εικ. Η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας, τοιχογραφία του 18ου
αιώνα στον Ορθόδοξο Ναό Σταυροπόλεως στο Βουκουρέστι
Κυριακή των Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ
(318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, 7η Κυριακή, 42 ημέρες
από του Πάσχα, είναι αφιερωμένη στην μνήμη
των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος
στην Α' Οικουμενική Σύνοδο.
Η σύνοδος είχε διάρκεια 3,5 χρόνια.
20 Μαΐου 325 μ.Χ. Λαμβάνει χώρα η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας,
Αφιέρωμα, Έρευνα Σοφία Ντρέκου
Κοντάκιο: Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα,
και των Πατέρων τα δόγματα,
τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν·
ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας,
τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας,
ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει,
τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Περιεχόμενα:
● Κυριακή των Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου
- Εισαγωγικά
- Τα ερωτήματα που ετέθησαν στην Α' Οικουμενική Σύνοδο
- Η «διδαχή» του Άρειου και η καταδίκη του
- Η Δογματική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων
- Η Συμβολή των Πατέρων και των Συνόδων ανά τους αιώνες
● Υμνολογικά
● Των αγίων Πατέρων της πρώτης στην Νίκαια Συνόδου
● Οι Κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ.
● Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325, Συγγραφή: Moutafov Emmanuel «Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
● Των αγίων Πατέρων της πρώτης στην Νίκαια Συνόδου
● Οι Κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου του 325 μ.Χ.
● Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325, Συγγραφή: Moutafov Emmanuel «Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
- Ιστορικό πλαίσιο της Συνόδου
- Η Σύνοδος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
- Τα θεολογικά της Συνόδου
- Η Έκθεσις της Νικαίας
- Καθορισμός ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα
- Ο Μέγας Αθανάσιος κατά του αρειανισμού
- Οι εκκλησιαστικές ρυθμίσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου
- Συνέπειες
● Πηγές
● Βιντεο/αφιέρωμα στην Α' Οικουμενική Σύνοδο
● Βιντεο/αφιέρωμα στην Α' Οικουμενική Σύνοδο
Κυριακή των Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318)
Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου
● Εισαγωγικά
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Χριστού και το πάθος Του, εμφανίστηκαν οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως και αργότερα οι μεγάλες Χριστολογικές αιρέσεις στην Εκκλησία, σχετικά με το πρόσωπο και την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου (την Θεία και την ανθρώπινη).
Σε αυτά λοιπόν τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν και να δογματίσουν οι Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ως φύλακες της παραδόσεως και της αλήθειας. Τα ερωτήματα αυτά που ετέθησαν αφορούσαν όχι μόνο τη Θεότητα του Θεού και Λόγου αλλά και την Ενανθρώπησή του.
Ο Άρειος επηρεάστηκε σταθερά από τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, τη φιλοσοφική αντίληψη περί απόλυτης υπερβατικότητας και περί ακινήτου του Θεού, από τις κοσμολογικές αντιλήψεις και προπαντός από την διδασκαλία του Φίλωνα περί του κτιστού Λόγου, δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Ο Άρειος με την διδασκαλία του αρνείτο ουσιαστικά τη Θεότητα του Χριστού, άρα και την σωτηρία του ανθρώπου.
Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
Για αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε με έμφαση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «φως εκ φωτός, θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», ότι δεν είναι κτίσμα και ότι υπήρχε πάντα μαζί με τον Πατέρα. Η σχέση όμως του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα, είναι και σχέση ενότητος. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο μοναδικός κατά φύσιν του Θεού Πατρός, ομοούσιος προς Αυτόν και τέλειος Θεός. Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ό,τι ο Πατήρ είναι και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα το θέσπισαν και δογμάτισαν οι 318 Άγιοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου που γιορτάζουμε σήμερα.
Δηλαδή ότι ο Χριστός είναι και τέλειος Θεός. Όχι ομοιούσιος προς τον Πατέρα όπως ισχυριζόταν ο Άρειος και εξακολουθούν πολλοί ακόμα να τον θεωρούν έτσι, αλλά ομοούσιος προς Αυτόν. Έχει την καθαυτή ουσία και την ίδια φύσι με τον Πατέρα. Έγινε όμως και άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, χωρίς να πάψει να είναι ποτέ και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, και αυτό πραγματοποιήθηκε για τη Σωτηρία μας.
Αυτή ακριβώς η αδιαίρετη και προαιώνια ενότητα του Ιησού Χριστού προς τον Θεό Πατέρα, διατυπώνεται πολλές φορές μέσα στην Καινή Διαθήκη. Όπως για παράδειγμα στα λόγια «εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν», «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα·», «τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά» και πολλά άλλα.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα αγαπητοί μου. Ποιος ήταν ο Χριστός πριν έρθει στον κόσμο και πάρει σάρκα και οστά μέσα από τα σπλάχνα της Μαρίας της Παρθένου; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος στη συνέχεια της Αρχιερατικής Του προσευχής που ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, που απαντά στον Άρειο όσον αφορά το ότι υπήρχε στιγμή που δεν ήταν: «καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.».
Βλέπουμε ότι η Συμβολή των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων στην διαφύλαξη της Αλήθεια για τη σωτηρία του Ανθρώπου υπήρξε καταλυτική. Γι’ αυτό και πολλοί αναφέρουν ότι θα μπορούσε κάλλιστα στο Πιστεύω να σταθεί η φράση «και πατερική εκκλησία».
Διότι οι Θεοφόροι Πατέρες είναι αυτοί που ως βίωμα πρώτα και ύστερα με έκφραση δογματική μας διαφυλάσσουν από την πλάνη και τον εκτροχιασμό από τον δρόμο της Σωτηρίας σαν φρουροί και προστάτες.
Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων δεν ήταν ανθρώπινες επινοήσεις για να λυθούν θέματα Θρησκευτικής νομοτέλειας όπως θα μπορούσε να πει ο καθένας, αλλά ήταν καθοδηγούμενες εν Αγίω Πνεύματι. Οι Δογματικές διδασκαλίες δεν είναι λογικές, νομικές εκφράσεις μιας κατάστασης, αλλά τα συστατικά της Αλήθειας και επιβεβαιώθηκαν βιωματικά μέσα στους αιώνες από Αγίους, ασκητές, μάρτυρες και ομολογητές.
Δυστυχώς, και ο σύγχρονος άνθρωπος εξαιτίας της άγνοιας και της εκκοσμίκευσης που διέπει το είναι του, αμφισβητεί τον Χριστό ως Θεάνθρωπο, την Αγία Τριάδα, και πολλές δογματικές διδασκαλίες που έχουν όμως σωτηριολογικό χαρακτήρα. Πολλοί ρωτούν γιατί δεν απαντά η Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία όπως βλέπουμε έχει λύσει όλα αυτά τα θέματα με την πάροδο των αιώνων.
Πολλοί ισχυρίζονται ακόμα και σήμερα ότι και οι Προτεστάντες, οι Καθολικοί και άλλες ομολογίες, μιλάνε για Χριστό οπότε θέτουν το ερώτημα ποια είναι η διαφορά και γιατί η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι Άγιοι Θεόπτες και Θεοφόροι Πατέρες απάντησαν πρωτίστως βιωματικά για τη Σωτηριολογική αλήθεια που εκφράζει η Ορθοδοξία και κατόπιν την δογμάτισαν.
Ας δεχτούμε λοιπόν αδερφοί μου, τις αποφάσεις των Αγίων Πατέρων μέσω της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ως Αγιοπνευματικές αλήθειες, ως κλειδιά Σωτηρίας που θα μας οδηγήσουν κοντά στον Λυτρωτή και προαιώνιο Θεό Ιησού Χριστό. Αλήθειες που μας τονίζουν ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι πανταχού παρών και πάντα πληρών ως Θεάνθρωπος και ομοούσιος με τον Πατέρα στην ζωή του καθενός μας και που η σχέση μας μαζί του είναι διαρκής, προσωπική αλλά και αναλογική. Μια σχέση και Αλήθεια που σε κάθε Θεία Λειτουργία γινόμαστε κοινωνοί και μέτοχοι μέσο του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Με αυτά τα κλειδιά της Αλήθειας εμείς θα ανοίξουμε την πόρτα που τόσο Εκείνος επίμονα χτυπά με την προκλητική του αγάπη. Αμήν![1]
● Των αγίων Πατέρων της πρώτης στην
Αυτό πού έχει ξεχωριστή σημασία στην Οικουμενική Σύνοδο, είναι ο τρόπος πού λειτουργεί η εκκλησία, πώς δογματίζει και πού έγκειται το αλάθητο.
Το δογματίζειν και το αλάθητο δεν είναι προνόμιο ενός πατέρα ή ενός χριστιανού, αλλά σ υ ν ο δ ι κ ή απόφαση, εκκλησιαστικό προνόμιο, της σύνολης Εκκλησίας, πού εμπνέεται και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, σύμφωνα με την αποστολική παράδοση: ἔδοξε γὰρ τῷ Αγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν.
Εμείς, θα σταθούμε στο διδακτικό παράδειγμα και το τέλος του αιρεσιάρχη και φυσιωμένου Αρείου. Προφανώς, το όνομα δεικνύει τον άνδρα και ίσως το όνομα άρειος, πού σημαίνει ο αφιερωμένος στον Άρη, ο πολεμοχαρής και φιλέρις, να ήταν επίθετο πού του αποδόθηκε και να μην διασώθηκε το ιερατικό του όνομα. Τόσο πολύ ταλαιπώρησε και αναστάτωσε την Εκκλησία για αιώνες! Ακόμα, και μετά την καταδίκη της κακοδοξίας του.
Ο Άρειος ήταν ένας άψογος ηθικά και λαοφίλητος άνθρωπος. Είχε πολλούς οπαδούς, αφοσιωμένους σε αυτόν, τέλεια δημόσια μαρτυρία και εμφάνιση, ιεροπρεπές παρουσιαστικό και μεγάλους τίτλους: πρωτοπρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Αλεξάνδρεια και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Έκανε λειτουργικές καινοτομίες και είχε ταλέντο να αρέσει στους πολλούς και να ερεθίζει την ευλάβεια, να ικανοποιεί τον λαό και να ξεσηκώνει την αγάπη τους. Έπιασε, σαν να λέμε τον παλμό της εποχής του και ήταν μορφωμένος, δραστήριος και ακτιβιστής παπάς.
Από τα πολλά τα τάλαντα και τα προνόμια εφυσιώθη, αλαζονεύτηκε, έβαλε τον εαυτό του πάνω από την Εκκλησία. Ακόμα και όταν η Εκκλησία του υπέδειξε το ορθό, αυτός αμφισβήτησε την Αποστολική Εκκλησία. Ένα αυτείδωλο αλαζονικό και ταλαίπωρο. Δίχασε τον Χριστό από την θεότητα, εκθρόνισε το ευαγγέλιο και απάνω στον θρόνο έβαλε το εγώ του. Και όπως δίχασε την Εκκλησία στο τέλος διχάστηκε και αυτός μέσα σε ένα αποχωρητήριο, πού πήγε για την ανάγκη του και ως ο Ιούδας «ελάκησε μέσος».
Ο ταπεινός άνθρωπος, το πειθήνιο τέκνο των ευαγγελικών παραγγελμάτων και αποστολικών παραδόσεων, γίνεται καταγωγιο του αγίου πνεύματος. Ο δοκών τί είναι μέσα στην Εκκλησία και παριστάνει τον διδάσκαλο και τον θεολογούντα και τον επικριτή και τον αρχηγό, πάντα μα πάντα δεν έχει καλό τέλος. Σκληρόν προς τα κέντρα λακτίζειν.
Αυτά προς συμμόρφωσιν αυτοκλήτων ιεροκηρύκων και ιεραποστόλων, πνευματικών τάχα και γεροντιδίων, κληρικών και λαϊκών, πού κάθε τρεις και λίγο πουλάνε και από μια καινοτομία, πουλώντας τον εαυτό τους, ως εκλεκτό εκκλησιαστικό προϊόν ευλαβείας και τα ξέρουν όλα!
Της κατακρίσεως τούτου ρύσαι ημάς Κύριε. Αμήν.[3]
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Χριστού και το πάθος Του, εμφανίστηκαν οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως και αργότερα οι μεγάλες Χριστολογικές αιρέσεις στην Εκκλησία, σχετικά με το πρόσωπο και την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου (την Θεία και την ανθρώπινη).
- Τα ερωτήματα που ετέθησαν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο
Σε αυτά λοιπόν τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν και να δογματίσουν οι Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ως φύλακες της παραδόσεως και της αλήθειας. Τα ερωτήματα αυτά που ετέθησαν αφορούσαν όχι μόνο τη Θεότητα του Θεού και Λόγου αλλά και την Ενανθρώπησή του.
- Η «διδαχή» του Άρειου και η καταδίκη του
- Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Πρεσβύτερο Άρειο και τον Αρειανισμό, και τα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα το Νοβοτιανό, του Παύλου Σαμοσατέα και το Μελιτιανό τα οποία ταλάνιζαν για χρόνια την εσωτερική ειρήνη της Εκκλησίας. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Υιό και Λόγο, ως ομοούσιο τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε δε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως και εξέδωσε είκοσι Ιερούς Κανόνες.
Τη Σύνοδο αποτέλεσαν 318 Άγιοι Πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ, κατά το 20ο έτος της Βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 έτη. Διακριθείσες μορφές της Συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, Ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Νικόλαος κ.α.
Αγαπητοί μου, Οι στρατιώτες έβαλαν κλήρο για τον Χιτώνα του Κυρίου ενώ ο Άρειος τον έσχισε βάζοντας σε σωτηριολογικό κίνδυνο το πλήρωμα της Εκκλησίας «Ποιος σου έσχισε το χιτώνα Σώτερ; Άρειος συ είπας» απεκήρυξαν οι Άγιοι Πατέρες. Και Πράγματι ο ασεβής Άρειος με την κακόδοξο διδασκαλία του έσχισε τον χιτώνα του Σωτήρος Χριστού, αφού η διδασκαλία του μετέβαλε το σωτηριολογικό θεμελίωμα του Ευαγγελίου της Μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας, σε ένα άγονο φιλοσοφικό σύστημα.
Δίδαξε, λοιπόν ότι ο Υιός και Λόγος (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος) δεν είναι κατά φύση και κατ’ ουσία αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από τον Θεό – Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω», οπότε υπήρχε και στιγμή που δεν ήταν. Οπότε δεν ήταν αγέννητος αλλά ένα απλό κτίσμα του Θεού.
Αγαπητοί μου, Οι στρατιώτες έβαλαν κλήρο για τον Χιτώνα του Κυρίου ενώ ο Άρειος τον έσχισε βάζοντας σε σωτηριολογικό κίνδυνο το πλήρωμα της Εκκλησίας «Ποιος σου έσχισε το χιτώνα Σώτερ; Άρειος συ είπας» απεκήρυξαν οι Άγιοι Πατέρες. Και Πράγματι ο ασεβής Άρειος με την κακόδοξο διδασκαλία του έσχισε τον χιτώνα του Σωτήρος Χριστού, αφού η διδασκαλία του μετέβαλε το σωτηριολογικό θεμελίωμα του Ευαγγελίου της Μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας, σε ένα άγονο φιλοσοφικό σύστημα.
Δίδαξε, λοιπόν ότι ο Υιός και Λόγος (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος) δεν είναι κατά φύση και κατ’ ουσία αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από τον Θεό – Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω», οπότε υπήρχε και στιγμή που δεν ήταν. Οπότε δεν ήταν αγέννητος αλλά ένα απλό κτίσμα του Θεού.
Ο Άρειος επηρεάστηκε σταθερά από τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, τη φιλοσοφική αντίληψη περί απόλυτης υπερβατικότητας και περί ακινήτου του Θεού, από τις κοσμολογικές αντιλήψεις και προπαντός από την διδασκαλία του Φίλωνα περί του κτιστού Λόγου, δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Ο Άρειος με την διδασκαλία του αρνείτο ουσιαστικά τη Θεότητα του Χριστού, άρα και την σωτηρία του ανθρώπου.
Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσαιτέ μοι φρένας.
Ξένον τὸν Υἰὸν Πατρὸς οὐσίας λέγων,
Ἄρειος, ἤτω τῆς Θεοῦ δόξης ξένος.
- Η Δογματική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων
Για αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε με έμφαση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «φως εκ φωτός, θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», ότι δεν είναι κτίσμα και ότι υπήρχε πάντα μαζί με τον Πατέρα. Η σχέση όμως του Χριστού προς τον Θεό Πατέρα, είναι και σχέση ενότητος. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο μοναδικός κατά φύσιν του Θεού Πατρός, ομοούσιος προς Αυτόν και τέλειος Θεός. Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ό,τι ο Πατήρ είναι και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα το θέσπισαν και δογμάτισαν οι 318 Άγιοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου που γιορτάζουμε σήμερα.
Δηλαδή ότι ο Χριστός είναι και τέλειος Θεός. Όχι ομοιούσιος προς τον Πατέρα όπως ισχυριζόταν ο Άρειος και εξακολουθούν πολλοί ακόμα να τον θεωρούν έτσι, αλλά ομοούσιος προς Αυτόν. Έχει την καθαυτή ουσία και την ίδια φύσι με τον Πατέρα. Έγινε όμως και άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, χωρίς να πάψει να είναι ποτέ και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, και αυτό πραγματοποιήθηκε για τη Σωτηρία μας.
Αυτή ακριβώς η αδιαίρετη και προαιώνια ενότητα του Ιησού Χριστού προς τον Θεό Πατέρα, διατυπώνεται πολλές φορές μέσα στην Καινή Διαθήκη. Όπως για παράδειγμα στα λόγια «εγώ και ο Πατήρ εν εσμεν». «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν», «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα·», «τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά» και πολλά άλλα.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα αγαπητοί μου. Ποιος ήταν ο Χριστός πριν έρθει στον κόσμο και πάρει σάρκα και οστά μέσα από τα σπλάχνα της Μαρίας της Παρθένου; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος στη συνέχεια της Αρχιερατικής Του προσευχής που ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, που απαντά στον Άρειο όσον αφορά το ότι υπήρχε στιγμή που δεν ήταν: «καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.».
Δηλαδή ο Χριστός είναι θεϊκή δόξα στον Ουρανό μαζί με τον Πατέρα, ως ομοούσιος προς αυτόν, ως τέλειος Θεός, πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος και ο πνευματικός και ο υλικός, δηλαδή τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος σε αδιάλειπτη κοινωνία-σχέση. Έχουμε την πρώτη μορφή κοινωνίας και σχέσης πριν καν δημιουργηθεί ο κόσμος.Αξίζει, αγαπητοί μου, σε αυτό το σημείο, να αναφέρουμε ότι οι όροι στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο διατυπώθηκαν στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, επιβεβαιώνοντας έτσι την φράση του Κυρίου προς τους Έλληνες «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου». Η Αρχαία Ελληνική γλώσσα ήταν η καταλληλότερη να διατυπώσει με ακρίβεια και σαφήνεια αυτούς τους δογματικούς όρους ώστε να είναι ακριβείς ως προς το περιεχόμενο και την ουσία.
Η Συμβολή των Πατέρων και των Συνόδων
στην διαφύλαξη της Αλήθειας ανά τους αιώνες
Βλέπουμε ότι η Συμβολή των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων στην διαφύλαξη της Αλήθεια για τη σωτηρία του Ανθρώπου υπήρξε καταλυτική. Γι’ αυτό και πολλοί αναφέρουν ότι θα μπορούσε κάλλιστα στο Πιστεύω να σταθεί η φράση «και πατερική εκκλησία».
Διότι οι Θεοφόροι Πατέρες είναι αυτοί που ως βίωμα πρώτα και ύστερα με έκφραση δογματική μας διαφυλάσσουν από την πλάνη και τον εκτροχιασμό από τον δρόμο της Σωτηρίας σαν φρουροί και προστάτες.
Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων δεν ήταν ανθρώπινες επινοήσεις για να λυθούν θέματα Θρησκευτικής νομοτέλειας όπως θα μπορούσε να πει ο καθένας, αλλά ήταν καθοδηγούμενες εν Αγίω Πνεύματι. Οι Δογματικές διδασκαλίες δεν είναι λογικές, νομικές εκφράσεις μιας κατάστασης, αλλά τα συστατικά της Αλήθειας και επιβεβαιώθηκαν βιωματικά μέσα στους αιώνες από Αγίους, ασκητές, μάρτυρες και ομολογητές.
Σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι κατά την Σύνοδο της Νίκαιας έλαβαν χώρα και πολλά θαύματα από τους Άγιους και θεοφόρους Πατέρες. Χαρακτηριστικά ήταν τα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Οικουμένιου και του Αγίου Αχιλλίου. Άξιο αναφοράς θεωρείται και το συμβάν μεταξύ του Αγίου Νικολάου και του Αρείου. Ο πρώτος μην μπορώντας να συγκρατήσει την αγανάκτηση του για τα όσα υποστήριζε ο Άρειος τον χαστούκισε. Ο Μ. Κωνσταντίνος τιμώρησε τον Νικόλαο με φυλάκιση. Αλλά στη φυλακή συντελέστηκε ακόμα ένα θαύμα δείχνοντας την αγιότητα του Νικολάου και την πλάνη του Αρείου.
Δυστυχώς, και ο σύγχρονος άνθρωπος εξαιτίας της άγνοιας και της εκκοσμίκευσης που διέπει το είναι του, αμφισβητεί τον Χριστό ως Θεάνθρωπο, την Αγία Τριάδα, και πολλές δογματικές διδασκαλίες που έχουν όμως σωτηριολογικό χαρακτήρα. Πολλοί ρωτούν γιατί δεν απαντά η Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία όπως βλέπουμε έχει λύσει όλα αυτά τα θέματα με την πάροδο των αιώνων.
Πολλοί ισχυρίζονται ακόμα και σήμερα ότι και οι Προτεστάντες, οι Καθολικοί και άλλες ομολογίες, μιλάνε για Χριστό οπότε θέτουν το ερώτημα ποια είναι η διαφορά και γιατί η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι Άγιοι Θεόπτες και Θεοφόροι Πατέρες απάντησαν πρωτίστως βιωματικά για τη Σωτηριολογική αλήθεια που εκφράζει η Ορθοδοξία και κατόπιν την δογμάτισαν.
Ας δεχτούμε λοιπόν αδερφοί μου, τις αποφάσεις των Αγίων Πατέρων μέσω της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ως Αγιοπνευματικές αλήθειες, ως κλειδιά Σωτηρίας που θα μας οδηγήσουν κοντά στον Λυτρωτή και προαιώνιο Θεό Ιησού Χριστό. Αλήθειες που μας τονίζουν ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι πανταχού παρών και πάντα πληρών ως Θεάνθρωπος και ομοούσιος με τον Πατέρα στην ζωή του καθενός μας και που η σχέση μας μαζί του είναι διαρκής, προσωπική αλλά και αναλογική. Μια σχέση και Αλήθεια που σε κάθε Θεία Λειτουργία γινόμαστε κοινωνοί και μέτοχοι μέσο του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Με αυτά τα κλειδιά της Αλήθειας εμείς θα ανοίξουμε την πόρτα που τόσο Εκείνος επίμονα χτυπά με την προκλητική του αγάπη. Αμήν![1]
● Των αγίων Πατέρων της πρώτης στην
Νίκαια Συνόδου Η Εκκλησία εορτάζοντας...
πρώτον την θείαν οικονομία της σαρκώσεως, των παθών, της ανάστασης και κυρίως την εις ουρανόν Ανάληψη και την εκ δεξιών καθέδρα του Υιού και Λόγου του Θεού, όρισε την Κυριακή μετά την Ανάληψη να τιμάμε τους 318 θεοφόρους Πατέρες της Οικουμενικής Συνόδου της εν Νικαία.
πρώτον την θείαν οικονομία της σαρκώσεως, των παθών, της ανάστασης και κυρίως την εις ουρανόν Ανάληψη και την εκ δεξιών καθέδρα του Υιού και Λόγου του Θεού, όρισε την Κυριακή μετά την Ανάληψη να τιμάμε τους 318 θεοφόρους Πατέρες της Οικουμενικής Συνόδου της εν Νικαία.
Δεύτερος λόγος, είναι πώς η αγία Σύνοδος έλαβε χώρα, χρονικά μέσα στον Μάιο και σε αυτήν παρίστατο ο μέγας Κων/νος. Τρίτος, διά την θεσμοθέτηση της πασχάλιας εορτής από την Σύνοδο.
Η οικουμενική Σύνοδος, η πρώτη εν Νικαία, εδογμάτισε ομοούσιον τω Πατρί, τον Υιόν και Λόγον του Θεού,δηλαδή αληθινό Θεό, γεννηθέντα όχι εν χρόνω, αλλά αϊδίως και αντιμετώπισε έτσι την κακοδοξία του πρεσβυτέρου Αρείου, πού ήθελε τον Λόγο, κτίσμα και γεννημένο εν χρόνω, έναν ψιλό και τέλεια ηθικό και άγιο άνθρωπο.
Η οικουμενική Σύνοδος, η πρώτη εν Νικαία, εδογμάτισε ομοούσιον τω Πατρί, τον Υιόν και Λόγον του Θεού,δηλαδή αληθινό Θεό, γεννηθέντα όχι εν χρόνω, αλλά αϊδίως και αντιμετώπισε έτσι την κακοδοξία του πρεσβυτέρου Αρείου, πού ήθελε τον Λόγο, κτίσμα και γεννημένο εν χρόνω, έναν ψιλό και τέλεια ηθικό και άγιο άνθρωπο.
Η αγία σύνοδος επίσης όρισε να εορτάζεται το Πάσχα, την πρώτη Κυριακή της Άνοιξης, δηλαδή λαμβάνοντας υπ όψιν και το ηλιακό και το σεληνιακό ημερολόγιο, την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, παύοντας έτσι τις πασχάλιες έριδες και φέροντας ειρήνη στην Εκκλησία.
Εξέδωσε κανόνες και ιδιαίτερα αντιμετώπισε το πρόβλημα αποδοχής των πεπτωκότων, των χριστιανών δηλαδή πού κατά τους διωγμούς, αρνήθηκαν τον Χριστό.
Σε αυτήν διακρίθηκαν ο άγιος Μητροφάνης, ο διάκονος άγιος Αθανάσιος, ο άγιος Όσιος Κόρδοβας και οι απλοί αλλά θεωμένοι επίσκοποι Νικόλαος και Σπυρίδων.
Εξέδωσε κανόνες και ιδιαίτερα αντιμετώπισε το πρόβλημα αποδοχής των πεπτωκότων, των χριστιανών δηλαδή πού κατά τους διωγμούς, αρνήθηκαν τον Χριστό.
Σε αυτήν διακρίθηκαν ο άγιος Μητροφάνης, ο διάκονος άγιος Αθανάσιος, ο άγιος Όσιος Κόρδοβας και οι απλοί αλλά θεωμένοι επίσκοποι Νικόλαος και Σπυρίδων.
Αυτό πού έχει ξεχωριστή σημασία στην Οικουμενική Σύνοδο, είναι ο τρόπος πού λειτουργεί η εκκλησία, πώς δογματίζει και πού έγκειται το αλάθητο.
Το δογματίζειν και το αλάθητο δεν είναι προνόμιο ενός πατέρα ή ενός χριστιανού, αλλά σ υ ν ο δ ι κ ή απόφαση, εκκλησιαστικό προνόμιο, της σύνολης Εκκλησίας, πού εμπνέεται και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, σύμφωνα με την αποστολική παράδοση: ἔδοξε γὰρ τῷ Αγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν.
Εμείς, θα σταθούμε στο διδακτικό παράδειγμα και το τέλος του αιρεσιάρχη και φυσιωμένου Αρείου. Προφανώς, το όνομα δεικνύει τον άνδρα και ίσως το όνομα άρειος, πού σημαίνει ο αφιερωμένος στον Άρη, ο πολεμοχαρής και φιλέρις, να ήταν επίθετο πού του αποδόθηκε και να μην διασώθηκε το ιερατικό του όνομα. Τόσο πολύ ταλαιπώρησε και αναστάτωσε την Εκκλησία για αιώνες! Ακόμα, και μετά την καταδίκη της κακοδοξίας του.
Ο Άρειος ήταν ένας άψογος ηθικά και λαοφίλητος άνθρωπος. Είχε πολλούς οπαδούς, αφοσιωμένους σε αυτόν, τέλεια δημόσια μαρτυρία και εμφάνιση, ιεροπρεπές παρουσιαστικό και μεγάλους τίτλους: πρωτοπρεσβύτερος της Εκκλησίας στην Αλεξάνδρεια και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Έκανε λειτουργικές καινοτομίες και είχε ταλέντο να αρέσει στους πολλούς και να ερεθίζει την ευλάβεια, να ικανοποιεί τον λαό και να ξεσηκώνει την αγάπη τους. Έπιασε, σαν να λέμε τον παλμό της εποχής του και ήταν μορφωμένος, δραστήριος και ακτιβιστής παπάς.
Από τα πολλά τα τάλαντα και τα προνόμια εφυσιώθη, αλαζονεύτηκε, έβαλε τον εαυτό του πάνω από την Εκκλησία. Ακόμα και όταν η Εκκλησία του υπέδειξε το ορθό, αυτός αμφισβήτησε την Αποστολική Εκκλησία. Ένα αυτείδωλο αλαζονικό και ταλαίπωρο. Δίχασε τον Χριστό από την θεότητα, εκθρόνισε το ευαγγέλιο και απάνω στον θρόνο έβαλε το εγώ του. Και όπως δίχασε την Εκκλησία στο τέλος διχάστηκε και αυτός μέσα σε ένα αποχωρητήριο, πού πήγε για την ανάγκη του και ως ο Ιούδας «ελάκησε μέσος».
- Οι πατέρες τον ονόμασαν πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Τρείς ονομάστηκαν έτσι: Ο Σίμων ο Μάγος, ο Άρειος και ο Λέων ο Εικονομάχος. Τρείς άνθρωποι πού έβαλαν τον εαυτό τους πάνω από την Εκκλησία και οι τρείς αποψίλωσαν τον Χριστό από την Θεότητα ή από την Ανθρωπότητα Του. Τυχαίο;
Ο ταπεινός άνθρωπος, το πειθήνιο τέκνο των ευαγγελικών παραγγελμάτων και αποστολικών παραδόσεων, γίνεται καταγωγιο του αγίου πνεύματος. Ο δοκών τί είναι μέσα στην Εκκλησία και παριστάνει τον διδάσκαλο και τον θεολογούντα και τον επικριτή και τον αρχηγό, πάντα μα πάντα δεν έχει καλό τέλος. Σκληρόν προς τα κέντρα λακτίζειν.
Αυτά προς συμμόρφωσιν αυτοκλήτων ιεροκηρύκων και ιεραποστόλων, πνευματικών τάχα και γεροντιδίων, κληρικών και λαϊκών, πού κάθε τρεις και λίγο πουλάνε και από μια καινοτομία, πουλώντας τον εαυτό τους, ως εκλεκτό εκκλησιαστικό προϊόν ευλαβείας και τα ξέρουν όλα!
Της κατακρίσεως τούτου ρύσαι ημάς Κύριε. Αμήν.[3]
● Οι Κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Απεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου - Άγιον Όρος, Μεγίστη Λαύρα
Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
Κανών Α': Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β': Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ': Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ' - Ε': Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ': Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ': Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η': Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ': Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι': Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ' - ΙΒ': Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ': Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ': Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ' - ΙΣΤ': Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ': Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ': Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ': Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.
Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων.
