρη... μάλλον για παραπέρα «παιδεμό»;

Ο Καβάφης και ο Πόντος
Για την καταγωγή του ο Καβάφης σημειώνει: «είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια…», τελευταίο παιδί του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδου. Ο πατέρας της Χαρίκλειας Γεώργιος (Γιωρίκας) καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και η οικογένειά του μετοίκησε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Πόλη, ασχολούμενη με το εμπόριο κοσμημάτων.  
Λίγο πριν από το 1920, όταν πέθανε η Χαρίκλεια, ο Καβάφης ασχολείται με τα δημοτικά τραγούδια που έχουν σχέση με την απώτερη καταγωγή της μητέρας του, όπως το ποντιακό «Η Ρωμανία επάρθεν». 
Διαβάστε περισσότερα » Καβάφης: είμαι Κωνσταντινουπολίτης. Οι ρίζες του με το Νιχώρι Βοσπόρου

Η συνομιλία του Κ. Καβάφη με το ποντιακό
δημοτικό τραγούδι «Πάρθεν η Ρωμανία»

Καβάφης - Πάρθεν... η Ρωμανία 29 Μαΐου 1453 «Η Πόλις Εάλω»

Το ποντιακό δημοτικό τραγούδι «πάρθεν η Ρωμανία» είναι ένας θρήνος για την πτώση της βασιλεύουσας, αλλά υπάρχει η ελπίδα μέσα σε αυτόν της εθνικής αποκατάσταση, πίστης της επιβίωσης του γένους, θεματολογικά συναφές με το «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι». (βλ. εδώ) Αυτό το ποίημα κέντρισε την προσοχή του Κ. Καβάφη και άνοιξε διακειμενική συνομιλία μαζί του. Είναι το μοναδικό από τα ποιήματα του που δεν κατατάσσεται σε καμία κατηγορία. 

Ο Καβάφης τόλμησε κάτι μοναδικό, ανέμειξε ολόκληρες φράσεις από το ποντιακό δημοτικό με τα υπόλοιπα στοιχεία του ποιήματος τα καθαρά καβαφικά. Το ποίημα άρτιο τεχνικά παρέμεινε ανέκδοτο και ανήκει στα λεγόμενα «κρυμμένα» του Κ. Καβάφη, που ασχολήθηκε με τα δημοτικά τραγούδια και ειδικά με τα μοιρολόγια, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Ο Ποιητής διαλέγεται με το ποντιακό δημοτικό τραγούδι και συντονίζεται με αυτό. 

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: Πάρθεν

Εγράφη Μάρτιον 1921, εν έτος προ της καταστροφής
της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου.

«Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη,πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».

Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ' είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ· μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».

Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.

«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν.
Ν' αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».

Βίντεο: Ποίημα «Πάρθεν», Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και 
«Πάρθεν η Ρωμανία», παραδοσιακό τραγούδι του Πόντου. 


Ανάγνωση εδώ «Πάρθεν» διαβάζει: ο Σαββίδης Γ. Π., Ανέκδοτη 
ηχογράφηση, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 1990.

Το δημοτικό ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Κ.Π. Καβάφης
είναι: Πάρθεν η Ρωμανία (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην·
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.

Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,

Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.

Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,

- Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.

- Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

ΔΕΙΤΕ: 29 Μαΐου 1453. Η συγκλονιστικότερη ημέρα του νεότερου Ελληνισμού. Η ΠΟΛΙC ΕΑΛΩ !

Βίντεο: «Του μικρού Βλαχόπουλου, η Ρωμανία Επάρθεν». Από την παράσταση-αναδρομή στο Ελληνικό τραγούδι: «Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως» που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Ιούνιο του 1994. Στη λύρα ο Μιχάλης Καλλιοντζίδης. Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας. Συγκλονιστική η Αφήγηση της Λυδία Κονιόρδου!


Ανάλυση του ποιήματος

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνθέτει το «Πάρθεν» -που ανήκει στα Κρυμμένα ποιήματά του- αντλώντας την έμπνευσή του από δημοτικά τραγούδια∙ στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό, αφού οι συνήθεις πηγές έμπνευσής του για ανάλογα ποιήματα ιστορικού περιεχομένου προέρχονται από ιστορικά αναγνώσματα ή άλλα κείμενα πολύ παλαιότερων περιόδων. Το ενδιαφέρον, πάντως, του Καβάφη για τα δημοτικά αυτά ποιήματα μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός με βάση την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη και, άρα, την εύλογη συγκίνηση που του προκαλούν αναφορές στην άλωση της Πόλης, κι αφετέρου λόγω της προφανούς αγάπης του ποιητή για κάθε έκφανση του ελληνικού λόγου. Η «παράξενη» ποντιακή διάλεκτος μιλά στην ψυχή του Καβάφη, που τόσο εκτιμούσε τον εκτός των ελληνικών συνόρων ελληνισμό.

[Πάρθεν: γ' ενικό παθητικού αορίστου του ποντιακού ρήματος επαίρω = επάρθηκε, αλώθηκε (εάλω).]

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά∙ δικά μας, Γραικικά.

Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά του ποιητή στον εαυτό του -αυτοαναφορικότητα- και στην πρόσφατη ενασχόλησή του με τα δημοτικά τραγούδια, εξηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη γένεση του ποιήματός του. Τα δημοτικά τραγούδια που διαβάζει ο Καβάφης είναι κυρίως κλέφτικα και ιστορικά∙ εκείνα, δηλαδή, που αντιστοιχούν περισσότερο στα ενδιαφέροντά του.