Κανὼν B'
Ἐπειδὴ πολλά, ἤτοι ὑπὸ ἀνάγκης, ἢ ἄλλως ἐπειγομένων τῶν ἀνθρώπων, ἐγένετο παρὰ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, ὥστε ἀνθρώπους ἀπὸ ἐθνικοῦ βίου ἄρτι προσελθόντας τῇ πίστει, καὶ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κατηχηθέντας, εὐθὺς ἐπὶ τὸ πνευματικὸν λουτρὸν ἄγειν, καὶ ἅμα τῷ βαπτισθῆναι προάγειν εἰς ἐπισκοπήν, ἢ εἰς πρεσβυτέριον, καλῶς ἔδοξεν ἔχειν, τοῦ λοιποῦ μηδὲν τοιοῦτο γίνεσθαι· καὶ γὰρ καὶ χρόνου δεῖ τῷ κατηχουμένω, καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφὲς γὰρ τὸ ἀποστολικὸν γράμμα, τὸ λέγον· Μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ, καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου. Εἰ δέ, προϊόντος τοῦ χρόνου, ψυχικόν τι ἁμάρτημα εὑρεθείη περὶ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐλέγχοιτο ὑπὸ δύο, ἢ τριῶν μαρτύρων, πεπαύσθω ὁ τοιοῦτος τοῦ κλήρου. Ὁ δὲ παρὰ ταῦτα ποιῶν, ὡς ὑπεναντία τῇ μεγάλῃ συνόδῳ θρασυνόμενος, αὐτὸς κινδυνεύσει περὶ τὸν κλῆρον.
Κανὼν Γ'
Ἀπηγόρευσε καθόλου ἡ μεγάλη σύνοδος, μήτε ἐπισκόπῳ, μήτε πρεσβυτέρῳ, μήτε διακόνῳ, μήτε ὅλως τινὶ τῶν ἐν κλήρῳ, ἐξεῖναι συνείσακτον ἔχειν, πλὴν εἰ μὴ ἄρα μητέρα, ἢ ἀδελφήν, ἢ θείαν, ἢ ἃ μόνα πρόσωπα πᾶσαν ὑποψίαν διαπέφευγεν.
Κανὼν Δ'
Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γενομένων δίδοσθαι καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ.
Κανὼν Ε'
Περὶ τῶν ἀκοινωνήτων γενομένων, εἴτε τῶν ἐν κλήρῳ, εἴτε τῶν ἐν λαϊκῷ τάγματι, ὑπὸ τῶν καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, κρατείτω ἡ γνώμη, κατὰ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα, τοὺς ὑφ᾿ ἑτέρων ἀποβληθέντας ὑφ᾿ ἑτέρων μὴ προσίεσθαι. Ἐξεταζέσθω δέ, μὴ μικροψυχία, ἢ φιλονεικία, ἤ τινι τοιαύτῃ ἀηδίᾳ τοῦ ἐπισκόπου, ἀποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ἵνα οὖν τοῦτο τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν λαμβάνοι, καλῶς ἔχειν ἔδοξεν, ἑκάστου ἐνιαυτοῦ, καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν δὶς τοῦ ἔτους συνόδους γίνεσθαι· ἵνα κοινῇ πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένων, τὰ τοιαῦτα ζητήματα ἐξετάζηται, καὶ οὕτως οἱ ὁμολογουμένως προσκεκρουκότες τῷ ἐπισκόπῳ, κατὰ λόγον ἀκοινώνητοι παρὰ πᾶσιν εἶναι δόξωσι, μέχρις ἂν τῷ κοινῷ τῶν ἐπισκόπων δόξῃ τὴν φιλανθρωποτέραν ὑπὲρ αὐτῶν ἐκθέσαι ψῆφον. Αἱ δὲ σύνοδοι γινεσθωοαν, μία μὲν πρὸ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἵνα πάσης μικροψυχίας ἀναιρουμένης, τὸ δῶρον καθαρὸν προσφέρηται τῷ Θεῷ· δευτέρα δέ, περὶ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρόν.
Κανὼν ΣΤ'
Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν· ἐπειδὴ καὶ τῷ ἐν Ῥώμῃ ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστιν. Ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις, τὰ πρεσβεῖα σῴζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις. Καθόλου δὲ πρόδηλον ἐκεῖνο· ὅτι, εἴ τις χωρὶς γνώμης τοῦ μητροπολίτου γένοιτο ἐπίσκοπος, τὸν τοιοῦτον ἡ μεγάλη σύνοδος ὥρισε μὴ δεῖν εἶναι ἐπίσκοπον. Ἐὰν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καὶ κατὰ κανόνα ἐκκλησιαστικόν, δύο, ἢ τρεῖς δι᾿ οἰκείαν φιλονεικίαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος.
Κανὼν Ζ'
Ἐπειδὴ συνήθεια κεκράτηκε, καὶ παράδοσις ἀρχαία, ὥστε τὸν ἐν Αἰλίᾳ ἐπίσκοπον τιμᾶσθαι, ἐχέτω τὴν ἀκολουθίαν τῆς τιμῆς· τῇ μητροπόλει σῳζομένου τοῦ οἰκείου ἀξιώματος.
Κανὼν Η'
Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι· τοὐτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοῖς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφ᾿ ὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται· ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοῖς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἔνθα μὲν οὖν πάντες, εἴτε ἐν κώμαις, εἴτε ἐν πόλεσιν, αὐτοὶ μόνοι εὑρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ κλήρῳ, ἔσονται ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι. Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίῃ τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν.
Κανὼν Θ'
Εἴ τινες ἀνεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ἀνακρινόμενοι ὡμολόγησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῖς, καὶ, ὁμολογησάντων αὐτῶν, παρὰ κανόνα κινούμενοι οἱ ἄνθρωποι τοῖς τοιούτοις χεῖρα ἐπιτεθείκασι, τούτους ὁ Κανὼν οὐ προσίεται· τὸ γὰρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία.
Κανὼν Ι´
Ὅσοι προεχειρίσθησαν τῶν παραπεπτωκότων, κατ᾿ ἄγνοιαν, ἢ καὶ προειδότων τῶν προχειρισαμένων, τοῦτο οὐ προκρίνει τῷ κανόνι τῷ ἐκκλησιαστικῷ· γνωσθέντες γάρ, καθαιροῦνται.
Κανὼν ΙΑ'
Περὶ τῶν παραβάντων χωρὶς ἀνάγκης, ἢ χωρὶς ἀφαιρέσεως ὑπαρχόντων, ἢ χωρὶς κινδύνου, ἤ τινος τοιούτου, ὅ γέγονεν ἐπὶ τῆς τυραννίδος Λικινίου, ἔδοξε τῇ συνόδῳ εἰ καὶ ἀνάξιοι ἦσαν φιλανθρωπίας, ὅμως χρηστεύσασθαι εἰς αὐτούς. Ὅσοι οὖν γνησίως μεταμέλονται, τρία ἔτη ἐν ἀκροωμένοις ποιήσουσιν, ὡς πιστοί, καὶ ἑπτὰ ἔτη ὑποπεσοῦνται· δύω δὲ ἔτη χωρὶς προσφορᾶς κοινωνήσουσι τῷ λαῷ τῶν προσευχῶν.
Κανὼν ΙΒ'
Οἱ δὲ προσκληθέντες μὲν ὑπὸ τῆς χάριτος, καὶ τὴν πρώτην ὁρμὴν ἐνδειξάμενοι, καὶ ἀποθέμενοι τὰς ζώνας, μετὰ δὲ ταῦτα ἐπὶ τὸν οἰκεῖον ἔμετον ἀναδραμόντες, ὡς κύνες, ὡς τινάς καὶ ἀργύρια προέσθαι, καὶ βενεφικίοις κατορθῶσαι τὸ ἀναστρατεύσασθαι· οὗτοι δέκα ἔτη ὑποπιπτέτωσαν, μετὰ τὸν τῆς τριετοῦς ἀκροάσεως χρόνον. Ἐφ᾿ ἅπασι δὲ τούτοις, προσήκει ἐξετάζειν τὴν προαίρεσιν καὶ τὸ εἶδος τῆς μετανοίας. Ὅσοι μὲν γὰρ φόβῳ, καὶ δάκρυσι, καὶ ὑπομονῇ, καὶ ἀγαθοεργίαις, τὴν ἐπιοτροφὴν ἔργῳ, καὶ οὐ σχήματι, ἐπιδείκνυνται, οὗτοι πληρώσαντες τὸν χρόνον τὸν ὡρισμένον τῆς ἀκροάσεως, εἰκότως τῶν εὐχῶν κοινωνήσουσι, μετὰ τοῦ ἐξεῖναι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ φιλανθρωπότερόν τι περὶ αὐτῶν βουλεύσασθαι. Ὅσοι δὲ ἀδιαφόρως ἤνεγκαν, καὶ τὸ σχῆμα τοῦ εἰσιέναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀρκεῖν ἑαυτοῖς ἡγήσαντο πρὸς τὴν ἐπιστροφήν, ἐξ ἅπαντος πληρούτωσαν τὸν χρόνον.
Κανὼν ΙΓ'
Περὶ δὲ τῶν ἐξοδευόντων, ὁ παλαιὸς καὶ κανονικὸς νόμος φυλαχθήσεται καὶ νῦν, ὥστε, εἴ τις ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καὶ ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μὴ ἀποστερεῖσθαι. Εἰ δὲ ἀπογνωσθείς, καὶ κοινωνίας τυχών, πάλιν ἐν τοῖς ζῶσιν ἐξετασθῇ, μετὰ τῶν κοινωνούντων τῆς εὐχῆς μόνης ἔστω. Καθόλου δέ, καὶ περὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος τοῦ μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ ἐπίσκοπος μετὰ δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς.
Κανὼν ΙΔ'
Περὶ τῶν κατηχουμένων, καὶ παραπεσόντων, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε, τριῶν ἐτῶν αὐτοὺς ἀκροωμένους μόνον, μετὰ ταῦτα εὔχεσθαι μετὰ τῶν κατηχουμένων.
Κανὼν ΙΕ'
Διὰ τὸν πολὺν τάραχον, καὶ τὰς στάσεις τὰς γινομένας, ἔδοξε παντάπασι περιαιρεθῆναι τὴν συνήθειαν, τὴν παρὰ τὸν ἀποοτολικὸν κανόνα εὑρεθεῖσαν ἔν τισι μέρεσιν, ὥστε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν μὴ μεταβαίνειν, μήτε ἐπίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Εἰ δέ τις, μετὰ τὸν τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου ὅρόν, τοιούτῳ τινὶ ἐπιχειρήσειεν, ἢ ἐπιδοίη ἑαυτὸν πράγματι τοιούτῳ, ἀκυρωθήσεται ἐξ ἅπαντος τὸ κατασκεύασμα, καὶ ἀποκατασταθήσεται τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ ὁ ἐπίσκοπος, ἢ ὁ πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη.
Κανὼν ΙΣΤ'
Ὅσοι ῥιψοκινδύνως, μήτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες, μήτε τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα εἰδότες, ἀναχωρήσωσι τῆς ἰδίας ἐκκλησίας, πρεσβύτεροι, ἢ διάκονοι, ἢ ὅλως ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, οὗτοι οὐδαμῶς δεκτοὶ ὀφείλουσιν εἶναι ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῖς ἀνάγκην ἐπάγεσθαι χρή, ἀναστρέφειν εἰς τὰς ἑαυτῶν παροικίας· ἤ, ἐπιμένοντας, ἀκοινωνήτους εἶναι προσήκει. Εἰ δὲ καὶ τολμήσειέ τις ὑφαρπάσαι τὸν τῷ ἑτέρῳ διαφέροντα, καὶ χειροτονῆσαι ἐν τῇ αὑτοῦ ἐκκλησίᾳ, μὴ συγκατατιθεμένου τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, οὗ ἀνεχώρησεν ὁ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενος, ἄκυρος ἔστω ἡ χειροτονία.
Κανὼν ΙΖ'
Ἐπειδὴ πολλοὶ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, τὴν πλεοναξίαν, καὶ τὴν αἰσχροκέρδειαν διώκοντες, ἐπελάθοντο τοῦ θείου γράμματος λέγοντος· Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ· καὶ δανείζοντες, ἑκατοστὰς ἀπαιτοῦσιν· ἐδικαίωσεν ἡ ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος, ὡς εἴ τις εὑρεθείη μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τόκους λαμβάνων, ἐκ μεταχειρίσεως, ἢ ἄλλως μετερχόμενος τὸ πρᾶγμα, ἢ ἡμιολίας ἀπαιτῶν, ἢ ὅλως ἕτερόν τι ἐπινοῶν αἰσχροῦ κέρδους ἔνεκα, καθαιρεθήσεται τοῦ κλήρου, καὶ ἀλλότριος τοῦ κανόνος ἔσται.
Κανὼν ΙΗ'
Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον, ὅτι ἔν τισι τόποις καὶ πόλεσι, τοῖς πρεσβυτέροις τὴν εὐχαριστίαν οἱ διάκονοι διδόασιν· ὅπερ οὔτε ὁ κανών, οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε, τοὺς ἐξουσίαν μὴ ἔχοντας προσφέρειν, τοῖς προσφέρουσι διδόναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κἀκεῖνο δὲ ἐγνωρίσθη, ὅτι ἤδη τινὲς τῶν διακόνων καὶ πρὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς εὐχαριστίας ἅπτονται. Ταῦτα οὖν πάντα περιῃρείσθω, καὶ ἐμμενέτωσαν οἱ διάκονοι τοῖς ἰδίοις μέτροις, εἰδότες, ὅτι, τοῦ μὲν ἐπισκόπου ὑπηρέται εἰσί, τῶν δὲ πρεσβυτέρων ἐλάττους. Λαμβανέτωσαν δὲ κατὰ τὴν τάξιν τὴν εὐχαριστίαν μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἢ τοῦ ἐπισκόπου μεταδιδόντος αὐτοῖς, ἢ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἀλλὰ μηδὲ καθῆσθαι ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἐξέστω τοῖς διακόνοις· παρὰ κανόνα γάρ, καὶ παρὰ τάξιν ἐστὶ τὸ γινόμενον. Εἰ δέ τις μὴ θέλοι πειθαρχεῖν καὶ μετὰ τούτους τοὺς ὅρους, πεπαύσθω τῆς διακονίας.
Κανὼν ΙΘ'
Περὶ τῶν παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εἰ δέ τινες τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, ἐν τῷ κλήρῳ ἐξητάσθησαν, εἰ μὲν ἄμεμπτοι καὶ ἀνεπίληπτοι φανεῖεν ἀναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν ὑπὸ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου. Εἰ δὲ ἡ ἀνάκρισις ἀνεπιτηδείους αὐτοὺς εὑρίσκοι, καθαιρεῖσθαι αὐτοὺς προσήκει. Ὡσαύτως δὲ καὶ περὶ τῶν διακονισσῶν, καὶ ὅλως περὶ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζομένων, ὁ αὐτὸς τύπος παραφυλαχθήσεται. Ἐμνήσθημεν δὲ τῶν διακονισσῶν τῶν ἐν τῷ σχήματι ἐξετασθεισῶν, ἐπεὶ μηδὲ χειροθεσίαν τινὰ ἔχουσιν, ὥστε ἐξάπαντος ἐν τοῖς λαϊκοῖς αὐτὰς ἐξετάζεσθαι.
Κανὼν Κ'
Ἐπειδή τινές εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες, καὶ ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις· ὑπὲρ τοῦ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ ὁμοίως παραφυλάττεσθαι, ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ.[3]
Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν με κάθε επισημότητα το Μάιο του 3258 στα ανάκτορα της Νίκαιας. Παρόλο που ο αυτοκράτορας ήταν αβάπτιστος και τότε ήταν ακόμα κατηχούμενος, ο ίδιος κήρυξε την έναρξη της Συνόδου και προήδρευε στις συνεδριάσεις της. Η έναρξη οργανώθηκε έτσι ώστε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος με τονισμό της υπόστασης του ηγεμόνα ως pontifex maximus του ρωμαϊκού κράτους. Όταν μαζεύτηκαν όλοι και δόθηκε το σύνθημα, οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος «οἵα Θεοῦ ἄγγελος, λαμπράν μεν ὣσπερ φωτός μαρμαρυγαῖς ἐξαστραπῶν περιβολήν, ἀλουργίδος πυρωποῖς καταλαμπόμενος ἀκτῖσι, χρυσοῦ τε καί λίθων πολυτελῶν διαυγέσι φέγγεσι κοσμούμενος».