Ο ποιητής χαρακτηρίζει τα κατορθώματα των κλεφτών και τις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων που καταγράφονται στα δημοτικά αυτά τραγούδια, πράγματα «συμπαθητικά», προκειμένου να τονίσει την ιδιαίτερη συγκίνηση που του προκαλούν, κι ακόμη περισσότερο τα χαρακτηρίζει πράγματα «δικά μας», «Γραικικά», καθιστώντας σαφή τον συγκινησιακό αντίκτυπο που έχουν οι σχετικές αναφορές σε όλους τους Έλληνες, είτε πρόκειται γι’ αυτούς που βρίσκονται στον κυρίως ελληνικό χώρο, είτε σ’ αυτούς που, όπως ο ίδιος ο ποιητής, βρίσκονται σε περιοχές του ευρύτερου ελληνισμού. Τα δραματικά βιώματα των Ελλήνων που προέκυψαν από τις αναμετρήσεις τους με τους Οθωμανούς και οι μεγάλες απώλειες, όπως ήταν αυτή της Κωνσταντινούπολης, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας.

Ο Καβάφης, μάλιστα, επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον όρο «Γραικικά», αντί για το πλησιέστερο στην καβαφική γλώσσα «Ελληνικά», θέλοντας να φανερώσει το πόσο ταυτίζεται ως Έλληνας με τη δημοτική παράδοση, αλλά και με την οδυνηρή περίοδο που ξεκίνησε για το ελληνικό έθνος ύστερα από την άλωση της Πόλης. Ο ποιητής που ανατρέχει συνήθως στην αλεξανδρινή περίοδο για να αντλήσει την έμπνευσή του∙ ο ποιητής που δείχνει να νοσταλγεί περισσότερο τις ένδοξες στιγμές του γεωγραφικά εξαπλωμένου ελληνισμού των χρόνων της ύστερης αρχαιότητας, εκφράζει εδώ τη βαθιά συγκίνηση που του προκαλούν ο λαϊκός, δημοτικός λόγος και τα γεγονότα που σημάδεψαν τα πιο σκοτεινά χρόνια του ελληνισμού.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ο όρος «Γραικοί» που άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως στην προεπαναστατική Ελλάδα, ήταν γνωστός ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται ως ονομασία των Ελλήνων κι από τον Αριστοτέλη στο έργο του Μετεωρολογικά (I, 352α).

Ο αυτοαναφορικός τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης ξεκινά το «Πάρθεν» μας παραπέμπει στο ποίημά του «Καισαρίων», όπου επιλέγει έναν παρόμοιο τρόπο εκκίνησης, φανερώνοντας παράλληλα την πηγή της ποιητικής του έμπνευσης: «Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, / εν μέρει και την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή / επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω».

Ο Γ. Π. Σαββίδης γράφει τα ακόλουθα για τους εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος: 
«Μολονότι η μελέτη δημοτικών τραγουδιών από τον Κ. μαρτυρείται ήδη στα 1914, ο ποιητής πιθανώς εδώ αναφέρεται στην ειδική απασχόλησή του με την σύνταξη μαθητικής ανθολογίας για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο της Αιγύπτου. Η απασχόληση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ Αυγούστου 1919 και Σεπτεμβρίου 1920.»

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την Σαλονίκη.

Πέρα από τα κλέφτικα ποιήματα, ο Καβάφης διαβάζει και τα πένθιμα εκείνα για τον χαμό της Πόλης, που εύλογα του προκαλούν μεγάλη συγκίνηση, εφόσον η άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το τέλος μιας λαμπρής πορείας για το ελληνικό έθνος. Ο ποιητής, μάλιστα, νιώθει σε τέτοιο βαθμό τη δύναμη του δημοτικού λόγου να περνά στους αναγνώστες του συγκίνηση και ρίγος για τα δραματικά γεγονότα που καταγράφει, ώστε προχωρά στην αυτούσια παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από τα δημοτικά αυτά τραγούδια. Πρόκειται για τις εκτενέστερες παραθέσεις κειμένων που συναντάμε στην καβαφική ποίηση.

Η άλωση της Θεσσαλονίκης (Μάρτης 1430) και κυρίως η άλωση της Κωνσταντινούπολης (Τρίτη, 29 Μαΐου 1453) αποτέλεσαν γεγονότα με τρομερές συνέπειες για τον ελληνισμό, αφού σήμαναν με τον πλέον απόλυτο τρόπο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το ξεκίνημα μιας δυσβάσταχτης για τους Έλληνες υποδούλωσης στους Οθωμανούς. Μια οδυνηρή πραγματικότητα που αποδίδεται στο δημοτικό τραγούδι για την Άλωση, που παραθέτει ο Καβάφης, με το επιτακτικό κάλεσμα προς τους παπάδες να κλείσουν τα χαρτιά που διαβάζουν, να κλείσουν τα ευαγγέλια, και να πάψουν τις ψαλμωδίες, αφού τώρα πια όλα είναι μάταια∙ αφού τώρα πια οι Τούρκοι πήραν την Κωνσταντινούπολη. Οι προσευχές και οι ικεσίες δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν∙ ο χαμός της Πόλης συντελέστηκε κι είναι οριστικός.

Ο Γ. Π. Σαββίδης επισημαίνει σχετικά με την πηγή των δημοτικών τραγουδιών: «Λόγια πηγή του ποιήματος είναι η συλλογή του Αρνόλδου Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα – Popularia carmina Graeciae recentioris, Λιψία 1860, αρ. cxciv και cxcv, και ιδίως ο αρ. cxcviii. Ο Κ., αντιγράφοντας τους στίχους που τον ενδιέφεραν να ενσωματώσει, αλλοίωσε κάπως το πρωτότυπο, ορθογραφικά μα και συντακτικά – με μια απροσδόκητη μετρική συνέπεια, όπως παρατήρησεν ο Peter Mackridge: 15 απαί: απέ // 16 με στο φτερούλιν: και στ’ άλλο το φτερούλν’ // 18 κυπαρίσ’: κυπαρέσσ’ // 23 αοιλλή: αοιλλοί.»

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.


Ο Καβάφης σχολιάζει πως, αν και τον συγκίνησαν όλα τα σχετικά με την Άλωση τραγούδια, εκείνο που τον άγγιξε περισσότερο ήταν αυτό που προέρχεται από την Τραπεζούντα, με την «παράξενη» γλώσσα του, που εκφράζει τη λύπη των Γραικών από τα μακρινά μέρη του Εύξεινου Πόντου.

Ο Καβάφης αναγνωρίζει στο ποντιακό άσμα τόσο τη θλίψη των εκεί Ελλήνων για το χαμό της Πόλης, όσο και την κρυφή ελπίδα τους πως ίσως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να αντιστραφεί η κατάσταση και οι Έλληνες να σωθούν απ’ την φονική επέλαση των Οθωμανών.

Ο Καβάφης, που μελετά και θαυμάζει τις ποικίλες εκφάνσεις του ελληνικού λόγου σε όλη του τη μακραίωνη ιστορική πορεία, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει και να θαυμάσει την ηχητική και λεκτική ποιότητα της ποντιακής διαλέκτου. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στα άσματα του ποντιακού λαού εκφράζεται με τρόπο απερίφραστο η αναγνώριση της κοινής ελληνικής ταυτότητας και ο πόνος για την απώλεια των μεγάλων κέντρων του ελληνισμού.

Οι Έλληνες του Πόντου θρηνούν για την άλωση της Πόλης με την ίδια οδύνη που αισθάνονται κι οι Έλληνες του κυρίως ελληνικού χώρου∙ κάτι που φανερώνει πως η ελληνική συνείδηση και η αγάπη για τον ελληνισμό δεν καθορίζεται με τοπικούς προσδιορισμούς.

Ό,τι διαφοροποιεί, ίσως, τους Έλληνες του Πόντου είναι πως εκείνοι διατηρούν, όπως το διαπιστώνει ο ποιητής, την ελπίδα πως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να διασωθούν οι Έλληνες και να γλιτώσουν από την μανία των Τούρκων. Μια μάταιη ελπίδα που αν συνδυαστεί με την εποχή σύνθεσης του ποιήματος (1921), του προσδίδει μια επιπλέον ιστορική διάσταση, εφόσον το συνδέει με τα τραγικά γεγονότα της πραγματοποιούμενης εκείνα τα χρόνια γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους. 

Ο Καβάφης επιλέγει -πιθανώς- το θρηνητικό ποντιακό άσμα, όχι τόσο για να αναφερθεί στην άλωση της Πόλης, αλλά για να στηλιτεύσει έμμεσα τους εκτοπισμούς των Ελλήνων από την περιοχή του Πόντου, και για να δηλώσει τον πόνο του για τις μαζικές σφαγές των εκεί Ελλήνων.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

Τα νέα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης φτάνουν στην Τραπεζούντα μ’ ένα μοιραίο πουλί, το οποίο έχει στη μια του φτερούγα ένα γράμμα∙ ένα χαρτί γραμμένο. Ένα μοιραίο πουλί που δεν σταματά το ταξίδι του μήτε σε κάποιο αμπέλι, μήτε στο περιβόλι, αλλά στη ρίζα ενός κυπαρισσιού, δημιουργώντας έτσι δυσοίωνες συσχετίσεις σχετικά με την είδηση που έχει φέρει. Οι αρχιερείς της πόλης δεν μπορούν ή καλύτερα δεν θέλουν να διαβάσουν το μήνυμα που έχει μόλις φτάσει, φοβούμενοι προφανώς πως πρόκειται για κάτι το πολύ δυσάρεστο. Ο γιος μιας χήρας είναι τελικά αυτός που θα πάρει το χαρτί στα χέρια του και θ’ αρχίσει να θρηνεί μόλις το διαβάσει.

Αμέσως, εκεί στη ρίζα του κυπαρισσιού το διαβάζει και κλαίει∙ αμέσως το διαβάζει και συνταράσσεται η καρδιά του. Αλί σ’ εμάς, αναφωνεί, ο νέος, αλίμονο σ’ εμάς, η Ρωμανία αλώθηκε.
Ας σημειωθεί πως με τη λέξη Ρωμανία δηλώνεται η Πόλη και κατ’ επέκταση η ανατολική Χριστιανοσύνη.
Με το ποίημα αυτό και με τις επιλογές από τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Αλεξανδρινός ποιητής έρχεται να δηλώσει πως η οδύνη για την απώλεια της Πόλης υπήρξε κοινή και παρόμοιας έντασης για όλους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν αυτοί.