9 Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος αποκρυστάλλωσε την ιερατική εικόνα του ηγεμόνα για ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή,10 τονίζοντας τον καισαροπαπισμό του κρατικού συστήματος κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολή. Υποβάλλοντας όμως στους επισκόπους την ιδέα για το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος θέλησε να επιδείξει στο κοινό και τη χριστιανική ταπεινότητα, που τυπικά τη θεωρούσε απαραίτητο χαρακτηριστικό του ηγεμόνα. Έτσι αρνήθηκε το κάθισμα που του πρότειναν, περιμένοντας ευλαβικά να πάρουν θέση πρώτα οι ιερείς, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων προσπαθούσε συνέχεια να δημιουργεί κλίμα εγκαρδιότητας, εκφράζοντας με σπασμένα ελληνικά τη γνώμη του πάνω σε κάθε θέμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου.11
Ο Κωνσταντίνος έδωσε αμέσως εντολή να καούν τα αλληλοσυκοφαντικά υπομνήματα που του είχαν υποβάλει οι επίσκοποι, χωρίς καν να τα μελετήσει. Τον εναρκτήριο λόγο του εκφώνησε στα λατινικά και τόνισε το θέμα της ειρήνης και της ομόνοιας. Δεν τον ενδιέφερε πολύ το είδος της λύσης που θα δινόταν στα θεολογικά προβλήματα και ο σκοπός του επιτεύχθηκε πλήρως. Η Σύνοδος τελικά συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως12 με τον κρίσιμο χαρακτηρισμό του Υιού ως «ὁμοουσίου» με τον Πατέρα, καθώς και 20 κανόνες που καθόριζαν θέματα θρησκευτικής προτεραιότητας και συμπεριφοράς. Επίσης ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα. Αποφασίστηκε επίσης, σχεδόν ομόφωνα, να εξοριστεί ο Άρειος από την Αίγυπτο13 – ενώ στην εξορία και την ταπείνωση τον ακολούθησαν οι οπαδοί του Ευσέβιος Νικομηδείας και Θέογνις Νικαίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ακριβής γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις, επειδή τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν διασωθεί.14 Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίνος με τον ενεργό και αποφασιστικό ρόλο του σε όλη τη διαδικασία θεμελίωσε την αρχή της ανάμειξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά. Ο χριστιανισμός από κίνημα που αντιμετωπιζόταν με αρνητισμό έγινε πλέον επισήμως δεκτός και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στην αυτοκρατορία. Οι ανώτεροι εκπρόσωποί του, μαζί με τους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους, αποτέλεσαν στο εξής την άρχουσα τάξη. Από την άλλη πλευρά το καλοκαίρι του 325 γιορτάστηκε και η εικοσαετία της βασιλείας του Κωνσταντίνου με χριστιανικό τελετουργικό και κάθε μεγαλοπρέπεια. Επίσημο λόγο στον εορτασμό εκφώνησε ο Ευσέβιος Καισαρείας, που κατεξοχήν προσωποποιεί τη θριαμβευτική είσοδο της Εκκλησίας και των διανοουμένων στο ανακτορικό περιβάλλον, καθώς και τον νέο, πολιτικό χαρακτήρα που αποκτά η χριστιανική διδασκαλία.
3. Τα θεολογικά της Συνόδου
3.1. Η Έκθεσις της Νικαίας
Στη Σύνοδο της Νικαίας εκπροσωπήθηκαν οι ακόλουθοι εκκλησιαστικοί κύκλοι:15 α) Οι αρειανοί και οι προσκείμενοι σε αυτούς,16 β) Ο Ευσέβιος, επίσκοπος της Καισαρείας της Παλαιστίνης, ιστορικός της Εκκλησίας, μετριοπαθής αρειανός και οπαδός των συμβιβαστικών λύσεων, γ) Οι κύκλοι της Νικαίας που συνέταξαν τελικά την περίφημη Έκθεση, η οποία επικράτησε στη μετέπειτα θεολογία.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες της Συνόδου πηγές, ο αριθμός των επισκόπων που υπέγραψαν την Έκθεση κυμαίνεται μεταξύ 250 και 300. Κατά την παράδοση του τέλους του 4ου αιώνα έγινε αποδεκτός ο αριθμός 318 (τ' ιη' στα ελληνικά), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι πλαστός και έχει συμβολική σημασία. Το τ' ιη' συμβολίζει τη Σταύρωση του Χριστού, επειδή εικαστικά το Τ' έχει τη μορφή αρχαίου σταυρού και τα γράμματα ιη παρουσιάζονται ως συντομογραφία του ονόματος του Ιησού. Πάντως η Έκθεσις της Νικαίας αποτελεί την πρώτη προσπάθεια της χριστιανικής Εκκλησίας να κωδικοποιήσει βασικά σημεία της διδασκαλίας της σε ένα Δόγμα, αλλά και σημαντικό μνημείο στην ιστορία των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας.
Η πρώτη διατύπωση των άρθρων της Εκθέσεως υπέστη διάφορες τροποποιήσεις και ονομάστηκε «Σύμβολο της Πίστεως» το 451 από τη Δ' Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Δικαίωμα ψήφου στις συνόδους είχαν μόνο οι επίσκοποι. Πάντα όμως ήταν κυρίαρχη η θέληση του αυτοκράτορα στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και αυτό φαίνεται στο γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε την προσθήκη του όρου «ομοούσιος» χωρίς κανείς από τους παριστάμενους επισκόπους να τολμήσει να υποβάλει αντίρρηση. Εμπνευστής της προσθήκης στο κείμενο του όρου «ομοούσιος» για τον Υιό του Θεού, και της έμφασης στην έννοια της ουσίας, υπήρξε ο Ισπανός επίσκοπος Όσιος. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως επιρροή της θεολογίας της Δύσης, με την τάση της για σαφώς διατυπωμένους ορισμούς, καθώς αρκετοί από τους ιεράρχες της Ανατολής δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σκοπιμότητα και τις οντολογικές διαστάσεις του όρου αυτού. Μια άλλη ομάδα ωστόσο, και μεταξύ αυτών ο Μέγας Αθανάσιος, ασπάσθηκαν και υποστήριξαν με σθένος την τροποποιημένη με τον όρο «ομοούσιος» Έκθεση.
Μετά τη σύνταξη της Εκθέσεως όσοι επίσκοποι αρνήθηκαν να την υπογράψουν καταδικάστηκαν μαζί με τον Άρειο σε εξορία και τα συγγράμματα των οπαδών του αρειανισμού ρίχθηκαν στη φωτιά.
3.2. Καθορισμός ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα
Προς το 325 ήδη υπήρχε μακροχρόνια σύγχυση γύρω από την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα.17 Μερικοί ήθελαν να γιορτάζουν το Πάσχα πάντα την Κυριακή και άλλοι ακολουθούσαν την εβραϊκή παράδοση. Το εβραϊκό Πάσχα18ήταν μία ακίνητη γιορτή τη 14η του μηνός Νισάν, ημέρα που πάντοτε συνέπιπτε με πανσέληνο.19 Για το λόγο αυτό ο Νισάν άρχιζε με την πλησιέστερη προς την εαρινή ισημερία νέα Σελήνη και ήταν αδύνατον να είναι πάντοτε την Κυριακή, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τους χριστιανούς που γιόρταζαν την Ανάσταση. Σε αυτές τις ασυμφωνίες, με την πάροδο του χρόνου, προστέθηκαν και άλλες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Σύνοδος της Νικαίας όρισαν τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που συμπίπτει ή ακολουθεί την εαρινή ισημερία, αλλά το χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει να συμπίπτει με την εβραϊκή γιορτή και πρέπει να εορτάζεται την ίδια ημέρα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο.20
4. Ο Μέγας Αθανάσιος κατά του αρειανισμού
Σπουδαίο ρόλο στην επίλυση των θεολογικών και των δογματικών ζητημάτων διαδραμάτισε ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας ως διάκονος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου και λόγω της ιδιότητάς του δεν εξελέγη μέλος των συνεδριάσεων.21 Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (328) ο Αθανάσιος αναδείχθηκε επίσκοπος (Πατριάρχης) Αλεξανδρείας και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το θάνατό του (373). Τα συγγράμματα του Αθανασίου αποτελούν σημαντικότατη πηγή για τη διδασκαλία των αρειανών. Από τα έργα του επισκόπου της Αλεξανδρείας είναι γνωστό ότι μαζί με τον Άρειο στη Νίκαια ήλθαν και μερικοί από τους σπουδαιότερους οπαδούς του, όπως ο σοφιστής Αστέριος, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο Ευδόξιος, ο Αέτιος και ο επίσκοπος Κυζίκου Ευνόμιος.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της διδασκαλίας του Αρείου στιγματίζονται και αναθεματίζονται στο τέλος της Εκθέσεως του 325.22 Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, ο Θεός είναι «αΐδιος», «άναρχος» και «αγέννητος», ενώ ο Χριστός είναι «γεννητός», «κτίσμα», «ποίημα» ή με άλλα λόγια ο Υιός είναι κατασκεύασμα του Πατέρα. Έτσι ο Ιησούς φαίνεται υποδεέστερος σε σύγκριση με το Θεό, ο οποίος δεν ήταν πάντα «Πατήρ», γιατί έλαβε την ιδιότητα αυτή όταν θέλησε να δημιουργήσει τον κόσμο. Τότε οι απρόσωπες και αρχέγονες δυνάμεις, η Σοφία και ο Λόγος, έλαβαν μορφή για να γίνουν όργανα της κτίσεως του κόσμου. Δηλαδή η Σοφία και ο Λόγος προσωποποιήθηκαν με το όνομα του Υιού. Έτσι για τους αρειανούς η δημιουργία συμπίπτει με τη δημιουργία του Χριστού (Υιού-Λόγου). Μέχρι τότε ο Ιησούς ήταν ανυπόστατος. Από την άποψη ότι ο Χριστός υπήρξε κτίσμα του Θεού διαμορφώθηκε και η ιδέα ότι ο Υιός είναι ανόμοιος του Πατέρα ως προς την ουσία του, ατελέστερος, από τη φύση του «τρεπτός», «αλλοιωτός», δηλαδή μεταβαλλόμενος, γι’ αυτό και όμοιος με τα ανθρώπινα όντα, που είναι ικανά να υποπέσουν σε αμαρτία. Υπάρχοντας όμως ως το πρώτο, πριν από κάθε άλλο κτίσμα του τέλειου Κτίστου, ο Χριστός απέκτησε το «τέλειον» και ονομαστικά αξίζει να λατρεύεται ως αληθινός Θεός.
Το σημαντικότερο επιχείρημα των συνοδικών Πατέρων της Νικαίας κατά των οπαδών του Αρείου ήταν ότι, εφόσον οι αρειανοί δέχονταν τη λατρεία του Χριστού-Κτίσματος, δεν διέφεραν από τους ειδωλολάτρες. Ο Αθανάσιος υποστήριξε ότι ο Άρειος παρερμηνεύει τα χωρία της Αγίας Γραφής23 στα οποία στηριζόταν η διδασκαλία του. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο, ο Θεός είχε ο ίδιος τη δύναμη της δημιουργίας και δεν χρειαζόταν κάποιο όργανο για να κτίσει τον κόσμο, εξάλλου ο Χριστός δεν ήταν σε θέση να υποκαταστήσει το έργο του Δημιουργού.24 Βασίζοντας τα επιχειρήματά του στην Αγία Γραφή,25 ο Αθανάσιος απέδειξε την ομοουσιότητα του Θεού. Απέδειξε επίσης την ενότητα ουσίας Θεού και Υιού και μετά την ομοουσιότητα του Υιού. Έτσι ο Υιός είναι όμοιος του Πατέρα και αιώνιος αφού προήλθε από Αυτόν, όπως ο ήλιος παραμένει αδιαίρετος ως αρχέγονη πηγή φωτός. Ο Χριστός απλώς έλαβε σάρκα για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους από την αμαρτία.26 Η ενανθρώπιση του Υιού ερμηνεύτηκε από τον Αθανάσιο με την ανάγκη λύτρωσης του αμαρτωλού ανθρώπου σε αντίθεση με την ερμηνεία των αρειανών που πίστευαν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για να «εθεωθή». Ο νέος διάκονος υποστήριξε ότι ο Ιησούς μερικές φορές λησμονούσε ασυνείδητα τη θεϊκή του ιδιότητα και ενεργούσε ως άνθρωπος, αλλά όχι επειδή δε γνώρισε τον Πατέρα του, όπως έλεγαν οι αρειανοί.27 Ο Άρειος υποστήριζε ότι δεν υπήρξε ανθρώπινη λογική ψυχή ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ιδιότητας του Χριστού. Η άποψη αυτή πήγαζε από τη διδασκαλία του Ωριγένη, η οποία θεωρείτο έγκυρη στα δογματικά ζητήματα, και ως εκ τούτου έβρισκε σύμφωνο και τον Αθανάσιο.
Από τη λογομαχία του Αθανασίου και του Αρείου στη Νίκαια της Βιθυνίας φάνηκε ότι οι χριστολογικές απόψεις τους είχαν κοινή προέλευση, δηλ. την αλεξανδρινή παράδοση της σχολής του Ωριγένη. Κατά κάποιον τρόπο στον Άρειο ασκούσαν επιρροή οι ιδέες του Παύλου του Σαμοσατέως και του Λουκιανού Αντιοχείας. Πάντως οι διαφορετικές θέσεις των δύο κληρικών στηρίχθηκαν περισσότερο στη διαφορετική τους κατά γράμμα ερμηνεία χωρίων των Γραφών, παρόλο που οι φιλοσοφικές τεκμηριώσεις τους είχαν κοντινή ρίζα.
5. Οι εκκλησιαστικές ρυθμίσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε 4 praefecturae(επαρχότητες).28 Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη είχαν ξεχωριστή διοίκηση υπό τον praefectus urbis (έπαρχος πόλεως). Η Ανατολική Εκκλησία υιοθέτησε την οργάνωση αυτή. Στις αρχές του 3ου αιώνα από τις 4 προαναφερόμενες διοικητικές περιφέρειες εξελίχθηκαν 3 καινούργιες, δηλ. της Ρώμης, της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Τον 4ο αιώνα διαμορφώθηκε και η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως μονάδα με αυξημένες διοικητικές αρμοδιότητες. Οι μητροπολίτες αυτών των τεσσάρων εδρών από τον 5ο αιώνα και εξής άρχισαν να καλούνται Πατριάρχες. Ο επίσκοπος των Ιεροσολύμων διατηρούσε τιμητικό αξίωμα (σύμφωνα με τον 7ο κανόνα της Α' Νικαίας), επειδή η πόλη του είχε μόνο θρησκευτική, αλλά όχι διοικητική σημασία.29
Στους 20 κανόνες που διατύπωσε η Α' Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκαν σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως διοικήσεις, ιεραρχία μεταξύ των αρχιεπισκόπων και των επισκοπών κ.λπ.
Μεταξύ αυτών ιδιαίτερο βάρος είχε ο 6ος κανόνας, που επιβεβαίωνε τα ιδιαίτερα δικαιώματα και τη σπουδαία θέση του επισκόπου της Ρώμης30 μαζί με τους μητροπολίτες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Αφορμή για τη σύνταξη του 6ου κανόνα δόθηκε ουσιαστικά από τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, τα δικαιώματα του οποίου κινδύνευαν από το Μελέτιο Λυκοπόλεως. Η έδρα αυτή ήταν η πιο ισχυρή κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και ήταν σημαντικό για τους συνεδριάζοντες στη Νίκαια να υπογράψουν κάποια συμφωνία, η οποία να δηλώνει την ισοδυναμία των εδρών της Οικουμενικής Εκκλησίας. Ο 6ος κανόνας όμως κωδικοποιούσε τις μελλοντικές προοπτικές μείωσης της επιρροής των μητροπολιτικών εδρών της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων εν όψει της κυριαρχίας της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά το θάνατο του Κυρίλλου (444) η Αλεξάνδρεια άρχισε επίσης να οπισθοδρομεί.