Από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο κι από την κυρίως Ελλάδα μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο του ελληνισμού, όλοι ένιωσαν τη σημασία αυτού του γεγονότος κι όλοι κατάλαβαν σε πόσο επώδυνη δοκιμασία θα έμπαινε ο ήδη πολλαπλά δοκιμασμένος ελληνισμός.

Τα δημοτικά τραγούδια που αξιοποίησε ο Κων. Καβάφης
από τη συλλογή του Arnold Passow (Άρνολντ Πάσοβ)


CXCIV
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


Πήραν την πόλι, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Πούχε τρακόσια σήμαντρα κ’ εξήντα δυό καμπάναις∙
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά ναβγούν τα άγια κι’ ο βασιλιάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρτ’ εξ ουρανού αγγέλων απ’ το στόμα∙
«Αφήτ’ αυτή την ψαλμωδιά, να χαμηλώσουν τ’ άγια∙
Και στείλτε λόγο στην Φραγκιά, νάρτουνε να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσό σταυρό και τ’ άγιο το βαγγέλιο,
Και την αγία τράπεζα, να μην την αμολύνουν.» -
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν η εικόνες∙
«Σώπασε κυρά Δέσποινα, μην κλαίγης, μη δακρύζης∙
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σας είναι.»

CXCV
Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


Σημαίν’ ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα πουράνια,
Σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυό καμπάναις,
Πώχει τριακόσιαις καλογριαίς και χίλιους καλογέρους∙
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης∙
Φωνή τους ήρτ’ από το Θιό κι’ απ’ την αγγέλου κρίσι∙
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια∙
Πήραν την Πόλι, πήρανε, πήραν την Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Πήραν παιδιά ‘π’ το δάσκαλο, κοράσι’ απ’ το γκεργκέφι,
Πήρανε μανάδες με παιδιά, κυράδες με τους άντρες.» -

CXCVIII
ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ


Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι Κωνσταντίνων,
Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι’ αφέντας φοβετσάρους,
Είχεν και σκύλον μάρμαρον, που εδούνεν τα κλειδία.
...
Κ’ έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι’ απέ την πόλιν έρται,
Και τ’ έναν το φτερούλν’ αθε στ’ αίμαν έτον βαμμένον,
Και στ’ άλλο το φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον,
Κι’ ουδέ στην άμπελον κόνευ’ μηδέ στο περιβόλι,
Επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρρέσ’ την ρίζαν.
Έρχονται χίλιοι πατριάρχ’ και μύριοι δεσποτάδες,
Κανείς ατό πάλ’ κι’ αναγνώθ’, κανείς ξάν κι’ αναγνώθει.
Χέρας υιός Γιανίκας έν’, ατός ατ’ αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’, σίτ’ ανακλαίγ’, σίτ’ ανακρούγ’ τήν κάρδιαν∙
Ν’ αοιλλοί εμάς, νά βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν,
Επάρθαν τά προπύλαια καί τά βασιλοσκάμνια,
Επάρθαν καί αι εκκλησιαίς κι’ όλα τα μοναστήρια,
Επάρθεν και Αγεσοφιά, το μέγαν μοναστήριν∙
Είχεν σαράντα καλογέρ’ς κ’ εξηνταπέντε διάκους∙
Είχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ καμπάνας∙
Είχεν και την εγάπην μου στ’ έναν καφές κρυμμένην.
Τον κόσμον εδιαπάτεσα, την γην τροχόν εποίκα,
Κι’ αμόν εσέν το κοράσιον στην οικουμένην ‘κ εύρα∙
Τ’ ομμάτια σ’ κόφνε τόν πασάν, τ’ οφρύδια στον βεζύρην,
Κι’ ατό τό ματοχόσιαμαν σκοτόν’ εμέν κι’ άλλ’ έναν.

Άρνολντ Πάσοβ (Arnold Passow 1829 -1870

Ο Άρνολντ Τόμας Πάσο (Arnold Thomas Gottfried Passow,1829–1870) ήταν κλασικός φιλόλογος και παιδαγωγός, που έγινε κυρίως γνωστός ως εκδότης ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Η συλλογή Τραγούδια ρωμαίικα = Popularia carmina Graeciae recentioris, η οποία κυκλοφόρησε το 1860 από το γνωστό εκδοτικό οίκο κλασικών κειμένων Teubner της Λειψίας, εκτός από τα δημοτικά τραγούδια που είχε συλλέξει ο Ούλριχς, περιείχε και τα άπαντα που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε, στο ελληνικό πρωτότυπο. Λόγω της πληρότητάς της και του βοηθητικού υλικού που περιέχει στη λατινική γλώσσα, η έκδοση αυτή συνιστούσε για μακρό χρονικό διάστημα βασικό έργο αναφοράς ακόμη και στην Ελλάδα (βλ. Πολίτης 2011, σ. 257).

Το Ερωτικά Τραγούδια και Μοιρολόγια του Νεοελληνικού Λαού (Liebes- und Klagelieder des Neugriechischen Volkes, Magdeburg, 1861), περιέχει μια επιλογή από ποιήματα της παραπάνω συλλογής σε γερμανική μετάφραση.

Ο Πάσο εμφανίζεται στο εξώφυλλο ως μεταφραστής των τραγουδιών, αλλά από τον πρόλογο του εκδότη προκύπτει ότι η βασική του συμβολή περιοριζόταν κυρίως στην επεξεργασία και μετρική μετατροπή των μεταφράσεων, τις οποίες είχε πάρει από τα κατάλοιπα του Ούλριχς και άλλες, προηγούμενες, γερμανικές συλλογές.

Το ζήτημα του Πόντου

Δημοκρατία του Πόντου
Δημοκρατία του Πόντου

Πριν ακόμη υπογραφεί η ανακωχή στο Μούδρο, Πόντιοι πρόσφυγες στον Καύκασο και στην Ευρώπη άρχισαν να οργανώνονται και να συντονίζουν τις ενέργειές τους για την προβολή και προώθηση των εθνικών τους διεκδικήσεων.

Το Φεβρουάριο του 1918, σε ένα πρώτο συνέδριό τους στη Μασσαλία, όπου πρωτοστάτησε ο Μ. Κωνσταντινίδης, καθώς και σε ένα δεύτερο στο Βατούμ, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, οι αντιπρόσωποι των διαφόρων ποντιακών οργανώσεων εξέφραζαν το εθνικό τους αίτημα για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. 

Λίγους μήνες αργότερα, πάλι στη Μασσαλία, εξετάστηκε για πρώτη φορά η προοπτική ιδρύσεως ενός Ποντοαρμενικού κράτους (Νοέμβριος 1918) και εκλέχτηκε πενταμελής επιτροπή που, με την υποστήριξη όπως ήλπιζε της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, θα προωθούσε τις ποντιακές διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης.

Οι απόψεις όμως του Βενιζέλου σχετικά με το ποντιακό ζήτημα, που σχηματίστηκαν με βάση τις εκθέσεις του ειδικού στρατιωτικού εκπροσώπου του στον Πόντο συνταγματάρχη Καθενιώτη, όπως ο Έλληνας πρωθυπουργός τις εξέφρασε και σε δηλώσεις του προς τον τύπο τον Ιανουάριο του 1919, έτειναν προς τη λύση συνεργασίας του ελληνικού και αρμενικού στοιχείου σε ένα αρμενικό κράτος. Σ’ αυτή τη λύση προσανατολίζονταν και Ελληνοαρμενικοί κύκλοι στην Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Αρμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Ελληνικό Συμβούλιο. 

Αντίθετα τα αιτήματα των Ποντίων για ανεξάρτητο κράτος και ακόμη περισσότερο για ένωση με την Ελλάδα κρίνονταν από το Βενιζέλο τουλάχιστον ως ουτοπικά. Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων των ποντιακών οργανώσεων, που με διαβήματά τους προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επέμεναν στην ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.

Στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου, αναπτύσσοντας ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο τις ελληνικές διεκδικήσεις, εξέφρασε την αντίθεσή του για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας και υποστήριξε την ένταξη της Τραπεζούντας στο Αρμενικό κράτος. Η υποχωρητικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού σε αίτημα, που είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτό, αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προβολή των υπόλοιπων εθνικών διεκδικήσεων. 

Όπως ήταν φυσικό όμως προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις των Ποντίων, που στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου». Εξάλλου, ένα νέο ποντιακό συμβούλιο στο Βατούμ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα για να καταλάβει τον Πόντο (τέλη Φεβρουαρίου 1919).

Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία της Ουκρανίας ανάγκασε το Βενιζέλο να αναθεωρήσει κάπως την ποντιακή του πολιτική: χιλιάδες Έλληνες της νότιας Ρωσίας, που διώκονταν από το νέο ρωσικό καθεστώς, κατέφευγαν στον Πόντο, ενισχύοντας αριθμητικά τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.

Από τον Απρίλιο του 1919 η εκπροσώπηση των ποντιακών διεκδικήσεων ανατίθεται στο μητροπολίτη Χρύσανθο, που πείθεται να υιοθετήσει τη συμβιβαστική άποψη του Βενιζέλου για ομοσπονδιακό Αρμενικό κράτος, όπου θα ίσχυε για τους Έλληνες καθεστώς αυτονομίας. Στις επαφές του με τους ιθύνοντες του Συνεδρίου ο μητροπολίτης συνάντησε ευνοϊκή αποδοχή των απόψεών του. Ο Ουίλσον, ο Κλεμανσώ και ο Ταρντιέ έδειξαν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τις προτάσεις του, που αντίθετα προκάλεσαν την αντίδραση τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων του Πόντου.

Την 1/4 Μαΐου 1919 οι εκπρόσωποι των Ποντίων στο Παρίσι με υπόμνημά τους στη Συνδιάσκεψη επιμένουν στη δημιουργία ανεξάρτητης Ποντιακής δημοκρατίας κάτω από την ελληνική προστασία ή με εντολή (mandat) των ΗΠΑ. Αλλά τα αλλεπάλληλα αντιφατικά διαβήματα των ενδιαφερομένων μερών εξάντλησαν την υπομονή των Συνέδρων και είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ποντιακή υπόθεση. Ο Βρετανός αρμόδιος Forbes Adam, που μελέτησε τις προτάσεις του Χρύσανθου, αποφάνθηκε ότι η δημιουργία αυτόνομου κράτους στον Πόντο θα εγκαινίαζε νέα σειρά ποντιακών αξιώσεων για ένωση με την Ελλάδα και επικίνδυνο προηγούμενο για ανάλογες διεκδικήσεις των υπολοίπων μειονοτήτων της Αρμενίας.