6. Συνέπειες
Για να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία ο Μέγας Κωνσταντίνος φάνηκε πολύ διαλλακτικός προς τους οπαδούς του Αρείου. Έτσι μετά το 325 οι ορθόδοξες απόψεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου άρχισαν γρήγορα να χάνουν έδαφος. Έγιναν κιόλας ενέργειες για να αποκατασταθεί ο Άρειος και να επανέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο ίδιος υποχρεώθηκε να συντάξει καινούργιο σύμβολο πίστεως που δεν ανέφερε πια αιρετικές δοξασίες, αλλά δεν περιλάμβανε και τον όρο «ομοούσιος».31
Οι γιοι και διάδοχοι του Κωνσταντίνου, ο Κωνσταντίνος Β' (337-361) και ο Κώνστας (337-350), που κυβερνούσαν στη Δύση, τάχθηκαν υπέρ των αποφάσεων της συνόδου, αλλά ο αδελφός τους Κωνστάντιος (337-361), αυτοκράτορας της Ανατολής, έκλινε προς τους αρειανούς. Μια σειρά τοπικών συνόδων μετά το 325 στο Αρμίνιο, το Σίρμιο, την Αντιόχεια, τη Σερδική, τη Σελεύκεια και τη Νίκαια Θράκης δημιούργησαν ποικίλα αρειανίζοντα σύμβολα πίστεως, που απομάκρυναν την Ορθοδοξία από τις βασικές αρχές της Εκθέσεως.32
Ο εθνικός αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363) προσπάθησε να ανατρέψει τελείως το χριστιανικό δόγμα. Στη συνέχεια, οι ηγεμόνες Ιοβιανός (363-364) και Ουλεντινιανός Α΄ (364-375) έδειξαν σεβασμό στις αποφάσεις της Νικαίας, αλλά ο αδελφός του τελευταίου, ο Ουάλης (364-378), συνέχισε την αρειανίζουσα πολιτική του Κωνσταντίνου Β'.
Στο χώρο της θεολογίας ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας εξακολουθούσε τον αγώνα κατά των αρειανών με τις οξύτατου ύφους συγγραφές του,33 δημιουργώντας πολλές εχθρότητες. Το έργο του συνεχίστηκε από τους τρεις Καππαδόκες θεολόγους: το Μέγα Βασίλειο (329-379), το Γρηγόριο Ναζιανζηνό (περίπου 330-390) και το Γρηγόριο Νύσσης (περίπου 335-394). Αυτοί αγωνίστηκαν εναντίον των αρειανών χωρίς την ίδια δραματικότητα που χαρακτηρίζει τους αγώνες του Αθανασίου, αλλά θεμελίωσαν φιλοσοφικά το τριαδικό δόγμα της Νικαίας.
● Υμνολογικά
Η κύρια πηγή για την Α' Οικουμενική Σύνοδο είναι η Εκκλησιαστική ιστορία34 του Ευσεβίου Καισαρείας (περίπου 260-339). Η Ιστορία της Α' Οικουμενικής Συνόδου του ΓελασίουΚυζίκου35 από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα περιέχει κυρίως λαϊκές παραδόσεις και μύθους σχετικά με το γεγονός. Στα έργα όμως του Αθανασίου Αλεξανδρείας,36στις Εκκλησιαστικές ιστορίες του Σωκράτη,37 του Σωζομενού,38 του Θεοδωρήτου της Κύρου και του Ρουφίνου39 σώζονται αρκετές λεπτομέρειες για την αναπαράσταση των δογματικών υποθέσεων του 325. Έμμεσες πηγές για τις θεολογικές απόψεις της Νικαίας είναι τα συγγράμματα κατά των αρειανών του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, του Γρηγορίου Νύσσης κ.ά.
1. Πρόκειται για τη διαμάχη του Καικιλιανού και του Δονάτου για την επισκοπή της Καρχηδόνος.
2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 36.
3. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 2, 71, 1.
4. Σωζομενός Α', 20. 1.
5. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 2, 71, 2.
6. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 7, 1.
7. Μέχρι τότε δημόσια οχήματα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι δημόσιοι λειτουργοί για κρατικές υποθέσεις. Το κράτος ανέλαβε όλα τα έξοδα της παραμονής των επισκόπων και των συντρόφων τους κατά τη διάρκεια της συνόδου, κάτι το οποίο προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες και ήταν θέμα κριτικής για τον Κωνσταντίνο από τους διαδόχους του. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορίαΑ΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 137.
8. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν τα μέσα Ιουνίου του 325. Βλ. Cristianstvo – enciklopediceskii slovar II (Moskva 1995), σελ. 201.
9. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 3-4.
10. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 37.
11. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 8-10.
12. Η ονομασία είναι μεταγενέστερη.
13. Μόνο δύο επίσκοποι ψήφισαν κατά. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 137.
14. Η έκδοση του Revillont στα κόπτικα των πρακτικών της Α' Συνόδου θεωρείται πλαστή από τη σύγχρονη έρευνα. Για τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων βλ. Mansi, J.D., Sacrorum conciliorum, nova et amplissima I (Florentiae 1759, επανεκτύπωση 1960-1961)· Schwartz, E., Acta conciliorumoecumenicorum (ACO), τόμ. I-IV 2 (Berolini et Lipsiae 1913-1940) κ.α.
15. Βλ. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία ΙΑ' (Αθήναι 1967), σελ. 525-530.
16. Σύμφωνα με το Θεοδώρητο, οι αρειανοί επίσκοποι ήταν 10, ο Ρουφίνος μιλάει για 17 και ο Φιλοστόργιος αναφέρει 22 άτομα.
17. Lebedev, A.P., Vselenskie sobori 4 i 5 vv. (Moskva 1881), σελ. 14-28.
18. Εορτή ανάμνησης της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο.
19. Οι εβραϊκοί μήνες είναι σεληνιακοί και αρχίζουν με τη νέα Σελήνη.
20. Στο ζήτημα αυτό πάλι υπήρξαν διαφωνίες, επειδή βάσει των αστρονομικών δεδομένων υπολόγιζαν διαφορετικά το Πάσχα στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη. Το 525 όμως ο Διονύσιος Σκύθης κατάρτισε πασχαλινούς πίνακες, που έγιναν αποδεχτοί από την Εκκλησία. Η συμφωνία αυτή έπαψε το 1582 με την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του πάπα Γρηγορίου ΙΓ'.
21. Βίος του Αθανασίου στο Acta Sanctorum, Mai I (1680), σελ. 186-258.
22. Γενικά για τον αρειανισμό βλ. Newman, J.H., The Arians of the Fourth Century (London 1881).
23. Πρόκειται για τα χωρία στα: Δευτερονόμιον 6, 4, Παροιμίαι 8, 22-5, Κατά Ιωάν. 14, 28, Κατά Ματθ. 27, 26 κ.α.
24. Cross, F.L., The Study of St. Athanasius (Cambridge 1945).
25. Κατά Ιωάν. 10, 30, Προς Εβρ. 1, 3, Ψαλμοί 2, 7, Πράξ. 13, 33 κ.α.
26. Σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού βλ. Ryan, G.J. – Casey, R.P., De Incarnatione (1945-1946)· Bouyer, L., “L’Incarnation et l’Eglise-Corps du Christ dans la Theologie de S. Athanase”, Studia Patristica 3 (1982), σελ. 981-1045 κ.α.
27. Οι εν λόγω ισχυρισμοί των αρειανών στηρίζονταν στην Αγία Γραφή, Κατά Ιωάν. 11, 34.
28. Lübek, K., Reichseinteilung und kirchliche Hierarchie des Ostens bis zum Ausgange des vierten Jahrhunderts. Ein Beitrag zur Rechts- und Verfassungsgeschichte der Kirche (Kirchengeschichtliche Studien V, Heft 4, Münster 1901).
29. Πρβλ. Posnov, M., Istorija na hristianskata carkva 2 (Sofia 1993), σελ. 89 κ.ε.
30. Η επικύρωση του ρόλου του πάπα από την Α΄ Οικουμενική στηριζόταν 1) στην ξεχωριστή θέση της Ρώμης ως πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, 2) στο γεγονός ότι εκεί βρίσκονταν τα λείψανα των δύο Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και 3) στη θεωρία ότι ο Απόστολος Πέτρος είχε δογματική προτεραιότητα, την οποία κληρονομούσε διαδοχικά και ο πάπας.
31. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 400.
32. Για τα θεολογικά ρεύματα της περιόδου βλ. Kelly, J.N.D., Early Christian Doctrines (1960), passim.
33. Τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου είναι μεταφρασμένα στα αγγλικά από τον Bright, W., Orations against the Arians(Oxford 1873, επανέκδοση 1883) και στο Historical Writings of Athanasius (Oxford 1881).
34. The Loeb Classical Library I-II (London 1959-1964).
35. Gelasii Cyzicensia Historia concilii Nicaeni, PG, LXXXV, col. 1192-1134.
36. Βασικές πηγές είναι οι 3 λόγοι του Αθανασίου «Κατά των Αρειανών» και 2 επιστολές, η μία από το 350-351 για τις αποφάσεις της Συνόδου της Νικαίας και η άλλη «Περί των γενομένων εν τη Αριμίνω και εν Σελευκεία συνόδων».
37. Migne, J.P., PG, vol. 67, 29-842.
38. Migne, J.P., PG, vol. 67, 843-1630.
39. Rufini Historia ecclesiastica, Pl, XXI, col. 461-540.
Δικτυογραφία:
1. π. Σπυρίδων Σκουτής: Κυριακή Αγίων Πατέρων Α' Οικουμενικής Συνόδου
2. Υμνολογικά: www.synaxaristis - ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
3. π. Παντελεήμων Kρούσκος
ΟΙ 318 ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ.
Διαβάστε επίσης:
Κανών Α': Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β': Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ': Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ' - Ε': Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ': Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ': Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η': Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ': Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι': Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ' - ΙΒ': Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ': Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ': Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ' - ΙΣΤ': Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ': Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ': Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ': Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.
Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.
Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων.
Πιό αναλυτικά:
Κανὼν Α'
Εἴ τις ἐν νόσῳ ὑπὸ ἰατρῶν ἐχειρουργήθη, ἢ ὑπὸ βαρβάρων ἐξετμήθη, οὗτος μενέτω ἐν τῷ κλήρῳ. Εἰ δέ τις ὑγιαίνων ἑαυτὸν ἐξέτεμε, τοῦτον καὶ ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζόμενον, πεπαῦσθαι προσήκει· καὶ ἐκ τοῦ δεῦρο, μηδένα τῶν τοιούτων χρῆναι προάγεσθαι. Ὥσπερ δὲ τοῦτο πρόδηλον, ὅτι περὶ τῶν ἐπιτηδευόντων τὸ πρᾶγμα, καὶ τολμώντων ἑαυτοὺς ἐκτέμνειν εἴρηται· οὕτως, εἴ τινες ὑπὸ βαρβάρων, ἢ δεσποτῶν εὐνουχίσθησαν, εὑρίσκοιντο δὲ ἄλλως ἄξιοι, τοὺς τοιούτους εἰς κλῆρον προσίεται ὁ κανών.
Κανόνες τῆς ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Α' Συνόδου
Συνεκλήθη ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος τῶν Ῥωμαίων
Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.)
Κανὼν Α'
Κανὼν B'
Ἐπειδὴ πολλά, ἤτοι ὑπὸ ἀνάγκης, ἢ ἄλλως ἐπειγομένων τῶν ἀνθρώπων, ἐγένετο παρὰ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, ὥστε ἀνθρώπους ἀπὸ ἐθνικοῦ βίου ἄρτι προσελθόντας τῇ πίστει, καὶ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κατηχηθέντας, εὐθὺς ἐπὶ τὸ πνευματικὸν λουτρὸν ἄγειν, καὶ ἅμα τῷ βαπτισθῆναι προάγειν εἰς ἐπισκοπήν, ἢ εἰς πρεσβυτέριον, καλῶς ἔδοξεν ἔχειν, τοῦ λοιποῦ μηδὲν τοιοῦτο γίνεσθαι· καὶ γὰρ καὶ χρόνου δεῖ τῷ κατηχουμένω, καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφὲς γὰρ τὸ ἀποστολικὸν γράμμα, τὸ λέγον· Μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ, καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου. Εἰ δέ, προϊόντος τοῦ χρόνου, ψυχικόν τι ἁμάρτημα εὑρεθείη περὶ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐλέγχοιτο ὑπὸ δύο, ἢ τριῶν μαρτύρων, πεπαύσθω ὁ τοιοῦτος τοῦ κλήρου. Ὁ δὲ παρὰ ταῦτα ποιῶν, ὡς ὑπεναντία τῇ μεγάλῃ συνόδῳ θρασυνόμενος, αὐτὸς κινδυνεύσει περὶ τὸν κλῆρον.
Κανὼν Γ'
Ἀπηγόρευσε καθόλου ἡ μεγάλη σύνοδος, μήτε ἐπισκόπῳ, μήτε πρεσβυτέρῳ, μήτε διακόνῳ, μήτε ὅλως τινὶ τῶν ἐν κλήρῳ, ἐξεῖναι συνείσακτον ἔχειν, πλὴν εἰ μὴ ἄρα μητέρα, ἢ ἀδελφήν, ἢ θείαν, ἢ ἃ μόνα πρόσωπα πᾶσαν ὑποψίαν διαπέφευγεν.
Κανὼν Δ'
Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γενομένων δίδοσθαι καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ.
Κανὼν Ε'
Περὶ τῶν ἀκοινωνήτων γενομένων, εἴτε τῶν ἐν κλήρῳ, εἴτε τῶν ἐν λαϊκῷ τάγματι, ὑπὸ τῶν καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, κρατείτω ἡ γνώμη, κατὰ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα, τοὺς ὑφ᾿ ἑτέρων ἀποβληθέντας ὑφ᾿ ἑτέρων μὴ προσίεσθαι. Ἐξεταζέσθω δέ, μὴ μικροψυχία, ἢ φιλονεικία, ἤ τινι τοιαύτῃ ἀηδίᾳ τοῦ ἐπισκόπου, ἀποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ἵνα οὖν τοῦτο τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν λαμβάνοι, καλῶς ἔχειν ἔδοξεν, ἑκάστου ἐνιαυτοῦ, καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν δὶς τοῦ ἔτους συνόδους γίνεσθαι· ἵνα κοινῇ πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένων, τὰ τοιαῦτα ζητήματα ἐξετάζηται, καὶ οὕτως οἱ ὁμολογουμένως προσκεκρουκότες τῷ ἐπισκόπῳ, κατὰ λόγον ἀκοινώνητοι παρὰ πᾶσιν εἶναι δόξωσι, μέχρις ἂν τῷ κοινῷ τῶν ἐπισκόπων δόξῃ τὴν φιλανθρωποτέραν ὑπὲρ αὐτῶν ἐκθέσαι ψῆφον. Αἱ δὲ σύνοδοι γινεσθωοαν, μία μὲν πρὸ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἵνα πάσης μικροψυχίας ἀναιρουμένης, τὸ δῶρον καθαρὸν προσφέρηται τῷ Θεῷ· δευτέρα δέ, περὶ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρόν.
Κανὼν ΣΤ'
Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν· ἐπειδὴ καὶ τῷ ἐν Ῥώμῃ ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστιν. Ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις, τὰ πρεσβεῖα σῴζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις. Καθόλου δὲ πρόδηλον ἐκεῖνο· ὅτι, εἴ τις χωρὶς γνώμης τοῦ μητροπολίτου γένοιτο ἐπίσκοπος, τὸν τοιοῦτον ἡ μεγάλη σύνοδος ὥρισε μὴ δεῖν εἶναι ἐπίσκοπον. Ἐὰν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καὶ κατὰ κανόνα ἐκκλησιαστικόν, δύο, ἢ τρεῖς δι᾿ οἰκείαν φιλονεικίαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος.
Κανὼν Ζ'
Ἐπειδὴ συνήθεια κεκράτηκε, καὶ παράδοσις ἀρχαία, ὥστε τὸν ἐν Αἰλίᾳ ἐπίσκοπον τιμᾶσθαι, ἐχέτω τὴν ἀκολουθίαν τῆς τιμῆς· τῇ μητροπόλει σῳζομένου τοῦ οἰκείου ἀξιώματος.