Από τον Απρίλιο του 1919 οι Πόντιοι προσανατολίζονται στη δημιουργία εθνικού στρατού για την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Παράλληλα ο Χρύσανθος, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1919, συζητεί με Τούρκους ιθύνοντες και αντιπροσώπους του Κεμάλ την προοπτική αυτονομίας του Πόντου με ισοπολιτεία Τούρκων και Ελλήνων υπό την κηδεμονία της Κοινωνίας των Εθνών.

Τελικά όμως προκρίθηκε η λύση Ποντοαρμενικής ομοσπονδίας και τον Ιανουάριο του 1920 υπογράφηκε σχετική συμφωνία από το μητροπολίτη Χρύσανθο και τον πρόεδρο της Αρμενικής Δημοκρατίας Χατισιάν. Συμφωνήθηκε ακόμη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδος και Αρμενίας για την προστασία του Πόντου από τουρκικά στρατεύματα. Η άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την εφαρμογή του στρατιωτικού μέρους της συμφωνίας και τη συγκρότηση εθνικών ποντιακών ταγμάτων συνετέλεσε στην ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ, στη συνθηκολόγησή τους με τον Κεμάλ (Δεκέμβριος 1920) και στην εγκατάλειψη του ποντιακού πληθυσμού στο έλεος των τουρκικών στρατευμάτων.

Τα τραγούδια του Πόντου και ο… Κωνσταντίνος Καβάφης


Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, κόστισε 353.000 καταγεγραμμένα θύματα και το ξερίζωμα, μετά από 2.800 χρόνια, του πιο αρχαίου, ίσως, τμήματος του μικρασιατικού ελληνισμού. Η άρνηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους εθνομηδενιστές ιστορικούς και πολιτικούς καθίσταται ακόμα πιο σκανδαλώδης καθώς οι Έλληνες Πόντιοι αποτελούν σήμερα το κομμάτι του ελληνισμού με την ισχυρότερη εθνική συνείδηση. Κι’ αυτό είναι συνδεδεμένο με μια σειρά από λόγους. 

Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ο ποντιακός ελληνισμός είχε πάντα μια ισχυρή συνοχή εξαιτίας της γεωγραφίας και της ιστορίας του. Και κατά δεύτερο λόγο διότι κατά τον 20ό αιώνα βίωσε μια κυριολεκτική οδύσσεια.

Αρχικώς τη Γενοκτονία από τους κεμαλιστές, το διωγμό από τη Μικρά Ασία και την εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού στη Μακεδονία, όπου θα ακολουθήσει στην Κατοχή η σύγκρουση με τους Βουλγάρους.

Στη νότια Ρωσία την ίδια στιγμή θα γνωρίσουν τους διωγμούς του Στάλιν και τον εκτοπισμό τους στην κεντρική Ασία, από όπου θα επιστρέψουν επί Χρουστσόφ.

Τέλος θα γνωρίσουν μια νέα προσφυγιά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Αυτοί οι διωγμοί και οι αγώνες σφυρηλάτησαν ένα πρωτοφανές αντιστασιακό ήθος πάνω σε μια ήδη πολύ ισχυρή εθνική ταυτότητα.
Καθόλου τυχαία δε, οι Πόντιοι πρωτοστάτησαν, σε μεγάλο βαθμό, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Έκφραση αυτής της ισχυρής ταυτότητας αποτελεί η ποντιακή κουλτούρα, και προπαντός οι χοροί και τα τραγούδια του Πόντου. Εδώ λοιπόν, ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής στη Γενοκτονία των Ποντίων, θα αναφερθώ –συνοπτικά εξ ανάγκης– στο δημοτικό τραγούδι του Πόντου, που αποτυπώνει ανάγλυφα αυτό το ιδιαίτερο αντιστασιακό ήθος.

Τα ιστορικά τραγούδια, τα οποία πρωτοπαρουσιάζονται κατά τον 13ο αιώνα, σηματοδοτούν, όπως τονίζει και ο Γκυ Σωνιέ, την εμφάνιση μιας συνειδητής αντίδρασης στα ιστορικά γεγονότα, που δεν παρατηρείται στα παλαιότερα ακριτικά τραγούδια και τις παραλογές· παρότι τα δεινά των Ελλήνων δεν είναι καινούργια, είναι καινούργια η συνείδηση που εκφράζεται μέσα από αυτά.[1] Και αυτή η αύξουσα εθνική συνειδητοποίηση επιβεβαιώνεται σε όλα τα ιστορικά τραγούδια, από την πρώτη εμφάνισή τους. Στους ποντιακούς θρήνους για την Άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντας διαβάζουμε:

Σκοτώθκαν δράκοι Έλλενοι και μύριοι μυριάδες […]
Αϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η αφεντία!
Ντ’ εποίκαμε σε, νε Θεέ ’ς τα αίματα βαμμένοι; […]
Τα γαίματα μ’ ετύφλωσαν των δράκων των Ελλένων…[2]

Επιπλέον, σε ένα από τα ποντιακά τραγούδια καταγράφεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον θετικό ήρωα, τον «Έλλεν Κωνσταντίνον», και τους «Ρωμαίους αφεντάδες» που δεν έκριναν δίκαια και παρέδωσαν τα κλειδιά στους εχθρούς. Οι Ρωμαίοι αποκτούν εδώ, ίσως για πρώτη φορά, από όσο γνωρίζω τουλάχιστον, μια αρνητική σημασιοδότηση – βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε μια νέου τύπου συνείδηση.

Την Πόλην όνταν ώριζεν ο Έλλεν Κωσταντίνον
είχεν πορτάρους δίκλωπους, αφέντους φοβετζάρους
Εκείνος είχε σύνοδον Ρωμαίους δωδεκάραν
εκείνος είχε μεκχεμέν [κριτές] Ρωμαίους αφεντάδες
Εκείν’ ’κ’ εκρίνναν δίκαια, εδώκαν τα κλειδία…

Οι Έλλενοι, αντίθετα, προσλαμβάνουν πάντοτε θετική σημασιοδότηση. Επειδή δε, συχνά, η λέξη παραπέμπει σε έναν μυθικό ήρωα, ορισμένοι προσπάθησαν να τους ταυτίσουν με τους αρχαίους Έλληνες αποκλειστικά, μεταβάλλοντας την αναπομπή στους Έλλενους σε αναφορά μυθολογικού χαρακτήρα. Όμως, όπως καταδεικνύεται από τις αναρίθμητες αναφορές στους σύγχρονους Έλληνες, και την υποκατάσταση του ίδιου του Ακρίτα από τον «Έλλενο», δεν πρόκειται για μυθολογικού χαρακτήρα αναφορά αλλά για μια αναφορά που ενέχει χαρακτήρα εθνικής συνέχειας: Αρχαίος Έλληνας, Ακρίτας, σύγχρονος Έλληνας.

Έλλενος-οι, εξάλλου, δεν είναι μόνον ο Κωνσταντίνος ως εμβληματική φυσιογνωμία, αλλά και οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι Πόντιοι = Έλληνες. Εδώ, στο τραγούδι που ακολουθεί, η μάνα του νέου από την Τραπεζούντα προστάζει τον γιο της να πάρει τα όπλα και να παλέψει ενάντια στους Τούρκους:

–Έπαρ’ υιέ μ’ την σπάθην σου, τ’ Ελλένικον κοντάρι σ’
δέβ’ ατουνούς, σκόρπισον ατ’ς σαν άνεμος τα φύλλα.

–Χίλιους έκοψα την πιρνήν, χίλιους το μεσημέριν,
μα ο Θος έστεσεν την βροχήν και βρέχει Τουρκοπούλεα,
ο Θεός έστεσεν την βροντήν, βροντούν τα εγκλησίας.

– Ντ’ εποίκαμεν σε νε Θεέ, ’ς σο αίμαν βουτεμένοι!
Σεράντα χρόνια χτίσκουνταν του Έλλενου το κάστρον
κι ατώρα να χαλάεται με το βαρύν την σπάθην!
Εκεί πουλλία κελαηδούν με φλιβερόν λαλίαν,
εκεί Έλλενοι απέθεναν, μύρεα παλληκάρεα!

Και αυτή η διαχρονική ελληνική ταυτότητα, στον καινούργιο αναβαθμό της, συνοδεύεται από ένα ακόμα νεωτερικό στοιχείο, πανελλήνιου χαρακτήρα, την αγανάκτηση ενάντια στον ίδιο τον Θεό που επιτρέπει την «αδικία» και στέλνει «Τουρκοπούλεα» στους πιστούς του.

Γενικότερα, «τα πρώτα ιστορικά τραγούδια έχουν πένθιμο χαρακτήρα και είναι αφιερωμένα σε διάφορα δεινά που υπέστη ο Ελληνισμός», ενώ είναι συχνή η χρήση εικόνων και εκφράσεων κοινών με τα μοιρολόγια[3] – οι Έλληνες δεν μπορούν να «χωνέψουν» ακόμα ότι μεταβλήθηκαν από έθνος ισχυρό, οικουμενικών διαστάσεων, σε έθνος υπό κατοχή και διωγμό. 

Το πρώτο, χρονολογικά, ιστορικό τραγούδι (ΑΑ 121-122) –και πάλι ποντιακό, αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Γαβρά που έδρασε στον Πόντο τον 12ο αι. (1118-1140)– αρχίζει ως εξής:

Εμέν ’κί πρέπ’ να τραβωδώ, μοιρολογώ κ’ εσ’ άκσον.