Κανὼν Η'
Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι· τοὐτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοῖς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφ᾿ ὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται· ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοῖς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἔνθα μὲν οὖν πάντες, εἴτε ἐν κώμαις, εἴτε ἐν πόλεσιν, αὐτοὶ μόνοι εὑρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ κλήρῳ, ἔσονται ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι. Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίῃ τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν.
Κανὼν Θ'
Εἴ τινες ἀνεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ἀνακρινόμενοι ὡμολόγησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῖς, καὶ, ὁμολογησάντων αὐτῶν, παρὰ κανόνα κινούμενοι οἱ ἄνθρωποι τοῖς τοιούτοις χεῖρα ἐπιτεθείκασι, τούτους ὁ Κανὼν οὐ προσίεται· τὸ γὰρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία.
Κανὼν Ι´
Ὅσοι προεχειρίσθησαν τῶν παραπεπτωκότων, κατ᾿ ἄγνοιαν, ἢ καὶ προειδότων τῶν προχειρισαμένων, τοῦτο οὐ προκρίνει τῷ κανόνι τῷ ἐκκλησιαστικῷ· γνωσθέντες γάρ, καθαιροῦνται.
Κανὼν ΙΑ'
Περὶ τῶν παραβάντων χωρὶς ἀνάγκης, ἢ χωρὶς ἀφαιρέσεως ὑπαρχόντων, ἢ χωρὶς κινδύνου, ἤ τινος τοιούτου, ὅ γέγονεν ἐπὶ τῆς τυραννίδος Λικινίου, ἔδοξε τῇ συνόδῳ εἰ καὶ ἀνάξιοι ἦσαν φιλανθρωπίας, ὅμως χρηστεύσασθαι εἰς αὐτούς. Ὅσοι οὖν γνησίως μεταμέλονται, τρία ἔτη ἐν ἀκροωμένοις ποιήσουσιν, ὡς πιστοί, καὶ ἑπτὰ ἔτη ὑποπεσοῦνται· δύω δὲ ἔτη χωρὶς προσφορᾶς κοινωνήσουσι τῷ λαῷ τῶν προσευχῶν.
Κανὼν ΙΒ'
Οἱ δὲ προσκληθέντες μὲν ὑπὸ τῆς χάριτος, καὶ τὴν πρώτην ὁρμὴν ἐνδειξάμενοι, καὶ ἀποθέμενοι τὰς ζώνας, μετὰ δὲ ταῦτα ἐπὶ τὸν οἰκεῖον ἔμετον ἀναδραμόντες, ὡς κύνες, ὡς τινάς καὶ ἀργύρια προέσθαι, καὶ βενεφικίοις κατορθῶσαι τὸ ἀναστρατεύσασθαι· οὗτοι δέκα ἔτη ὑποπιπτέτωσαν, μετὰ τὸν τῆς τριετοῦς ἀκροάσεως χρόνον. Ἐφ᾿ ἅπασι δὲ τούτοις, προσήκει ἐξετάζειν τὴν προαίρεσιν καὶ τὸ εἶδος τῆς μετανοίας. Ὅσοι μὲν γὰρ φόβῳ, καὶ δάκρυσι, καὶ ὑπομονῇ, καὶ ἀγαθοεργίαις, τὴν ἐπιοτροφὴν ἔργῳ, καὶ οὐ σχήματι, ἐπιδείκνυνται, οὗτοι πληρώσαντες τὸν χρόνον τὸν ὡρισμένον τῆς ἀκροάσεως, εἰκότως τῶν εὐχῶν κοινωνήσουσι, μετὰ τοῦ ἐξεῖναι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ φιλανθρωπότερόν τι περὶ αὐτῶν βουλεύσασθαι. Ὅσοι δὲ ἀδιαφόρως ἤνεγκαν, καὶ τὸ σχῆμα τοῦ εἰσιέναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀρκεῖν ἑαυτοῖς ἡγήσαντο πρὸς τὴν ἐπιστροφήν, ἐξ ἅπαντος πληρούτωσαν τὸν χρόνον.
Κανὼν ΙΓ'
Περὶ δὲ τῶν ἐξοδευόντων, ὁ παλαιὸς καὶ κανονικὸς νόμος φυλαχθήσεται καὶ νῦν, ὥστε, εἴ τις ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καὶ ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μὴ ἀποστερεῖσθαι. Εἰ δὲ ἀπογνωσθείς, καὶ κοινωνίας τυχών, πάλιν ἐν τοῖς ζῶσιν ἐξετασθῇ, μετὰ τῶν κοινωνούντων τῆς εὐχῆς μόνης ἔστω. Καθόλου δέ, καὶ περὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος τοῦ μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ ἐπίσκοπος μετὰ δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς.
Κανὼν ΙΔ'
Περὶ τῶν κατηχουμένων, καὶ παραπεσόντων, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε, τριῶν ἐτῶν αὐτοὺς ἀκροωμένους μόνον, μετὰ ταῦτα εὔχεσθαι μετὰ τῶν κατηχουμένων.
Κανὼν ΙΕ'
Διὰ τὸν πολὺν τάραχον, καὶ τὰς στάσεις τὰς γινομένας, ἔδοξε παντάπασι περιαιρεθῆναι τὴν συνήθειαν, τὴν παρὰ τὸν ἀποοτολικὸν κανόνα εὑρεθεῖσαν ἔν τισι μέρεσιν, ὥστε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν μὴ μεταβαίνειν, μήτε ἐπίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Εἰ δέ τις, μετὰ τὸν τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου ὅρόν, τοιούτῳ τινὶ ἐπιχειρήσειεν, ἢ ἐπιδοίη ἑαυτὸν πράγματι τοιούτῳ, ἀκυρωθήσεται ἐξ ἅπαντος τὸ κατασκεύασμα, καὶ ἀποκατασταθήσεται τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ ὁ ἐπίσκοπος, ἢ ὁ πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη.
Κανὼν ΙΣΤ'
Ὅσοι ῥιψοκινδύνως, μήτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες, μήτε τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα εἰδότες, ἀναχωρήσωσι τῆς ἰδίας ἐκκλησίας, πρεσβύτεροι, ἢ διάκονοι, ἢ ὅλως ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, οὗτοι οὐδαμῶς δεκτοὶ ὀφείλουσιν εἶναι ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῖς ἀνάγκην ἐπάγεσθαι χρή, ἀναστρέφειν εἰς τὰς ἑαυτῶν παροικίας· ἤ, ἐπιμένοντας, ἀκοινωνήτους εἶναι προσήκει. Εἰ δὲ καὶ τολμήσειέ τις ὑφαρπάσαι τὸν τῷ ἑτέρῳ διαφέροντα, καὶ χειροτονῆσαι ἐν τῇ αὑτοῦ ἐκκλησίᾳ, μὴ συγκατατιθεμένου τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, οὗ ἀνεχώρησεν ὁ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενος, ἄκυρος ἔστω ἡ χειροτονία.
Κανὼν ΙΖ'
Ἐπειδὴ πολλοὶ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, τὴν πλεοναξίαν, καὶ τὴν αἰσχροκέρδειαν διώκοντες, ἐπελάθοντο τοῦ θείου γράμματος λέγοντος· Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ· καὶ δανείζοντες, ἑκατοστὰς ἀπαιτοῦσιν· ἐδικαίωσεν ἡ ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος, ὡς εἴ τις εὑρεθείη μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τόκους λαμβάνων, ἐκ μεταχειρίσεως, ἢ ἄλλως μετερχόμενος τὸ πρᾶγμα, ἢ ἡμιολίας ἀπαιτῶν, ἢ ὅλως ἕτερόν τι ἐπινοῶν αἰσχροῦ κέρδους ἔνεκα, καθαιρεθήσεται τοῦ κλήρου, καὶ ἀλλότριος τοῦ κανόνος ἔσται.
Κανὼν ΙΗ'
Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον, ὅτι ἔν τισι τόποις καὶ πόλεσι, τοῖς πρεσβυτέροις τὴν εὐχαριστίαν οἱ διάκονοι διδόασιν· ὅπερ οὔτε ὁ κανών, οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε, τοὺς ἐξουσίαν μὴ ἔχοντας προσφέρειν, τοῖς προσφέρουσι διδόναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κἀκεῖνο δὲ ἐγνωρίσθη, ὅτι ἤδη τινὲς τῶν διακόνων καὶ πρὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς εὐχαριστίας ἅπτονται. Ταῦτα οὖν πάντα περιῃρείσθω, καὶ ἐμμενέτωσαν οἱ διάκονοι τοῖς ἰδίοις μέτροις, εἰδότες, ὅτι, τοῦ μὲν ἐπισκόπου ὑπηρέται εἰσί, τῶν δὲ πρεσβυτέρων ἐλάττους. Λαμβανέτωσαν δὲ κατὰ τὴν τάξιν τὴν εὐχαριστίαν μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἢ τοῦ ἐπισκόπου μεταδιδόντος αὐτοῖς, ἢ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἀλλὰ μηδὲ καθῆσθαι ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἐξέστω τοῖς διακόνοις· παρὰ κανόνα γάρ, καὶ παρὰ τάξιν ἐστὶ τὸ γινόμενον. Εἰ δέ τις μὴ θέλοι πειθαρχεῖν καὶ μετὰ τούτους τοὺς ὅρους, πεπαύσθω τῆς διακονίας.
Κανὼν ΙΘ'
Περὶ τῶν παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εἰ δέ τινες τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, ἐν τῷ κλήρῳ ἐξητάσθησαν, εἰ μὲν ἄμεμπτοι καὶ ἀνεπίληπτοι φανεῖεν ἀναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν ὑπὸ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου. Εἰ δὲ ἡ ἀνάκρισις ἀνεπιτηδείους αὐτοὺς εὑρίσκοι, καθαιρεῖσθαι αὐτοὺς προσήκει. Ὡσαύτως δὲ καὶ περὶ τῶν διακονισσῶν, καὶ ὅλως περὶ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζομένων, ὁ αὐτὸς τύπος παραφυλαχθήσεται. Ἐμνήσθημεν δὲ τῶν διακονισσῶν τῶν ἐν τῷ σχήματι ἐξετασθεισῶν, ἐπεὶ μηδὲ χειροθεσίαν τινὰ ἔχουσιν, ὥστε ἐξάπαντος ἐν τοῖς λαϊκοῖς αὐτὰς ἐξετάζεσθαι.
Κανὼν Κ'
Ἐπειδή τινές εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες, καὶ ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις· ὑπὲρ τοῦ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ ὁμοίως παραφυλάττεσθαι, ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τὰς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ.[3]
εικ. Ο Μ. Κωνσταντίνος βρίσκεται στο κέντρο
περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες.
Ο ρολός περιέχει το πρώτο μισό τού
Συμβόλου Πίστεως Νίκαιας-Κων-πολης.
● Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325
Συγγραφή: Moutafov Emmanuel
«Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
1. Ιστορικό πλαίσιο της Συνόδου
Από το 312 ο Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας (306-337) προέβη σε ενέργειες που υπογράμμιζαν την αποφασιστικότητά του για ανάμειξη στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Από το 316 και μετά, άρχισε να εμφανίζεται ως ο ύπατος διαιτητής στις διαμάχες των επισκόπων. Μια αποτυχία της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα ήταν η ανάμειξή του στο λεγόμενο δονατιστικό σχίσμα,1 που συντάραξε τη ρωμαϊκή Αφρική κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 4ου αιώνα.
Κατά την περίοδο των διωγμών του Διοκλητιανού (284-305) αρκετοί κληρικοί απαρνήθηκαν την πίστη τους, παραδίδοντας μάλιστα κείμενα στην πυρά.2 Πολλοί όμως χριστιανοί, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξανόταν, θέλοντας να δείξουν τη διαφωνία τους και να τονίσουν με ζήλο την ακλόνητη πίστη τους, επιζητούσαν το μαρτυρικό θάνατο. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και οι οπαδοί του Δονάτου. Όταν το 313 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Καρχηδόνος ο Καικιλιανός, οι δονατιστές, κατηγορώντας τον για τη΄ν ενδοτική στάση του την περίοδο των διωγμών, εξεγέρθηκαν και έχρισαν επίσκοπο τον Δονάτο. Η εκλογή αυτή προκάλεσε αντιδράσεις και σύντομα προσέλαβε τις διαστάσεις σχίσματος που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Αφρική. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Το Νοέμβριο του 324 ο Κωνσταντίνος έστειλε στην Αλεξάνδρεια τον έμπιστο ακόλουθό του Όσιο, επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας, με κοινή αυτοκρατορική επιστολή προς τον Αλέξανδρο και τον Άρειο. Η αποστολή του Οσίου είχε σκοπό της την εις βάθος εξέταση της κατάστασης στην Ανατολή και την προσπάθεια συμβιβασμού των δύο κληρικών. Κατά τη γνώμη του αυτοκράτορα, οι δύο άνδρες διχογνωμούσαν «ὑπέρ μικρῶν καί λίαν ἐλαχίστων».3 Το γράμμα αυτό σώζεται στα έργα του Ευσεβίου Καισαρείας και δείχνει την αδιαφορία του Κωνσταντίνου απέναντι σε δογματικά ζητήματα. Τελικά ο Όσιος απέτυχε στη συμβιβαστική αποστολή του, αλλά επέστρεψε στον αυτοκράτορα πεπεισμένος για τη ορθότητα της θέσης του Αλεξάνδρου. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε αλλη μία τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, ο Άρειος προσπάθησε να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη Νικομήδεια για να τον πείσει για το θεμιτό της διδασκαλίας του.
Ο αυτοκράτορας, όμως, λόγω της δυσάρεστης πείρας του από το δονατιστικό σχίσμα της Βόρειας Αφρικής, εγκατέλειψε τα διπλωματικά μέσα και τα ημίμετρα και συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Σύνοδο της Εκκλησίας. H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α' Οικουμενική». Στο διάστημα αυτό είχαν λάβει χώρα πολλές άλλες σύνοδοι (Άγκυρα, Σερδική, Αντιόχεια κ.λπ.). Ο όρος «οικουμενικός» στην περίπτωση των συνόδων και εν γένει στην Ορθοδοξία δεν υπονοεί γεωγραφικές ή άλλες μετρήσιμες διαστάσεις, αλλά αναφέρεται στο δόγμα και την ισχύ του στην χριστιανική Οικουμένη, δηλαδή την Εκκλησία. Έτσι πρώτος από τους ιστορικούς ο Σωζομενός μιλά για την Α΄ «Σύνοδο της Οικουμένης»,4 απ’ όπου αποκλείστηκαν μόνο οι δονατιστές. Ο Ευσέβιος γράφει ότι η εκλογή του τόπου έγινε από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο λόγω της ευοίωνης προσωνυμίας της πόλης.5
2. Η Σύνοδος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς το τέλος της άνοιξης του 325 από κάθε άκρη της χριστιανοσύνης: «Καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας».6 Οι κληρικοί χρησιμοποίησαν τα δημόσια οχήματα7 για να μεταβούν στον προορισμό τους και το προνόμιο αυτό ήταν ένα από τα πολλά που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος στον κλήρο.
Από το 312 ο Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας (306-337) προέβη σε ενέργειες που υπογράμμιζαν την αποφασιστικότητά του για ανάμειξη στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Από το 316 και μετά, άρχισε να εμφανίζεται ως ο ύπατος διαιτητής στις διαμάχες των επισκόπων. Μια αποτυχία της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα ήταν η ανάμειξή του στο λεγόμενο δονατιστικό σχίσμα,1 που συντάραξε τη ρωμαϊκή Αφρική κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 4ου αιώνα.
Κατά την περίοδο των διωγμών του Διοκλητιανού (284-305) αρκετοί κληρικοί απαρνήθηκαν την πίστη τους, παραδίδοντας μάλιστα κείμενα στην πυρά.2 Πολλοί όμως χριστιανοί, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξανόταν, θέλοντας να δείξουν τη διαφωνία τους και να τονίσουν με ζήλο την ακλόνητη πίστη τους, επιζητούσαν το μαρτυρικό θάνατο. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και οι οπαδοί του Δονάτου. Όταν το 313 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Καρχηδόνος ο Καικιλιανός, οι δονατιστές, κατηγορώντας τον για τη΄ν ενδοτική στάση του την περίοδο των διωγμών, εξεγέρθηκαν και έχρισαν επίσκοπο τον Δονάτο. Η εκλογή αυτή προκάλεσε αντιδράσεις και σύντομα προσέλαβε τις διαστάσεις σχίσματος που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Αφρική. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Το Νοέμβριο του 324 ο Κωνσταντίνος έστειλε στην Αλεξάνδρεια τον έμπιστο ακόλουθό του Όσιο, επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας, με κοινή αυτοκρατορική επιστολή προς τον Αλέξανδρο και τον Άρειο. Η αποστολή του Οσίου είχε σκοπό της την εις βάθος εξέταση της κατάστασης στην Ανατολή και την προσπάθεια συμβιβασμού των δύο κληρικών. Κατά τη γνώμη του αυτοκράτορα, οι δύο άνδρες διχογνωμούσαν «ὑπέρ μικρῶν καί λίαν ἐλαχίστων».3 Το γράμμα αυτό σώζεται στα έργα του Ευσεβίου Καισαρείας και δείχνει την αδιαφορία του Κωνσταντίνου απέναντι σε δογματικά ζητήματα. Τελικά ο Όσιος απέτυχε στη συμβιβαστική αποστολή του, αλλά επέστρεψε στον αυτοκράτορα πεπεισμένος για τη ορθότητα της θέσης του Αλεξάνδρου. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε αλλη μία τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα, ο Άρειος προσπάθησε να συναντήσει τον Κωνσταντίνο στη Νικομήδεια για να τον πείσει για το θεμιτό της διδασκαλίας του.
Ο αυτοκράτορας, όμως, λόγω της δυσάρεστης πείρας του από το δονατιστικό σχίσμα της Βόρειας Αφρικής, εγκατέλειψε τα διπλωματικά μέσα και τα ημίμετρα και συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α' Σύνοδο της Εκκλησίας. H Σύνοδος αυτή δεν συγκλήθηκε ως «οικουμενική». Ο όρος αυτός είναι μεταγενέστερος, έχει θεολογικό και κυρίως δογματικό περιεχόμενο. Μία σύνοδος χαρακτηρίζεται οικουμενική από κάποια επόμενη που αποδέχεται τις αποφάσεις της προηγούμενης ως δογματικό θέσφατο και κυρίως για να αποδείξει ότι δέχεται το κύρος της προηγούμενης. Έτσι κατά τη Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος της Νίκαιας του 325 χαρακτηρίστηκε «Α' Οικουμενική». Στο διάστημα αυτό είχαν λάβει χώρα πολλές άλλες σύνοδοι (Άγκυρα, Σερδική, Αντιόχεια κ.λπ.). Ο όρος «οικουμενικός» στην περίπτωση των συνόδων και εν γένει στην Ορθοδοξία δεν υπονοεί γεωγραφικές ή άλλες μετρήσιμες διαστάσεις, αλλά αναφέρεται στο δόγμα και την ισχύ του στην χριστιανική Οικουμένη, δηλαδή την Εκκλησία. Έτσι πρώτος από τους ιστορικούς ο Σωζομενός μιλά για την Α΄ «Σύνοδο της Οικουμένης»,4 απ’ όπου αποκλείστηκαν μόνο οι δονατιστές. Ο Ευσέβιος γράφει ότι η εκλογή του τόπου έγινε από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο λόγω της ευοίωνης προσωνυμίας της πόλης.5
2. Η Σύνοδος και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, 250 επίσκοποι και αναρίθμητοι πρεσβύτεροι, διάκονοι και ακόλουθοι συνέρρευσαν στη Νίκαια προς το τέλος της άνοιξης του 325 από κάθε άκρη της χριστιανοσύνης: «Καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας».6 Οι κληρικοί χρησιμοποίησαν τα δημόσια οχήματα7 για να μεταβούν στον προορισμό τους και το προνόμιο αυτό ήταν ένα από τα πολλά που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος στον κλήρο.
Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν με κάθε επισημότητα το Μάιο του 3258 στα ανάκτορα της Νίκαιας. Παρόλο που ο αυτοκράτορας ήταν αβάπτιστος και τότε ήταν ακόμα κατηχούμενος, ο ίδιος κήρυξε την έναρξη της Συνόδου και προήδρευε στις συνεδριάσεις της. Η έναρξη οργανώθηκε έτσι ώστε να συντελέσει στην προβολή του αυτοκρατορικού αξιώματος με τονισμό της υπόστασης του ηγεμόνα ως pontifex maximus του ρωμαϊκού κράτους. Όταν μαζεύτηκαν όλοι και δόθηκε το σύνθημα, οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος «οἵα Θεοῦ ἄγγελος, λαμπράν μεν ὣσπερ φωτός μαρμαρυγαῖς ἐξαστραπῶν περιβολήν, ἀλουργίδος πυρωποῖς καταλαμπόμενος ἀκτῖσι, χρυσοῦ τε καί λίθων πολυτελῶν διαυγέσι φέγγεσι κοσμούμενος».
9 Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος αποκρυστάλλωσε την ιερατική εικόνα του ηγεμόνα για ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή,10 τονίζοντας τον καισαροπαπισμό του κρατικού συστήματος κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολή. Υποβάλλοντας όμως στους επισκόπους την ιδέα για το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος, ο Κωνσταντίνος θέλησε να επιδείξει στο κοινό και τη χριστιανική ταπεινότητα, που τυπικά τη θεωρούσε απαραίτητο χαρακτηριστικό του ηγεμόνα. Έτσι αρνήθηκε το κάθισμα που του πρότειναν, περιμένοντας ευλαβικά να πάρουν θέση πρώτα οι ιερείς, ενώ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων προσπαθούσε συνέχεια να δημιουργεί κλίμα εγκαρδιότητας, εκφράζοντας με σπασμένα ελληνικά τη γνώμη του πάνω σε κάθε θέμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ευσέβιου.11
Ο Κωνσταντίνος έδωσε αμέσως εντολή να καούν τα αλληλοσυκοφαντικά υπομνήματα που του είχαν υποβάλει οι επίσκοποι, χωρίς καν να τα μελετήσει. Τον εναρκτήριο λόγο του εκφώνησε στα λατινικά και τόνισε το θέμα της ειρήνης και της ομόνοιας. Δεν τον ενδιέφερε πολύ το είδος της λύσης που θα δινόταν στα θεολογικά προβλήματα και ο σκοπός του επιτεύχθηκε πλήρως. Η Σύνοδος τελικά συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως12 με τον κρίσιμο χαρακτηρισμό του Υιού ως «ὁμοουσίου» με τον Πατέρα, καθώς και 20 κανόνες που καθόριζαν θέματα θρησκευτικής προτεραιότητας και συμπεριφοράς. Επίσης ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημέρας του εορτασμού του Πάσχα. Αποφασίστηκε επίσης, σχεδόν ομόφωνα, να εξοριστεί ο Άρειος από την Αίγυπτο13 – ενώ στην εξορία και την ταπείνωση τον ακολούθησαν οι οπαδοί του Ευσέβιος Νικομηδείας και Θέογνις Νικαίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ακριβής γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις, επειδή τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν διασωθεί.14 Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Κωνσταντίνος με τον ενεργό και αποφασιστικό ρόλο του σε όλη τη διαδικασία θεμελίωσε την αρχή της ανάμειξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά. Ο χριστιανισμός από κίνημα που αντιμετωπιζόταν με αρνητισμό έγινε πλέον επισήμως δεκτός και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στην αυτοκρατορία. Οι ανώτεροι εκπρόσωποί του, μαζί με τους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους, αποτέλεσαν στο εξής την άρχουσα τάξη. Από την άλλη πλευρά το καλοκαίρι του 325 γιορτάστηκε και η εικοσαετία της βασιλείας του Κωνσταντίνου με χριστιανικό τελετουργικό και κάθε μεγαλοπρέπεια. Επίσημο λόγο στον εορτασμό εκφώνησε ο Ευσέβιος Καισαρείας, που κατεξοχήν προσωποποιεί τη θριαμβευτική είσοδο της Εκκλησίας και των διανοουμένων στο ανακτορικό περιβάλλον, καθώς και τον νέο, πολιτικό χαρακτήρα που αποκτά η χριστιανική διδασκαλία.
3. Τα θεολογικά της Συνόδου
3.1. Η Έκθεσις της Νικαίας
Στη Σύνοδο της Νικαίας εκπροσωπήθηκαν οι ακόλουθοι εκκλησιαστικοί κύκλοι:15 α) Οι αρειανοί και οι προσκείμενοι σε αυτούς,16 β) Ο Ευσέβιος, επίσκοπος της Καισαρείας της Παλαιστίνης, ιστορικός της Εκκλησίας, μετριοπαθής αρειανός και οπαδός των συμβιβαστικών λύσεων, γ) Οι κύκλοι της Νικαίας που συνέταξαν τελικά την περίφημη Έκθεση, η οποία επικράτησε στη μετέπειτα θεολογία.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες της Συνόδου πηγές, ο αριθμός των επισκόπων που υπέγραψαν την Έκθεση κυμαίνεται μεταξύ 250 και 300. Κατά την παράδοση του τέλους του 4ου αιώνα έγινε αποδεκτός ο αριθμός 318 (τ' ιη' στα ελληνικά), ο οποίος, όπως φαίνεται, είναι πλαστός και έχει συμβολική σημασία. Το τ' ιη' συμβολίζει τη Σταύρωση του Χριστού, επειδή εικαστικά το Τ' έχει τη μορφή αρχαίου σταυρού και τα γράμματα ιη παρουσιάζονται ως συντομογραφία του ονόματος του Ιησού. Πάντως η Έκθεσις της Νικαίας αποτελεί την πρώτη προσπάθεια της χριστιανικής Εκκλησίας να κωδικοποιήσει βασικά σημεία της διδασκαλίας της σε ένα Δόγμα, αλλά και σημαντικό μνημείο στην ιστορία των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας.
Η πρώτη διατύπωση των άρθρων της Εκθέσεως υπέστη διάφορες τροποποιήσεις και ονομάστηκε «Σύμβολο της Πίστεως» το 451 από τη Δ' Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Δικαίωμα ψήφου στις συνόδους είχαν μόνο οι επίσκοποι. Πάντα όμως ήταν κυρίαρχη η θέληση του αυτοκράτορα στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και αυτό φαίνεται στο γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε την προσθήκη του όρου «ομοούσιος» χωρίς κανείς από τους παριστάμενους επισκόπους να τολμήσει να υποβάλει αντίρρηση. Εμπνευστής της προσθήκης στο κείμενο του όρου «ομοούσιος» για τον Υιό του Θεού, και της έμφασης στην έννοια της ουσίας, υπήρξε ο Ισπανός επίσκοπος Όσιος. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως επιρροή της θεολογίας της Δύσης, με την τάση της για σαφώς διατυπωμένους ορισμούς, καθώς αρκετοί από τους ιεράρχες της Ανατολής δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σκοπιμότητα και τις οντολογικές διαστάσεις του όρου αυτού. Μια άλλη ομάδα ωστόσο, και μεταξύ αυτών ο Μέγας Αθανάσιος, ασπάσθηκαν και υποστήριξαν με σθένος την τροποποιημένη με τον όρο «ομοούσιος» Έκθεση.
Μετά τη σύνταξη της Εκθέσεως όσοι επίσκοποι αρνήθηκαν να την υπογράψουν καταδικάστηκαν μαζί με τον Άρειο σε εξορία και τα συγγράμματα των οπαδών του αρειανισμού ρίχθηκαν στη φωτιά.
3.2. Καθορισμός ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα
Προς το 325 ήδη υπήρχε μακροχρόνια σύγχυση γύρω από την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα.17 Μερικοί ήθελαν να γιορτάζουν το Πάσχα πάντα την Κυριακή και άλλοι ακολουθούσαν την εβραϊκή παράδοση. Το εβραϊκό Πάσχα18ήταν μία ακίνητη γιορτή τη 14η του μηνός Νισάν, ημέρα που πάντοτε συνέπιπτε με πανσέληνο.19 Για το λόγο αυτό ο Νισάν άρχιζε με την πλησιέστερη προς την εαρινή ισημερία νέα Σελήνη και ήταν αδύνατον να είναι πάντοτε την Κυριακή, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τους χριστιανούς που γιόρταζαν την Ανάσταση. Σε αυτές τις ασυμφωνίες, με την πάροδο του χρόνου, προστέθηκαν και άλλες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Σύνοδος της Νικαίας όρισαν τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που συμπίπτει ή ακολουθεί την εαρινή ισημερία, αλλά το χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει να συμπίπτει με την εβραϊκή γιορτή και πρέπει να εορτάζεται την ίδια ημέρα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο.20
4. Ο Μέγας Αθανάσιος κατά του αρειανισμού
Σπουδαίο ρόλο στην επίλυση των θεολογικών και των δογματικών ζητημάτων διαδραμάτισε ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας ως διάκονος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου και λόγω της ιδιότητάς του δεν εξελέγη μέλος των συνεδριάσεων.21 Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (328) ο Αθανάσιος αναδείχθηκε επίσκοπος (Πατριάρχης) Αλεξανδρείας και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι το θάνατό του (373). Τα συγγράμματα του Αθανασίου αποτελούν σημαντικότατη πηγή για τη διδασκαλία των αρειανών. Από τα έργα του επισκόπου της Αλεξανδρείας είναι γνωστό ότι μαζί με τον Άρειο στη Νίκαια ήλθαν και μερικοί από τους σπουδαιότερους οπαδούς του, όπως ο σοφιστής Αστέριος, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο Ευδόξιος, ο Αέτιος και ο επίσκοπος Κυζίκου Ευνόμιος.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της διδασκαλίας του Αρείου στιγματίζονται και αναθεματίζονται στο τέλος της Εκθέσεως του 325.22 Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, ο Θεός είναι «αΐδιος», «άναρχος» και «αγέννητος», ενώ ο Χριστός είναι «γεννητός», «κτίσμα», «ποίημα» ή με άλλα λόγια ο Υιός είναι κατασκεύασμα του Πατέρα. Έτσι ο Ιησούς φαίνεται υποδεέστερος σε σύγκριση με το Θεό, ο οποίος δεν ήταν πάντα «Πατήρ», γιατί έλαβε την ιδιότητα αυτή όταν θέλησε να δημιουργήσει τον κόσμο. Τότε οι απρόσωπες και αρχέγονες δυνάμεις, η Σοφία και ο Λόγος, έλαβαν μορφή για να γίνουν όργανα της κτίσεως του κόσμου. Δηλαδή η Σοφία και ο Λόγος προσωποποιήθηκαν με το όνομα του Υιού. Έτσι για τους αρειανούς η δημιουργία συμπίπτει με τη δημιουργία του Χριστού (Υιού-Λόγου). Μέχρι τότε ο Ιησούς ήταν ανυπόστατος. Από την άποψη ότι ο Χριστός υπήρξε κτίσμα του Θεού διαμορφώθηκε και η ιδέα ότι ο Υιός είναι ανόμοιος του Πατέρα ως προς την ουσία του, ατελέστερος, από τη φύση του «τρεπτός», «αλλοιωτός», δηλαδή μεταβαλλόμενος, γι’ αυτό και όμοιος με τα ανθρώπινα όντα, που είναι ικανά να υποπέσουν σε αμαρτία. Υπάρχοντας όμως ως το πρώτο, πριν από κάθε άλλο κτίσμα του τέλειου Κτίστου, ο Χριστός απέκτησε το «τέλειον» και ονομαστικά αξίζει να λατρεύεται ως αληθινός Θεός.
Το σημαντικότερο επιχείρημα των συνοδικών Πατέρων της Νικαίας κατά των οπαδών του Αρείου ήταν ότι, εφόσον οι αρειανοί δέχονταν τη λατρεία του Χριστού-Κτίσματος, δεν διέφεραν από τους ειδωλολάτρες. Ο Αθανάσιος υποστήριξε ότι ο Άρειος παρερμηνεύει τα χωρία της Αγίας Γραφής23 στα οποία στηριζόταν η διδασκαλία του. Σύμφωνα με τον Αθανάσιο, ο Θεός είχε ο ίδιος τη δύναμη της δημιουργίας και δεν χρειαζόταν κάποιο όργανο για να κτίσει τον κόσμο, εξάλλου ο Χριστός δεν ήταν σε θέση να υποκαταστήσει το έργο του Δημιουργού.24 Βασίζοντας τα επιχειρήματά του στην Αγία Γραφή,25 ο Αθανάσιος απέδειξε την ομοουσιότητα του Θεού. Απέδειξε επίσης την ενότητα ουσίας Θεού και Υιού και μετά την ομοουσιότητα του Υιού. Έτσι ο Υιός είναι όμοιος του Πατέρα και αιώνιος αφού προήλθε από Αυτόν, όπως ο ήλιος παραμένει αδιαίρετος ως αρχέγονη πηγή φωτός. Ο Χριστός απλώς έλαβε σάρκα για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους από την αμαρτία.26 Η ενανθρώπιση του Υιού ερμηνεύτηκε από τον Αθανάσιο με την ανάγκη λύτρωσης του αμαρτωλού ανθρώπου σε αντίθεση με την ερμηνεία των αρειανών που πίστευαν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για να «εθεωθή». Ο νέος διάκονος υποστήριξε ότι ο Ιησούς μερικές φορές λησμονούσε ασυνείδητα τη θεϊκή του ιδιότητα και ενεργούσε ως άνθρωπος, αλλά όχι επειδή δε γνώρισε τον Πατέρα του, όπως έλεγαν οι αρειανοί.27 Ο Άρειος υποστήριζε ότι δεν υπήρξε ανθρώπινη λογική ψυχή ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ιδιότητας του Χριστού. Η άποψη αυτή πήγαζε από τη διδασκαλία του Ωριγένη, η οποία θεωρείτο έγκυρη στα δογματικά ζητήματα, και ως εκ τούτου έβρισκε σύμφωνο και τον Αθανάσιο.
Από τη λογομαχία του Αθανασίου και του Αρείου στη Νίκαια της Βιθυνίας φάνηκε ότι οι χριστολογικές απόψεις τους είχαν κοινή προέλευση, δηλ. την αλεξανδρινή παράδοση της σχολής του Ωριγένη. Κατά κάποιον τρόπο στον Άρειο ασκούσαν επιρροή οι ιδέες του Παύλου του Σαμοσατέως και του Λουκιανού Αντιοχείας. Πάντως οι διαφορετικές θέσεις των δύο κληρικών στηρίχθηκαν περισσότερο στη διαφορετική τους κατά γράμμα ερμηνεία χωρίων των Γραφών, παρόλο που οι φιλοσοφικές τεκμηριώσεις τους είχαν κοντινή ρίζα.
5. Οι εκκλησιαστικές ρυθμίσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε 4 praefecturae(επαρχότητες).28 Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη είχαν ξεχωριστή διοίκηση υπό τον praefectus urbis (έπαρχος πόλεως). Η Ανατολική Εκκλησία υιοθέτησε την οργάνωση αυτή. Στις αρχές του 3ου αιώνα από τις 4 προαναφερόμενες διοικητικές περιφέρειες εξελίχθηκαν 3 καινούργιες, δηλ. της Ρώμης, της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Τον 4ο αιώνα διαμορφώθηκε και η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως μονάδα με αυξημένες διοικητικές αρμοδιότητες. Οι μητροπολίτες αυτών των τεσσάρων εδρών από τον 5ο αιώνα και εξής άρχισαν να καλούνται Πατριάρχες. Ο επίσκοπος των Ιεροσολύμων διατηρούσε τιμητικό αξίωμα (σύμφωνα με τον 7ο κανόνα της Α' Νικαίας), επειδή η πόλη του είχε μόνο θρησκευτική, αλλά όχι διοικητική σημασία.29
Στους 20 κανόνες που διατύπωσε η Α' Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκαν σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως διοικήσεις, ιεραρχία μεταξύ των αρχιεπισκόπων και των επισκοπών κ.λπ.
Μεταξύ αυτών ιδιαίτερο βάρος είχε ο 6ος κανόνας, που επιβεβαίωνε τα ιδιαίτερα δικαιώματα και τη σπουδαία θέση του επισκόπου της Ρώμης30 μαζί με τους μητροπολίτες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Αφορμή για τη σύνταξη του 6ου κανόνα δόθηκε ουσιαστικά από τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, τα δικαιώματα του οποίου κινδύνευαν από το Μελέτιο Λυκοπόλεως. Η έδρα αυτή ήταν η πιο ισχυρή κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και ήταν σημαντικό για τους συνεδριάζοντες στη Νίκαια να υπογράψουν κάποια συμφωνία, η οποία να δηλώνει την ισοδυναμία των εδρών της Οικουμενικής Εκκλησίας. Ο 6ος κανόνας όμως κωδικοποιούσε τις μελλοντικές προοπτικές μείωσης της επιρροής των μητροπολιτικών εδρών της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων εν όψει της κυριαρχίας της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά το θάνατο του Κυρίλλου (444) η Αλεξάνδρεια άρχισε επίσης να οπισθοδρομεί.
6. Συνέπειες
Για να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία ο Μέγας Κωνσταντίνος φάνηκε πολύ διαλλακτικός προς τους οπαδούς του Αρείου. Έτσι μετά το 325 οι ορθόδοξες απόψεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου άρχισαν γρήγορα να χάνουν έδαφος. Έγιναν κιόλας ενέργειες για να αποκατασταθεί ο Άρειος και να επανέλθει στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο ίδιος υποχρεώθηκε να συντάξει καινούργιο σύμβολο πίστεως που δεν ανέφερε πια αιρετικές δοξασίες, αλλά δεν περιλάμβανε και τον όρο «ομοούσιος».31
Οι γιοι και διάδοχοι του Κωνσταντίνου, ο Κωνσταντίνος Β' (337-361) και ο Κώνστας (337-350), που κυβερνούσαν στη Δύση, τάχθηκαν υπέρ των αποφάσεων της συνόδου, αλλά ο αδελφός τους Κωνστάντιος (337-361), αυτοκράτορας της Ανατολής, έκλινε προς τους αρειανούς. Μια σειρά τοπικών συνόδων μετά το 325 στο Αρμίνιο, το Σίρμιο, την Αντιόχεια, τη Σερδική, τη Σελεύκεια και τη Νίκαια Θράκης δημιούργησαν ποικίλα αρειανίζοντα σύμβολα πίστεως, που απομάκρυναν την Ορθοδοξία από τις βασικές αρχές της Εκθέσεως.32
Ο εθνικός αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363) προσπάθησε να ανατρέψει τελείως το χριστιανικό δόγμα. Στη συνέχεια, οι ηγεμόνες Ιοβιανός (363-364) και Ουλεντινιανός Α΄ (364-375) έδειξαν σεβασμό στις αποφάσεις της Νικαίας, αλλά ο αδελφός του τελευταίου, ο Ουάλης (364-378), συνέχισε την αρειανίζουσα πολιτική του Κωνσταντίνου Β'.
Στο χώρο της θεολογίας ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας εξακολουθούσε τον αγώνα κατά των αρειανών με τις οξύτατου ύφους συγγραφές του,33 δημιουργώντας πολλές εχθρότητες. Το έργο του συνεχίστηκε από τους τρεις Καππαδόκες θεολόγους: το Μέγα Βασίλειο (329-379), το Γρηγόριο Ναζιανζηνό (περίπου 330-390) και το Γρηγόριο Νύσσης (περίπου 335-394). Αυτοί αγωνίστηκαν εναντίον των αρειανών χωρίς την ίδια δραματικότητα που χαρακτηρίζει τους αγώνες του Αθανασίου, αλλά θεμελίωσαν φιλοσοφικά το τριαδικό δόγμα της Νικαίας.
● Υμνολογικά
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. β’.: Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.: Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’.: Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον: Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.[2]
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.: Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’.: Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον: Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.[2]
Η κύρια πηγή για την Α' Οικουμενική Σύνοδο είναι η Εκκλησιαστική ιστορία34 του Ευσεβίου Καισαρείας (περίπου 260-339). Η Ιστορία της Α' Οικουμενικής Συνόδου του ΓελασίουΚυζίκου35 από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα περιέχει κυρίως λαϊκές παραδόσεις και μύθους σχετικά με το γεγονός. Στα έργα όμως του Αθανασίου Αλεξανδρείας,36στις Εκκλησιαστικές ιστορίες του Σωκράτη,37 του Σωζομενού,38 του Θεοδωρήτου της Κύρου και του Ρουφίνου39 σώζονται αρκετές λεπτομέρειες για την αναπαράσταση των δογματικών υποθέσεων του 325. Έμμεσες πηγές για τις θεολογικές απόψεις της Νικαίας είναι τα συγγράμματα κατά των αρειανών του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, του Γρηγορίου Νύσσης κ.ά.
1. Πρόκειται για τη διαμάχη του Καικιλιανού και του Δονάτου για την επισκοπή της Καρχηδόνος.
2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 36.
3. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 2, 71, 1.
4. Σωζομενός Α', 20. 1.
5. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 2, 71, 2.
6. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 7, 1.
7. Μέχρι τότε δημόσια οχήματα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι δημόσιοι λειτουργοί για κρατικές υποθέσεις. Το κράτος ανέλαβε όλα τα έξοδα της παραμονής των επισκόπων και των συντρόφων τους κατά τη διάρκεια της συνόδου, κάτι το οποίο προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες και ήταν θέμα κριτικής για τον Κωνσταντίνο από τους διαδόχους του. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορίαΑ΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 137.
8. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν τα μέσα Ιουνίου του 325. Βλ. Cristianstvo – enciklopediceskii slovar II (Moskva 1995), σελ. 201.
9. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 3-4.
10. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 37.
11. Eusebius, Vita Constantini, βιβλ. 3, 10, 8-10.
12. Η ονομασία είναι μεταγενέστερη.
13. Μόνο δύο επίσκοποι ψήφισαν κατά. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 137.
14. Η έκδοση του Revillont στα κόπτικα των πρακτικών της Α' Συνόδου θεωρείται πλαστή από τη σύγχρονη έρευνα. Για τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων βλ. Mansi, J.D., Sacrorum conciliorum, nova et amplissima I (Florentiae 1759, επανεκτύπωση 1960-1961)· Schwartz, E., Acta conciliorumoecumenicorum (ACO), τόμ. I-IV 2 (Berolini et Lipsiae 1913-1940) κ.α.
15. Βλ. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία ΙΑ' (Αθήναι 1967), σελ. 525-530.
16. Σύμφωνα με το Θεοδώρητο, οι αρειανοί επίσκοποι ήταν 10, ο Ρουφίνος μιλάει για 17 και ο Φιλοστόργιος αναφέρει 22 άτομα.
17. Lebedev, A.P., Vselenskie sobori 4 i 5 vv. (Moskva 1881), σελ. 14-28.
18. Εορτή ανάμνησης της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο.
19. Οι εβραϊκοί μήνες είναι σεληνιακοί και αρχίζουν με τη νέα Σελήνη.
20. Στο ζήτημα αυτό πάλι υπήρξαν διαφωνίες, επειδή βάσει των αστρονομικών δεδομένων υπολόγιζαν διαφορετικά το Πάσχα στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη. Το 525 όμως ο Διονύσιος Σκύθης κατάρτισε πασχαλινούς πίνακες, που έγιναν αποδεχτοί από την Εκκλησία. Η συμφωνία αυτή έπαψε το 1582 με την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του πάπα Γρηγορίου ΙΓ'.
21. Βίος του Αθανασίου στο Acta Sanctorum, Mai I (1680), σελ. 186-258.
22. Γενικά για τον αρειανισμό βλ. Newman, J.H., The Arians of the Fourth Century (London 1881).
23. Πρόκειται για τα χωρία στα: Δευτερονόμιον 6, 4, Παροιμίαι 8, 22-5, Κατά Ιωάν. 14, 28, Κατά Ματθ. 27, 26 κ.α.
24. Cross, F.L., The Study of St. Athanasius (Cambridge 1945).
25. Κατά Ιωάν. 10, 30, Προς Εβρ. 1, 3, Ψαλμοί 2, 7, Πράξ. 13, 33 κ.α.
26. Σχετικά με την ενανθρώπιση του Χριστού βλ. Ryan, G.J. – Casey, R.P., De Incarnatione (1945-1946)· Bouyer, L., “L’Incarnation et l’Eglise-Corps du Christ dans la Theologie de S. Athanase”, Studia Patristica 3 (1982), σελ. 981-1045 κ.α.
27. Οι εν λόγω ισχυρισμοί των αρειανών στηρίζονταν στην Αγία Γραφή, Κατά Ιωάν. 11, 34.
28. Lübek, K., Reichseinteilung und kirchliche Hierarchie des Ostens bis zum Ausgange des vierten Jahrhunderts. Ein Beitrag zur Rechts- und Verfassungsgeschichte der Kirche (Kirchengeschichtliche Studien V, Heft 4, Münster 1901).
29. Πρβλ. Posnov, M., Istorija na hristianskata carkva 2 (Sofia 1993), σελ. 89 κ.ε.
30. Η επικύρωση του ρόλου του πάπα από την Α΄ Οικουμενική στηριζόταν 1) στην ξεχωριστή θέση της Ρώμης ως πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, 2) στο γεγονός ότι εκεί βρίσκονταν τα λείψανα των δύο Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και 3) στη θεωρία ότι ο Απόστολος Πέτρος είχε δογματική προτεραιότητα, την οποία κληρονομούσε διαδοχικά και ο πάπας.
31. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ζ' (Αθήνα 1980), σελ. 400.
32. Για τα θεολογικά ρεύματα της περιόδου βλ. Kelly, J.N.D., Early Christian Doctrines (1960), passim.
33. Τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου είναι μεταφρασμένα στα αγγλικά από τον Bright, W., Orations against the Arians(Oxford 1873, επανέκδοση 1883) και στο Historical Writings of Athanasius (Oxford 1881).
34. The Loeb Classical Library I-II (London 1959-1964).
35. Gelasii Cyzicensia Historia concilii Nicaeni, PG, LXXXV, col. 1192-1134.
36. Βασικές πηγές είναι οι 3 λόγοι του Αθανασίου «Κατά των Αρειανών» και 2 επιστολές, η μία από το 350-351 για τις αποφάσεις της Συνόδου της Νικαίας και η άλλη «Περί των γενομένων εν τη Αριμίνω και εν Σελευκεία συνόδων».
37. Migne, J.P., PG, vol. 67, 29-842.
38. Migne, J.P., PG, vol. 67, 843-1630.
39. Rufini Historia ecclesiastica, Pl, XXI, col. 461-540.
Δικτυογραφία:
2. Υμνολογικά: www.synaxaristis - ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
3. π. Παντελεήμων Kρούσκος
4. Nektarios Mamalougos - www.nektarios.gr
5. Τα Βίντεο από YouTube, εταιρεία της Google.
6. Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325 Συγγραφή: Moutafov Emmanuel (22/11/2002). Για παραπομπή: Moutafov Emmanuel, «Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία asiaminor.ehw.gr
5. Τα Βίντεο από YouTube, εταιρεία της Google.
6. Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325 Συγγραφή: Moutafov Emmanuel (22/11/2002). Για παραπομπή: Moutafov Emmanuel, «Σύνοδος Α' Οικουμενική Νικαίας, 325», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία asiaminor.ehw.gr
Βιντεο/αφιέρωμα στην Α' Οικουμενική Σύνοδο
by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
ΟΙ 318 ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ.
Διαβάστε επίσης:
Δείτε σχετικά με τον Άγιο Σπυρίδωνα:
- Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου (Σημαντικό είναι να επισημανθεί ότι κατά την Σύνοδο της Νίκαιας έλαβαν χώρα και πολλά θαύματα από τους Άγιους και θεοφόρους Πατέρες. Χαρακτηριστικά ήταν τα θαύματα του Αγίου
Σπυρίδωνος.)