Στα ποντιακά τραγούδια, κατεξοχήν, διακρίνουμε μια κυριολεκτική λατρεία για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ως ταυτοτική μορφή του ελληνισμού, που προσλαμβάνει τις διαστάσεις ενός Διγενή με σάρκα και οστά· από τα τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, εξάλλου, έλκουν την προέλευσή τους και πολλοί στίχοι των ιστορικών τραγουδιών, και όχι μόνο του Πόντου:

…ο Βασιλεάς ο Βασιλεάς, παργοριάν ’κί παίρνε.
Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν
Τσοι Τούρκους κρούγνε ’ς σο σπαθίν,
Τσοι Τούρκους ’ς σο κοντάριν,
τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες,…

Εξάλλου η περιοχή στην οποία πιθανότατα έχουν διασωθεί τα περισσότερα τραγούδια για την Άλωση είναι στον Πόντο. Κι αυτό αφενός διότι η Τραπεζούντα κατελήφθη από τους Τούρκους μετά τη Βασιλεύουσα, αφετέρου διότι διατηρούνταν ακέραιη η αρχέγονη διαχρονική συνείδηση του ελληνισμού, εξαιτίας και της γεωγραφικής απομόνωσης της περιοχής. Και πάντως τα ποντιακά τραγούδια είναι από τα ωραιότερα, όπως θα παραδεχτεί και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Διαβάζουμε:

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν έβγαιν’ από την Πόλιν
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν και ’ς σου Ηλί’ τον κάστρον.[4]
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν ’ς σο αίμαν βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς ’κ’ ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
–Μη κλαίς, μη κλαις Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
–Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ’πάρθεν.
–Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

Ο εντυπωσιακός όντως αριθμός των τραγουδιών των σχετικών με την «Άλωση», και οι συνταρακτικές περιγραφές του γεγονότος και των συνεπειών του, καταδεικνύει πως αποτέλεσε μια ιστορική τομή μεγάλης κλίμακας για τη λαϊκή συνείδηση. Ο ελληνικός λαός βίωσε την κατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς ως τη διάρρηξη της κρατικής εθνικής συνέχειας του «εθνοκεντρικού» ύστερου βυζαντιακού ελληνισμού: Η Άλωση της Πόλης δεν αποτελούσε την «έναρξη» μιας εθνογένεσης, όπως πίστεψαν πολλοί στο παρελθόν, αλλά ένα βαθύ, ανεπανόρθωτο πλήγμα σε μια ήδη εδραιωμένη εθνική συνείδηση.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, το 1921, μάλλον τον Μάρτιο, έγραψε το ποίημα «Πάρθεν», εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι και κατεξοχήν εκείνο του Πόντου, που συμβόλιζε γι’ αυτόν πιο ριζικά, πιο αυθεντικά, τον «καημό της ρωμιοσύνης». Το 1921, σε μια στιγμή που πίστεψε ίσως πως η ιστορία είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της αδικιάς:

Πάρθεν... [5]

Γιώργος Καραμπελιάς
συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής
____
Υ.Γ.: Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Γ. Καραμπελιάς, Το δημοτικό τραγούδι, αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού.
1. G. Saunier, «Οι αρχές του ιστορικού τραγουδιού και η εθνική συνείδηση», στο Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, σ. 250-253.
2. Δράκοι = ανδρείοι, αφεντία = το κράτος, εποίκαμε = εκάμαμε.
3. Saunier, «Οι αρχές του ιστορικού…», ό.π., σ. 252.
4. Σε άλλη παραλλαγή αναφέρει «στου κυρ Δαβίδ τον οίκον», δηλ. του Δαβίδ Κομνηνού, στην Τραπεζούντα.
5. Κ.Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Ποιήματα (1882-1923), φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1982, σ. 183-185.

Βιβλιογραφία

• Πρόλογος: Σοφία Ντρέκου για την Αέναη επΑνάσταση
• Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: Πάρθεν. Εγράφη Μάρτιον 1921, εν έτος προ της καταστροφής της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου. Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923
• Η συνομιλία του Κ. Καβάφη με το ποντιακό δημοτικό τραγούδι «Πάρθεν η Ρωμανία»
• Ο Καβάφης και δημοτικό τραγούδι, www.avgi.gr
• Ανάλυση του ποιήματος: Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη » https://latistor.blogspot.com
• Τα ποιήματα από www.onassis.org επίσημος δικτυακός τόπος του αρχείου Καβάφη

• Άρνολντ Τόμας Πάσο (Arnold Thomas Gottfried Passow,1829–1870) 29.12.1829, Berlin — 12.11.1870, Wiesbaden PhilologeSchulleiterÜbersetzer. Μετάφραση από τα γερμανικά: Αντώνης Οικονόμου.

Έργα
Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris:
Ναναρίσματα
Ο Ξένος (πρβ. δημοτικό άσμα «Ξενιτεμένο μου πουλί»)

Βιβλιογραφία
• Volkslieder, Liebes- und Klagelieder des neugriechischen Volkes, Hrsg. Arnold Passow, Übers. Arnold Passow, Creutz, Magdeburg 1861.
• Passow Arnold (Hrsg.), Τραγούδια ρωμαίικα = Popularia carmina Graeciae recentioris, In Aedibus B. G. Teubneri, Lipsiae 1860.
• Πολίτης Αλέξης, «Η δεύτερη ζωή των δημοτικών τραγουδιών», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, S. 233–262.

• Το ζήτημα του Πόντου: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών]
• Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google




FaceBook Σχόλια: 

Konstantinos Konstantinidis 29 Μαΐου 2016Οφείλουμε ιδιαίτερη αναγνώριση στην Σοφία Ντρέκου για όσα μας προσφέρει!!!!!

Στυλιανός Ματθαίου: Η Σοφία, είναι σαν την αέναη πηγή, με το κρυστάλλινο νερό, που δροσίζει, ξεδιψάει, ποτίζει......Να την χαιρόμαστε, σαν δώρο Θεού στη Ομάδα.......!

Σοφία Ντρέκου 28 Μαΐου 2015 στις 10:27 π.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: