της Σοφίας Ντρέκου (Sophia Drekou)
Αρθρογράφος (BSc in Psychology)
Ο γνωστός αναλυτικός ψυχολόγος Καρλ Γιουνγκ (Carl Jung) διέγνωσε ότι η πίστη είναι φάρμακο κατά του άγχους και η βαθειά πίστη πραγματικά δίνει φτερά και ανυψώνει τον ευλαβή άνθρωπο. Ο Χριστός παρέχει το φως το αληθινό που φωτίζει το πνευματικό και υπαρξιακό μας αδιέξοδο, προσφέρει έξοδο από τον ναρκισσισμό του σύγχρονου ανθρώπου και ψυχοσωματική ανάπαυση. (για το Ναρκισσισμό εδώ)
Συμφιλιωμένος με το απρόβλεπτο.
Αλλά με την έλλειψη;
Με το Κενό; Με το άδειο;
Ο τυφλός
θυμάται τα χρώματα.
Ξεθωριάζουν όμως
διαρκώς στη μνήμη του.
Θυμάται μια υποψία χρωμάτων.
Πού και πού
ριπές θυμού τον διαπερνούν
για την απώλεια της όρασής του.
Δεν διαρκούν πολύ.
Συμβιβάζεται με το σκοτάδι και πάλι.
«Σύ πιστεύεις ε/ς τον υίόν του Θεού;
«Σύ πιστεύεις ε/ς τον υίόν του Θεού;
Πιστεύω, Κύριε· και προσ-εκύνησεν αυτώ.»
(Ιωάννη κεφ. θ' στίχοι 35-38).
Ο γενναίος Τυφλός, οι υποκριτές και ο Υιός του Θεού
Πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα και στην Ορθοδοξία ονομάζεται «Κυριακή του Τυφλού». Στη λειτουργία διαβάζουμε το κομμάτι από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 9, όπου ο Ιησούς θεραπεύει ένα νέο, τυφλό εκ γενετής. Αργότερα ο νέος αυτός βρίσκει μεγάλους μπελάδες από τους φαρισαίους (που του κατηγορούν το Χριστό) και φτάνει στο σημείο να τα βάλει μαζί τους, χωρίς να τους φοβηθεί, υπερασπιζόμενος το Χριστό, ενώ δεν Τον έχει δει ποτέ του!
Ο Κύριος μας φανερώνει με το σημερινό θαύμα ότι είναι ο αληθινός Θεός, που χαρίζει και πάλι το φως στο δυστυχισμένο άνθρωπο. Συνάμα όμως μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι αυτός Θεός είναι το «φως του κόσμου» (Ιω. η' 12). Αυτό το φως μας θυμίζει το Άγιο Πνεύμα, που θα το δεχτούμε στην Εκκλησία μετά από δέκα πέντε περίπου μέρες από σήμερα.
«Τῷ καιρῶ ἐκείνω παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες; ραββί, τίς ἤμαρτεν, οὗτος ἡ οἵ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλός γεννηθῆ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς- οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἴνα φανερωθῆ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ. Ἐμέ δέ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντος μέ ἕως ἥμερα ἐστίν ἔρχεται νύξ ὄτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμω, φῶς εἰμί τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπῶν ἐπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῶ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος.
Ἀπῆλθεν οὔν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων. Οἱ οὔν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἤν, ἔλεγον οὔχ οὗτος ἐστίν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτος ἐστίν ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῶ ἐστίν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμί. Ἔλεγον οὔν αὐτῶ· πῶς ἀνεώχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκριθη ἐκεῖνος καί εἶπεν ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπε μοί· ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθῶν δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα.
Εἶπον οὔν αὐτῶ· ποῦ ἐστίν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτέ τυφλόν. Ἤν δέ σάββατον ὄτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέωξεν αὐτού τους ὀφθαλμούς. Πάλιν οὔν ἤρωτων αὐτόν καί οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω. Ἔλεγον οὔν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστί παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καί σχίσμα ἤν ἐν αὐτοῖς.
Λέγουσι τῷ τυφλῶ πάλιν σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὔν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἤν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ του ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ὑμῶν, ὄν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; πῶς οὔν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον οἴδαμεν ὅτι οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ἠμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη. Πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἴνα, ἐάν τίς αὐτόν ὁμολογήση Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Δία τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὔν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἤν τυφλός, καί εἶπον αὐτῶ· δός δόξαν τῷ Θεῶ· ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστίν.
Ἀπεκρίθη οὔν ἐκεῖνος καί εἶπεν εἰ ἁμαρτωλός ἐστίν οὐκ οἶδα· ἐν οἶδα, ὅτι τυφλός ὧν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δέ αὐτῶ πάλιν τί ἐποίησέ σου; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμίν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον σύ εἰ μαθητής ἐκείνου· ἠμεῖς δέ τοῦ Μωυσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσῆ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γάρ τούτω θαυμαστόν ἐστίν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστι, καί ἀνέωξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τίς θεοσεβής ἤ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἠνοιξέ τίς ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἤν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῶ· ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἠμᾶς; καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὐρῶν αὐτόν εἶπεν αὐτῶ· σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε: καί τίς ἐστι, Κύριε, ἴνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς- καί ἐώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σου ἐκεῖνος ἐστίν. ὁ δέ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῶ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιύς αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα' έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είμαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος».
Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Άλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου.
Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους.
Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά. σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους1 αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.
Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι' και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δκν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι.
Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vm κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.
ΑΝΑΛΥΣΗ
1. Όταν είδαν οι μαθητές το γεννημένο τυφλό, ρώτησαν τον Κύριο: «Ποιος αμάρτησε αυτός η οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού». Το έργο του Θεού, είναι η απαλλαγή των ανθρώπων από το σκοτάδι της αμαρτίας και η προσφορά του φωτός, που είναι ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου. Μόλις είδε ο κόσμος τη θαυματουργική θεραπεία του τυφλού χωρίστηκε σε δυο ομάδες. Άλλοι έλεγαν πως αυτός που έγινε καλά, είναι ο τυφλός, που πριν τον έβλεπαν να ζητιανεύει. Άλλοι πάλι έλεγαν πως δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος όμοιος του. Οι Φαρισαίοι άρχισαν τις ανακρίσεις. Τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν να τους πει με ποιο τρόπο έγινε καλά. Οι Φαρισαίοι ήθελαν να δυσφημήσουν τον Κύριο. Και ο θεραπευθείς τυφλός απαντούσε, πως άνθρωπος αμαρτωλός ποτέ δεν μπορεί να κάνει, αυτό που έκανε σε μένα ο Ιησούς.
1. Όταν είδαν οι μαθητές το γεννημένο τυφλό, ρώτησαν τον Κύριο: «Ποιος αμάρτησε αυτός η οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού». Το έργο του Θεού, είναι η απαλλαγή των ανθρώπων από το σκοτάδι της αμαρτίας και η προσφορά του φωτός, που είναι ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου. Μόλις είδε ο κόσμος τη θαυματουργική θεραπεία του τυφλού χωρίστηκε σε δυο ομάδες. Άλλοι έλεγαν πως αυτός που έγινε καλά, είναι ο τυφλός, που πριν τον έβλεπαν να ζητιανεύει. Άλλοι πάλι έλεγαν πως δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος όμοιος του. Οι Φαρισαίοι άρχισαν τις ανακρίσεις. Τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν να τους πει με ποιο τρόπο έγινε καλά. Οι Φαρισαίοι ήθελαν να δυσφημήσουν τον Κύριο. Και ο θεραπευθείς τυφλός απαντούσε, πως άνθρωπος αμαρτωλός ποτέ δεν μπορεί να κάνει, αυτό που έκανε σε μένα ο Ιησούς.
2. Στη συνέχεια οι Φαρισαίοι θέλησαν να φοβήσουν τους γονείς του τυφλού. Τους ανάκριναν και αυτοί απάντησαν πως αυτός είναι ο τυφλός γιος τους, αλλά για περισσότερες πληροφορίες καλό θα ήταν να ρωτούσαν τον ίδιο, που άλλωστε έχει και την κατάλληλη ηλικία. Στο τέλος ο τυφλός ομολογούσε με σταθερότητα την πίστη του στο Χριστό και τον αναγνώρισε με την πίστη του ότι είναι ο αληθινός Θεός. Και σήμερα υπάρχουν πολλοί εχθροί του Χριστού. Κατηγορούν την Εκκλησία μας και ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. Είναι οι διάφοροι αιρετικοί και άθεοι. Είναι οι ψευτοπροφήτες, που όμως παρουσιάζονται σαν πρόβατα. Και εμείς χρειαζόμαστε να ομολογούμε την πίστη μας στο Χριστό και να μην υπολογίζουμε κανέναν απολύτως. Όταν εμείς το θέλουμε, τότε ο Κύριος μας γεμίζει με δύναμη και θάρρος. Δεν έχει σημασία, αν είμαστε ακόμα μικροί στην ηλικία. Όταν η ψυχή του παιδιού φωτίζεται από το Χριστό, τότε παίρνει δύναμη και γίνεται ο δάσκαλος των μεγάλων.
3. Ο Κύριος δέχτηκε την προσκύνηση του τυφλού, γιατί μ' αυτό μας φανέρωσε πως είναι ο ίδιος ο Θεός. Τέτοια είναι η δύναμη της πίστεως. Οδηγεί τον κάθε άνθρωπο στην κοινωνία του με το Θεό. Την ίδια λατρεία και δοξολογία προσφέρουμε και εμείς κάθε Κυριακή στην Εκκλησία. Μας αξιώνει ο Θεός να ομολογούμε: «Εις άγιος, εις Κύριος, Ίησοΰς Χριστός, είς δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».[2]
Η απάντηση της ταπείνωσης
Σχόλιο στην ευαγγελική διήγηση
«Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ»Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: « Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε, για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.
Η σιωπή του Θεού
Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές. Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιός σύζυγος», ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποιά σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις; Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη· είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.[3]
Το φυσικό κακό δεν είναι συνέπεια του ηθικού κακού[4]
Κυριακή του εκ γενετής τυφλού | Ιωάννου 9, 1-38
Καθώς προχωρούσαν μια μέρα στο δρόμο ο Ιησούς και οι μαθητές του, είδαν έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;». Αυτό το είπαν γιατί τότε οι φτωχοί, οι άρρωστοι, οι παράλυτοι, οι τυφλοί και όσοι είχαν βαριά προβλήματα, είχαν διπλό «σταυρό»: Όχι μόνο πίστευε η κοινωνία πως ο Θεός τούς είχε τιμωρήσει για τα αμαρτήματα των γονέων ή τα δικά τους, αλλά βρίσκονταν στο θρησκευτικό και κοινωνικό περιθώριο βιώνοντας μια επίγεια κόλαση.
Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Εγώ πρέπει να κάνω τα έργα εκείνου που με έστειλε, όσο είναι μέρα. έρχεται νύχτα, οπότε κανείς δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο βρίσκομαι στον κόσμο είμαι το φως του κόσμου». Όταν τα είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό από το σάλιο και άλειψε τον πηλό πάνω στα μάτια του τυφλού.
Με το θαύμα που θα γίνει στη συνέχεια είναι σαν να διακηρύσσει προς όλους ότι ο ίδιος είναι ο Δημιουργός των ανθρώπων, αφού και τον Αδάμ έπλασε αλληγορικά από το χώμα της γης φτιάχνοντας πηλό. Και είπε στον τυφλό: Πήγαινε πλύσου στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το οποίο σημαίνει «απεσταλμένος».
Ο Χριστός επομένως είναι ο Απεσταλμένος του Θεού, είναι εκείνος που παρέχει το αληθινό φως στους ανθρώπους, αλλά και χορηγεί την αιώνια ζωή μέσω της αναστάσεώς Του. Εικονίζει μάλιστα η κολυμβήθρα του Σιλωάμ την αναγέννηση των ανθρώπων δια της Εκκλησίας και του Βαπτίσματος. Έφυγε ο άνθρωπος και πλύθηκε και ήρθε έχοντας βρει το φως του. Ο Θεός θέλει να συνεργεί ο άνθρωπος στη σωτηρία του και η βούλησή του να στρέφεται προς το καλό. Γι’ αυτό έστειλε τον τυφλό να πλυθεί, ώστε και η πίστη του να τονωθεί.
Οι γείτονες λοιπόν κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;» Άλλοι έλεγαν ότι είναι αυτός, άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Εκείνος έλεγε ότι εγώ είμαι. Ο ευαγγελιστής εδώ θέλει να τονίσει και επαληθεύσει ότι ήταν γνωστή σε όλους και για πολλά χρόνια η πάθηση του ανθρώπου και άρα ο Ιησούς θεραπεύει πραγματικά και μόνιμα.
Του έλεγαν λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; Εκείνος απάντησε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Ιησούς, έφτιαξε πηλό και τον άλειψε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και πλύσου. και αφού πήγα και πλύθηκα βρήκα το φως μου. Του είπαν λοιπόν: ‘Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;’ Λέει ο πρώην τυφλός: Δεν ξέρω. Φαίνεται στα λόγια τους:
(α) η περιφρόνηση πολλών Ιουδαίων για τον Χριστό, διότι αν και τον ήξεραν τον ονομάζουν «εκείνος»,
(β) η επιδερμική περιέργεια πολλών ανθρώπων και όχι η εσωτερική αναζήτηση για το πρόσωπό Του, που τελικά λυτρώνει και
(γ) η άρνηση ορισμένων να απαγκιστρωθούν από το ασφαλές και λογικοκρατούμενο κοσμοείδωλο που έχουν ανεγείρει για τους εαυτούς τους, που συμπεριλαμβάνει μόνο τα κοσμικά και πρόσκαιρα και όχι τα θαύματα και την αλήθεια του Θεού.
Φέρνουν στους Φαρισαίους τον άλλοτε τυφλό. Και ήταν Σάββατο όταν έκανε τον πηλό ο Ιησούς και του άνοιξε τα μάτια. Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Και αυτός τους είπε: Πηλό μου έβαλε στα μάτια μου και πλύθηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου. Ούτε πηλό μάλιστα δεν επιτρεπόταν να φτιάξει κανείς την ημέρα του Σαββάτου. Αθεράπευτη τυπολατρία επικρατούσε στη συνείδησή τους, αφού με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζαν τα πράγματα και σε άλλα θαύματα του Ιησού, όπως στη θεραπεία λ.χ. του ανθρώπου με το παράλυτο χέρι στη Συναγωγή, την ημέρα του Σαββάτου (Μάρκ. 3,1-6).
Η πρόταξη όμως των τύπων εις βάρος του νοήματος και της ουσίας είναι αρρώστια πνευματική και χρήζει θεραπείας. Διότι το πνεύμα έτσι φυγαδεύεται και στη θέση του επικρατεί ένας στείρος ηθικισμός, χωρίς εσωτερικό περιεχόμενο και σύνδεση αγιοπνευματική με τη χάρη του Θεού. Άλλοι έλεγαν: «Πώς είναι δυνατόν άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοιες υπερφυσικές ενέργειες;» και μεγάλη διχογνωμία έγινε ανάμεσά τους, ώστε για άλλη μια φορά αποδεικνύονται αληθινά τα λόγια του αγίου Συμεών του Θεοδόχου, ο οποίος όταν πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος Ιησούς, είπε τότε πως αυτός γεννήθηκε ως «σημείο αντιλεγόμενο» (συμφωνίας και διαφωνίας των ανθρώπων ως προς το ποιος είναι) και εις πτώση και ανάσταση πολλών εξ’ αιτίας αυτού. Εξάλλου, λίγο πριν από το περιστατικό με τον τυφλό, το Ευαγγέλιο αναφέρει ότι επιχείρησε ο λαός να τον λιθοβολήσει γιατί αποκάλυψε ότι πριν γεννηθεί ο Αβραάμ υπήρχε αιώνια δοξασμένος (ως Θεός).
Λένε πάλι στον τυφλό: Εσύ τι λες γι’ αυτό; Ότι δηλαδή σού άνοιξε τους οφθαλμούς; Ο άνθρωπος είπε ότι θεωρεί τον Χριστό προφήτη. Μόλις άκουσαν οι Φαρισαίοι ότι θεωρεί τον Ιησού προφήτη, άρχισαν να αμφισβητούν ότι ήταν πράγματι τυφλός. Φώναξαν τότε τους γονείς του και τους ρώτησαν αν είναι αυτός ο γιος τους που λένε πως ήταν τυφλός. «Πώς τώρα λοιπόν βλέπει;», τους ρώτησαν! Απάντησαν οι γονείς του και είπαν: Γνωρίζουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Μα πώς τώρα βλέπει ή ποιος άνοιξε τα μάτια του, δεν ξέρουμε. Άλλωστε είναι ενήλικος και μπορεί μόνος του να σας πει για τον εαυτόν του. Αυτά τα είπαν από φόβο, αφού είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι να αποβάλουν από τη Συναγωγή εκείνους που ονόμαζαν μεσσία τον Ιησού. και αυτό σήμαινε μαρτυρική ζωή. Διότι τους εκδιωχθέντες ούτε χαιρετούσαν οι άλλοι, ούτε τους μιλούσαν. Και είχαν και άλλα κοινωνικά προβλήματα, στους ψυχρούς πλέον τρόπους συναλλαγών και στα δικαστήρια, όπου η γνώμη τους δεν μετρούσε.
Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον πρώην τυφλό και του είπαν: Δόξασε τον Θεό. εμείς γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος αυτός (ο Ιησούς) είναι αμαρτωλός. Απάντησε εκείνος και είπε: Αν είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω. Ένα όμως ξέρω: Το ότι αν και ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω. Και του ξαναείπαν: Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια; Τους απάντησε: «Σας το έχω κιόλας πει, μα δεν με ακούσατε. Γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τους ειρωνεύεται βέβαια στο σημείο αυτό, γιατί αφενός τον κούρασαν με την υποκριτική στάση και τα προσχηματικά λόγια τους και αφετέρου γιατί ο άλλοτε τυφλός είχε δεχθεί ως θείο δώρο την ίασή του και είχε πιστέψει ήδη στον Χριστό. Του μίλησαν προσβλητικά τότε και είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή. Ενώ γι’ αυτόν δεν γνωρίζουμε από πού κατάγεται».
Ο Χριστός είχε φυσικά πει ότι, αν ήταν οι Ιουδαίοι αυθεντικοί μαθητές του Μωυσή, θα είχαν αναγνωρίσει τη θεότητά Του, αφού ο Μωυσής για τον Χριστό μίλησε. Απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: Εδώ είναι το παράξενο, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, κι όμως μου άνοιξε τα μάτια. Και γνωρίζουμε πως ο Θεός δεν ακούει αμαρτωλούς, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημά Του, αυτόν ακούει. Πώς θα επέτρεπε δηλαδή ο Θεός σε έναν αμαρτωλό, τους επισημαίνει ο άλλοτε τυφλός, να κάνει τόσο μεγάλα θαύματα; Ποτέ ξανά δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε μάτια εκ γενετής τυφλού.
Αν δεν ήταν αυτός από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα, κατέληξε. Επομένως, αφού κάνει μοναδικά θαύματα είναι ο Υιός του Θεού. Του απάντησαν έντονα και του είπαν: Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα στην αμαρτία και θα μας κάνεις και μάθημα; Και τον έδιωξαν έξω. Όταν δηλαδή δεν κατάφεραν να διαστρέψουν την αλήθεια με τα λόγια τους, προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν βία, που είναι χαρακτηριστικό της ανασφάλειας και της σπασμωδικής αντιπνευματικής συμπεριφοράς διαφόρων ατόμων και ομάδων (παραθρησκευτικών, αθλητικών, πολιτικών κ.α.).
Είναι αλήθεια λοιπόν πως κάθε θαύμα που έκανε ο Ιησούς πρόσθετε και μια σταγόνα στο ποτήρι της αντιπάθειας των θρησκευτικών αρχών εναντίον Του. Μέχρις ότου, όταν το ποτήρι ξεχείλισε, τον οδήγησαν στον δια του σταυρού θάνατο. Αποδεικνύεται έμπρακτα, επιπλέον, πως μεγαλύτερο κακό από την σωματική τύφλωση είναι η πνευματική τύφλωση της απιστίας και ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αρνητικής θέλησης κάποιων ανθρώπων να στραφούν προς το Θεό, που δεν παύει με διάφορους τρόπους και αφορμές να τους καλεί. Ακόμη, ενώ ο τυφλός «είδε» τον Θεό με τα εσωτερικά μάτια της πίστης, κάποιοι στη διάρκεια της ιστορίας, αν και λειτουργεί η όρασή τους, παραμένουν στην ουσία τυφλοί, διότι αρνούνται να αναγνωρίσουν τον χορηγό του ακτίστου φωτός, που είναι ο Κύριος Ιησούς.
Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω (τον έκαναν δηλαδή «αποσυνάγωγο», όπως προείπαμε) και όταν τον βρήκε του είπε: Πιστεύεις στον Υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε: Και ποιος είναι Κύριε για να πιστέψω σ’ αυτόν; Καί τον έχεις δει, καί αυτός που σου μιλάει εκείνος είναι, αποκάλυψε για τον εαυτόν του ο Ιησούς. Τότε ο θεραπευθείς τού είπε: Πιστεύω Κύριε. και τον προσκύνησε. Δεν άφησε δηλαδή τον άνθρωπο ο Ιησούς χωρίς επιβεβαίωση της παρουσίας Του αλλά έψαξε και τον βρήκε, επειδή αφενός είδε τη μεγάλη πίστη του και τη μαρτυρία στους γύρω του για Εκείνον και αφετέρου επειδή ο Θεός δεν εγκαταλείπει ποτέ τα πλάσματά Του, παρά μόνο επεμβαίνει, όποτε εκείνος κρίνει καλύτερα, «προς το συμφέρον της αιτήσεώς τους». Ένα σημαντικό μήνυμα εδώ είναι να μην ξεχνάμε το χρέος μας και προς τους άλλους. να γινόμαστε δηλαδή θαρραλέοι ιεραπόστολοι με τις μικρές ή τις μεγάλες δυνάμεις μας, που ο Θεός πάντα χαρίζει και ενισχύει, όχι μόνο σε κατάλληλους αλλά και σε ακατάλληλους καιρούς (Ματθ. 5,11).
Απ’ ότι φαίνεται στην παρούσα περικοπή τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, υπάρχουν άνθρωποι –εδώ εκπροσωπούνται από τους Φαρισαίους- που όχι μόνο δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την αλήθεια, αλλά και διαστρέφουν επίτηδες την αλήθεια για να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη. Προτιμούν να διασπείρουν ψέματα και κινούνται αρνητικά απέναντι στο Θεό. Ενοχλούνται από το φως και προτιμούν το σκοτάδι.
Προσπαθούν μάλιστα να προσαρμόσουν την ιστορική αλήθεια προς την ιδεολογία τους (με συνεντεύξεις, δια του διαδικτύου, και με συγγραφή βιβλίων), να απορρίψουν ορθολογιστικά ή να ανακαλύψουν δήθεν αντιφάσεις στα θαύματα του Χριστού, παρά να παραδεχθούν το θαύμα ως μέρος της θεϊκής και τώρα (με τον ερχομό του Θεανθρώπου) και ανθρώπινης πραγματικότητας. Όσοι εν γνώσει τους βέβαια παρασέρνουν τους άλλους στην πνευματική καταστροφή θα κληρονομήσουν το πυρ το άσβεστο και αιώνιο. Για εκείνους όμως που από άγνοια τα φαύλα πράττουν, δίνει ο Θεός πολλές ευκαιρίες, ανώδυνες και επώδυνες, μήπως και μετανοήσουν και σωθούν.
Γιατί όμως ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την αλήθεια; Διότι πιστεύουν υπερβολικά στον εαυτό τους, στις απόψεις τους, στην αξία τους. Αυτοειδωλοποιούνται και αρνούνται τον πραγματικό Θεό. Ίσως κάποιοι μάλιστα να νομίζουν ότι πιστεύουν, αλλά η πίστη τους δεν είναι παρά προέκταση της ασφάλειάς τους στο υπερπέραν και όχι κάτι το αληθινό.
Στερούνται φυσικά την ταπείνωση και την γνήσια μετάνοια, αφού νιώθουν ανώτεροι από τους άλλους. Θεωρούν ότι έχουν στο τσεπάκι τον Θεό, ζουν ψευδώς ως αυτόφωτοι και αρνούνται το φως το αληθινό «το ερχόμενον εις τον κόσμον φωτίσαι πάντα άνθρωπον». Ακόμη και αν περάσουν από τον ναό εν ώρα Λειτουργίας, δεν κατανοούν αμέσως μετά τη Θεία Κοινωνία τα λόγια των ψαλτών: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
Ως συμπεράσματα ακόμη από την μικρή ανάλυση της περικοπής που επιχειρήσαμε, μπορούν να εξαχθούν τα κάτωθι:
(α) «Εγώ, που μιλάω αυτή τη στιγμή μαζί σου, είμαι ο Υιός του Θεού» αποκαλύπτει ο Χριστός, όχι μόνο προσωπικά σε όσους έχουν τις υγιείς προϋποθέσεις, αλλά και στην Εκκλησία Του δια των μυστηρίων και της αγιαστικής ζωής. Ο Χριστός είναι η κρίση της κρίσεως των ανθρώπων. Αυτός είναι το Α και το Ω, η Αρχή και το Τέλος. Στο εξής, όλοι οι άνθρωποι κρίνονται αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στο πρόσωπο του Κυρίου. Ο ίδιος δεν κρίνει κανέναν, αλλά οι άνθρωποι είναι εκείνοι που κρίνονται, ανάλογα με τη ζωή τους και την αγάπη ή όχι, που δείχνουν όσο ζουν. Ο Κύριος φανερώνεται σε όσους θέλουν να τον πιστέψουν, παραμένουν «πτωχοί τω πνεύματι» και βιώνουν την εσωτερική τους ανέχεια και ψυχική τυφλότητα, όχι την υποτιθέμενη μοναδική υπεροχή τους. Αυτοί είναι όσοι βρίσκονται στα πρόθυρα της αποκαλυφθείσας αλήθειας Του, αν κρατούν βέβαια ανοικτά τα ψυχικά τους μάτια και ζουν μονίμως εν εγρηγόρσει.
(β) Ο πόνος και η θλίψη δεν αποτελούν πάντα αρνητικές καταστάσεις, αλλά έναρξη ή πορεία προς την αγιότητα, αν ο άνθρωπος γνωρίζει να προσφέρει τις θλίψεις του στον Θεό με υπομονή, όπως έπραττε ο συγκεκριμένος τυφλός του Ευαγγελίου. Αλληγορικά, μας το διδάσκει αυτό η φύση, όσον αφορά στο κλάδεμα και στο όργωμα της γης. Εκεί τα δέντρα μικραίνουν προς στιγμήν και η γη ανασκάπτεται, αλλά στο τέλος τα αποτελέσματα είναι θετικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην εγχείρηση των ασθενών προκειμένου να ξαναβρούν την υγεία τους ή και στην παιδαγωγική τιμωρία που επιβάλλεται στους μαθητές, με την οποία διορθώνεται ο χαρακτήρας τους. «Ο Θεός παιδεύει (πάντα) επί το συμφέρον», αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Εβρ. 12,10) και πάλι γράφει: «Είμαστε βέβαιοι ότι, αν αγαπά κανείς το Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του» (Ρωμ. 8,28), αλλά «και το Πνεύμα έρχεται βοηθός στις αδυναμίες μας» (Ρωμ. 8,26). Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν τα λόγια αυτά στην πράξη. Διαφορετικά δεν βρίσκει νόημα κανείς στη ζωή και δεν υποφέρονται οι δυσκολίες και στενοχώριες.
(γ) Το φυσικό κακό δεν είναι συνέπεια του ηθικού κακού, όπως πίστευαν και πιστεύουν πολλοί άνθρωποι. Ο Θεός δεν κρίνει κανέναν προσωπολατρικά, δεν συμπαθεί και αντιπαθεί με ανθρώπινες αδυναμίες και δεν τιμωρεί και χορηγεί τα καλά ανάλογα με το ποιόν του κάθε ανθρώπου. Είναι πέραν του καλού και του κακού ως ηθικές κατηγορίες, διότι είναι άγιος. Δεν είναι επιπλέον δεσμευμένος σε άτεγκτους νόμους για να ενεργεί σαν τυραννική εξουσία. Αγαπάει μόνο και προσφέρει θεραπεία δια της μυστηριακής ζωής. Όμως, βιώνοντας ή βλέποντας το κακό, και δια των θαυμάτων ή της άδολης πίστης, μπορεί ο κάθε άνθρωπος να μεταμεληθεί και να στραφεί προς το έλεος και την παρηγοριά του Θεού. Ουδέν κακόν επομένως αμιγές καλού.
(δ) Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κρατούν καμία στάση απέναντι του Χριστού, όπως οι γονείς του άλλοτε τυφλού. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι άνθρωποι τοποθετούνται θετικά ή αρνητικά απέναντί Του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το θάμβος από τις επιστημονικές και τεχνολογικές ικανότητες του σύγχρονου ανθρώπου, οδήγησε κάποιους στην αίσθηση αυτοθέωσης και στην καταστρεπτική για την τελειοποίηση του ανθρώπου απόρριψη της υπάρξεως του Θεού. Η άρνηση ορισμένων εξελίσσεται σε πόλεμο κατά του Χριστιανισμού και των πιστών. Έτσι, οι πιστοί π.χ. βίωσαν και βιώνουν διωγμούς, εξορίες και μαρτύρια, ο πατέρας της Αγίας Βαρβάρας έγινε και ο φονιάς της, νέος αυτοκτόνησε γιατί τον πίεζαν να μην στρέφεται προς το Θεό (δες στο βιβλίο: «Πώς σκότωσα το παιδί μου» και μια γυναίκα έπεσε σε μεγάλη κατάθλιψη γιατί ο σύζυγος τής απαγόρευσε να θρησκεύει (δες στο βιβλίο: «Όχι ιερεύς μεταξύ μας»). Τα υπαρξιακά και θεολογικά θέματα είναι λοιπόν πολύ λεπτά και απαιτείται ο πρέπον σεβασμός προς την πίστη του άλλου. Όχι η βία ή ο εξαναγκασμός.
Ο γνωστός ψυχίατρος Γιούγκ διέγνωσε ότι η πίστη είναι φάρμακο κατά του άγχους και η βαθειά πίστη πραγματικά δίνει φτερά και ανυψώνει τον ευλαβή άνθρωπο. Ο Χριστός παρέχει το φως το αληθινό που φωτίζει το πνευματικό και υπαρξιακό μας αδιέξοδο, προσφέρει έξοδο από τον ναρκισσισμό του σύγχρονου ανθρώπου και ψυχοσωματική ανάπαυση. Προϋπόθεση είναι να τον δεχθούμε ως λυτρωτή, να επιτρέψουμε στη χάρη Του να κατασκηνώσει μέσα μας και να ζούμε εν ταπεινώσει και μετανοία την καθημερινή μας ζωή.[4]
Ποια είναι η έννοια τής ονομασίας: «ο Υιός τού Θεού»;
Είναι «ο Υιός τού Θεού» Θεός Αληθινός;[5]
Μία απάντηση στις παρερμηνείες των Αρειανιστών
Ο διάλογος τού Χριστού με τον πρώην τυφλό
1. Ο Χριστός είναι Αυτός που βρίσκει το χαμένο πρόβατο
2. Σώζει, όχι πίστη στον Θεό, αλλά στον «Υιό τού Θεού»
3. Πώς φαίνεται η ταύτιση ουσίας Θεού και Υιού τού Θεού
4. Τιμητικά ή Λατρευτικά προσκύνησε ο τυφλός τον Χριστό;
5. Ήταν ο απόστολος Ιωάννης... ειδωλολάτρης;
1. Ο Χριστός είναι Αυτός που βρίσκει το χαμένο πρόβατο
2. Σώζει, όχι πίστη στον Θεό, αλλά στον «Υιό τού Θεού»
3. Πώς φαίνεται η ταύτιση ουσίας Θεού και Υιού τού Θεού
4. Τιμητικά ή Λατρευτικά προσκύνησε ο τυφλός τον Χριστό;
5. Ήταν ο απόστολος Ιωάννης... ειδωλολάτρης;
1. Ο Χριστός είναι Αυτός που βρίσκει το χαμένο πρόβατο
Μετά την τέλεση τού θαύματος εις τον εκ γεννετής τυφλό, έψαξε ο ίδιος ο Ιησούς να εύρει τον θεραπευθέντα με τον οποίον είχε τον εξής διάλογο: «Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον Υιόν τού Θεού; 36. Απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστί, κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; 37. Είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σού εκείνος εστίν. 38. Ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ» (ΙΩΑΝ. Θ: 35-38).
Μόλις ο Ιησούς απεκάλυψε, ότι είναι ο Υιός τού Θεού, αμέσως ο πρώην τυφλός πίστευσε, και πλήρης ενθουσιασμού ύψωσε τον τόνο τής φωνής του και ωμολόγησε την πίστη του λέγοντας: «πιστεύω, Κύριε». Προηγουμένως προσεφώνησε τον Ιησού με την λέξη «κύριε» ως άνθρωπο (στίχ. 36), γι’ αυτό εις την περίπτωση αυτή ορθό είναι το «κύριε» να γράφεται με κάππα μικρό και όχι με κεφαλαίο. Τώρα όμως προσφωνεί τον Ιησού με την λέξη «Κύριε» ως Θεό, και γι’αυτό το «Κύριε’ πρέπει να γράφεται με κάππα κεφαλαίο.
Μετά το θαύμα ο πρώην τυφλός δεν θα ενδιαφέρθηκε να βρει και να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του Ιησού; Ασφαλώς θα ενδιαφέρθηκε. Αλλά δεν είναι αυτός που βρήκε τον Ιησού. Είναι ο Ιησούς «ο ευρών αυτόν». Δεν είμεθα εμείς που βρίσκουμε τον Χριστό. Είναι ο Χριστός που ευρίσκει εμάς συμφώνως προς τον λόγο Του «Ήλθε ο Υιός τού ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (ΛΟΥΚ. ΙΘ:10). Γράφει ο Απόστολος Παύλος προς Χριστιανούς προερχομένους εκ τών εθνικών, οι οποίοι δεν γνώριζαν τον Αληθινό Θεό και λάτρευαν ψευδοθεούς: «Νυν δε γνόντες Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό τού Θεού» (ΓΑΛ. Δ:9) δηλαδή «Τώρα όμως, αφού γνωρίσατε τον Θεό, μάλλον δε ο Θεός γνώρισε εσάς (δηλαδή σάς έκανε δικούς Του)». Ο Θεός δηλαδή άρχεται τού έργου τής σωτηρίας μας. Δεν αρχίζουμε εμείς, αλλά αρχίζει ο Θεός το έργο τής σωτηρίας μας.
2. Σώζει, όχι πίστη στον Θεό, αλλά στον «Υιό τού Θεού»
Όταν ο Χριστός βρήκε τον πρώην τυφλό τον ρώτησε: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν τού Θεού;». Γιατί ερώτησε ο Χριστός; Δεν ήξερε; Ασφαλώς ήξερε. Αλλά ερώτησε, για να τού δώσει αφορμή να ομιλήσει, να συνομιλήσει μαζί του και να ομολογήσει. Το ερώτημα απευθύνεται και προς τον καθένα από εμάς. Και είναι το σημαντικώτερο ερώτημα, διότι προπάντων από την απάντηση εις το ερώτημα αυτό εξαρτάται η σωτηρία ή απώλειά μας. Εις την φράση: «Συ πιστεύσεις;», η αντωνυμία προτάσσεται με έμφαση και αντιδιαστέλλει τον θεραπευμένο τυφλό προς τούς απίστους Ιουδαίους. Η φράση δηλαδή σημαίνει: Οι Ιουδαίοι, προς τούς οποίους έδωσες μάχη, δεν πιστεύουν. Εν αντιθέσει προς αυτούς ΕΣΥ πιστεύεις;
Άξιον παρατηρήσεως είναι το γεγονός ότι ο Χριστός δεν έθεσε το ερώτημα «Συ πιστεύεις εις τον Θεό;», αλλά έθεσε το ερώτημα «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν τού Θεού;» Υπάρχει και η γραφή «εις τον Υιόν τού ανθρώπου» η οποία όμως μαρτυρείται από λιγότερους κώδικες εν σχέσει προς την αυθεντική «εις τον Υιόν τού Θεού». Αναφέρουμε ενδεικτικώς όλους τούς κώδικες εις τούς οποίους απαντούν και οι δύο γραφές, όπως αναγράφονται εις το Κριτικό Κείμενο τών Bruce M. Metzger, Kurt Aland, Carlo M. Martini, Johannes Karavidopoulos, Barbara Aland, έκδ.1993:
«εις τον Υιόν τού ανθρώπου» א B D W it syr cop eth Origen
«εις τον Υιόν τού Θεού» A L Δ Θ Ψ 070 0141 0233 0250 f1 f13 28 33 157 180 205 565 579 597 700 892 1006 1010 1071 1241 1243 1292 1342 1424 1505 Byz [E F G] Lect it vg syr cop arm geo slav Origen Theodore-Heraclea Chrysostom Cyril Tertulian Victorinus-Rome Hilary Faustinus Augustine Vigilius
Πιστεύουμε ότι αυθεντική είναι η γραφή «εις τον Υιόν τού Θεού» για έναν ακόμη λόγο. Εις το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου ο συνήθης τίτλος τού Ιησού είναι «ο Υιός τού Θεού». Ο δε σκοπός τού Ευαγγελίου τού Ιωάννου είναι να πιστεύσουν οι άνθρωποι, ότι ο Ιησούς είναι «ο Χριστός ο Υιός τού Θεού» (ΙΩΑΝ. Κ:31). Ο τίτλος «ο Υιός τού ανθρώπου» σημαίνει, κατά μίαν ερμηνεία, την ανθρώπινη φύση τού Ιησού. Αλλά εκείνο προπάντων και κυρίως, το οποίο ζητείται από τούς ανθρώπους, είναι να πιστεύσουν εις την θεία φύση τού Ιησού, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι ο Υιός τού Θεού και Θεός, όπως ο Πατήρ Του. Για τούς ανωτέρω δύο λόγους αυθεντική θεωρούμε τη γραφή «εις τον Υιόν τού Θεού». Βέβαια η Σκοπιά, κατά την πάγια τακτική της, έτσι κι εδώ, επέλεξε την πιο «ανώδυνη» γραφή, την γραφή «Υιόν τού ανθρώπου».
Ως καλός Ισραηλίτης ο πρώην τυφλός πίστευε εις τον Θεό και ανέφερετο εις Αυτόν επανειλημμένως: «οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει» (στίχ.31) και «ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποείν ουδέν» (στίχ.33). Ερωτάται δε τώρα, εάν πιστεύει εις τον Υιόν τού Θεού! Και το ότι ο Υιός τού Θεού ταυτίζεται ως φύση και ουσία με τον Αληθινό Θεό αυτό φαίνεται από τα εξής:
1) Εις την Παλαιά Διαθήκη αντικείμενο πίστεως ήτο ο Θεός ή Γιαχβέ ενώ εις την Καινή Διαθήκη το πρόσωπο εις το οποίο πρέπει να πιστεύσει ο άνθρωπος για να σωθεί είναι ο Μεσσίας ή Χριστός ή ο Υιός τού Θεού! Πρβλ. «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον· ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή τού Θεού μένει επ’ αυτόν» (ΙΩΑΝ. Γ:36), «Εάν ομολογήσεις εν τω στόματί σου Κύριον Ιησού, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση» (ΡΩΜ. Ι:9), «αποκριθείς δε (ο ευνούχος) είπε· πιστεύω τον Υιόν τού Θεού είναι τον Ιησούν Χριστόν» (ΠΡΑΞ. Η:37), «οι δε (Παύλος και Σίλας) είπον· πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκος σου» (ΠΡΑΞ. ΙΣΤ:31) κ.ά. Έτσι και εις το παρόν περιστατικό αυτό που ζήτησε ο Χριστός από τον πρώην τυφλό, δεν ήτο να ομολογήσει την πίστη Του εις τον Θεό, αλλά εις τον Υιόν τού Θεού! Εφόσον λοιπόν ο Υιός τού Θεού είναι αντικείμενο πίστεως, και εφόσον από το πρόσωπό Του εξαρτάται η σωτηρία και η αιωνιότητά μας, άρα δεν είναι «υιός τού Θεού», με την έννοια που είναι οι άνθρωποι και οι άγγελοι, κατά χάριν δηλαδή, αλλά είναι «ο Υιός τού Θεού» κατά φύσιν, με ειδική και μοναδική έννοια, ο μοναδικός φύσει Υιός τού φύσει Πατρός και Θεός Αληθινός!
2) Το ότι «ο Υιός τού Θεού’ ταυτίζεται φύσει και ουσία με τον Αληθινό Θεό αυτό φαίνεται και από την συνέχεια τού διαλόγου τού πρώην τυφλού με τον Χριστό. Ο Χριστός εις τον καλοπροαίρετο τυφλό χάρισε την σωματική όραση. Αλλά μετά την θαρραλέα ομολογία και την εξύβρισή του και την εκδίωξή του από τούς εχθρούς, ο Χριστός χάρισε εις αυτόν πολύ ανώτερο δώρο, την πνευματική όραση. Φρόντισε και γνώρισε εις αυτόν τον εαυτό του ως τον Υιόν τού Θεού. Η δε γνωριμία με τον Υιό τού Θεού, αυτή είναι η πνευματική όραση.
Ο πρώην τυφλός ομολόγησε την πίστη του «πιστεύω, Κύριε» αλλά όχι μόνον με λόγο, αλλά και με έργο «και προσεκύνησεν αυτώ’. Αμέσως έπεσε μπροστά εις τον Ιησού και τον προσεκύνησε. Προσκύνηση εις το Ευαγγέλιο τού Ιωάννη αναφέρεται εις τα εξής χωρία: Δ:20, 21, 22, 23, 24, ΙΒ:20. Προκαλούμε τούς Μάρτυρες τού Ιεχωβά να μάς υποδείξουν ποία προσκύνηση απ’όλες αναφέρεται με τιμητική ή σχετική έννοια. Ούτε μία! Όλες οι αναφορές περί προσκυνήσεως εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αφορούν εις λατρευτική προσκύνηση! Έτσι συμβαίνει και με αυτή την προσκύνηση. Ο πρώην τυφλός προσεκύνησε τον Υιόν τού Θεού ως Θεό! Όχι δε μόνον ο εν λόγω άνθρωπος, αλλά πολλοί προσεκύνησαν τον Υιόν τού Θεού, ο δε Υιός τού Θεού ουδέποτε αποποιήθηκε και ποτέ δεν απέκρουσε την προσκύνηση, διότι είχε την συνείδηση ότι είναι Θεός! Εις πολλά λοιπόν μέρη τής Γραφής βλέπουμε τον Υιόν τού Θεού ως άνθρωπο, αλλά και προ τής ενανθρωπίσεώς Του, να προσκυνείται με λατρευτική έννοια. Κι εφόσον η Γραφή ρητώς λέγει «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (ΜΑΤΘ. Δ: 10 προς το οποίον πρβλ. ΔΕΥΤ. ΣΤ:13, Ι:20) τότε ο Υιός τού Θεού περιλαμβάνεται εις την έννοια τού Αληθινού Θεού. Αναφέρουμε χωρία που αποδεικνύουν τού λόγου το αληθές:
«Ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως Υιός ανθρώπου ερχόμενος ήν...και αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή και η βασιλεία, και πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσαι αυτώ δουλεύσωσιν (=αυτόν θα λατρεύσουν). η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται» (ΔΑΝ. Ζ: 13-14)
«Εγώ ειμί ο Θεός, και ουκ έστιν άλλος. Κατ’εμαυτού ομνύω, ή μην εξελεύσεται εκ τού στόματός μου δικαιοσύνη, οι λόγοι μου ουκ αποστραφήσονται, ότι εν εμοί κάμψει παν γόνυ και εξομολογήσεται πάσα γλώσσα τω Θεώ» (ΗΣ. ΜΕ: 22-23 προς το οποίον πρβλ. ΡΩΜ. ΙΔ: 11 όπου ο Παύλος το εφαρμόζει επακριβώς εις τον Χριστό), καθώς και ΦΙΛΙΠ. Β: 9-11 όπου το πρόσωπον εις το οποίον θα «κάμψει παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται...» είναι τού Ιησού!)
«Πού εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ. Και πεσόντες προσεκήνυσαν αυτώ» (ΜΑΤΘ. Β: 2,11)
«Και ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι». (ΜΑΤΘ. Η: 2)
«Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων είς προσελθών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν». (ΜΑΤΘ. Θ: 18)
«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ, λέγοντες , Αληθώς Θεού Υιός ει» (ΜΑΤΘ. ΙΔ: 33)
«η δε (Χαναναία) ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα, Κύριε βοήθει μοι». (ΜΑΤΘ. ΙΕ: 25)
«Τότε προσήλθεν αυτώ η μήτηρ τών υιών Ζεβεδαίου μετά τών υιών αυτής προσκυνούσα και αιτούσα τι παρ’ αυτού». (ΜΑΤΘ. Κ: 20)
«αι δε (Μυροφόροι) προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτώ. Και ιδόντες (οι μαθηταί) αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δε εδίστασαν». (ΜΑΤΘ. ΚΗ: 9,17)
«Ιδών δε (ο δαιμονιζόμενος) τον Ιησούν από μακρόθεν, έδραμε και προσεκύνησεν αυτώ, και κράξας φωνή μεγάλη είπε, Τι εμοί και σοι, Ιησού, Υιέ τού Θεού τού Υψίστου»; (ΜΑΡΚ. Ε: 6-7)
«και αυτοί (οι μαθηταί) προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης». (ΛΟΥΚ. ΚΔ: 52).
«...ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα». (ΙΩΑΝ. Ε: 23) Όχι μόνον δεν απέκρουεν ο Ιησούς την προσκύνησιν, αλλά και ήθελεν οι πάντες να τιμούν Αυτόν ΟΠΩΣ τον Πατέρα.
«Όταν δε πάλιν εισαγάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει· και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (ΕΒΡ. Α:6)
«Τω καθημένω επί τού θρόνου και τω Αρνίω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τούς αιώνας τών αιώνων. Και τα τέσσερα ζώα έλεγον, αμήν. Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσεκύνησαν». (ΑΠΟΚ. Ε: 13-14)
«Και ο θρόνος τού Θεού και τού Αρνίου εν αυτή έσται και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ». (ΑΠΟΚ. ΚΒ: 3)
Τι συμπέρασμα, λοιπόν, εξάγεται εκ τών ανωτέρων χωρίων; Ότι τόσον ο Θεός όσον και το Αρνίον είναι ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΝ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, διότι οι δύο είναι κατ’ουσίαν ΕΙΣ. ΜΙΑ Θεότης, ΜΙΑ βασιλεία, ΜΙΑ δόξα, ΜΙΑ τιμή, ΜΙΑ προσκύνησις και λατρεία. Αν ο Υιός τού Θεού δεν ήτο αληθινός Θεός, αλλά κτίσμα, η λατρεία τού προσώπου Του θα ήτο ειδωλολατρεία. Η δε Αγία Γραφή καταδικάζει την ειδωλολατρεία, και μάλιστα εις το σημείο εκείνο, όπου διακηρύσσει, ότι ο Χριστός είναι ο Αληθινός Θεός! «Οίδαμεν δε ότι ο Υιός τού Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γιγνώσκωμεν τον αληθινόν. Και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω Υιώ Αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωήν αιώνιος. Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από τών ειδώλων». (Α' ΙΩΑΝ. Ε: 20-21) (Για λεπτομερή ανάλυση τού προαναφερθέντος χωρίου δύναται ο αναγνώστης να ανατρέξει εις το Β' Μέρος τού παρόντος εις το κεφάλαιο Χριστός, «ο Υιός τού Αληθινού Θεού» και «Αληθινός Θεός» ταυτοχρόνως! Χριστός, «ο Υιός τού Θεού» και «ο Θεός» συγχρόνως! Η παράδοξη ρήση τής Α' ΙΩΑΝ. Ε:20)
5. Ήταν ο απόστολος Ιωάννης... ειδωλολάτρης;
Εις το σημείο αυτό, όμως, αξίζει να κάνουμε μία παρένθεση και να εκθέσουμε μία πονηρία που κάνει η Σκοπιά προκειμένου να παραπλανήσει τούς ακολούθους της εις το θέμα τής τιμητικής προσκυνήσεως που αποδίδουμε εμείς οι Ορθόδοξοι εις τούς αγίους. Για να αποδείξει λοιπόν η Σκοπία, ότι εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε ειδωλολάτρες δεν διστάζει ανερυθριάστως και αναισχύντως να κατηγορήσει και αυτόν ακόμη τον Απόστολο Ιωάννη ως ειδωλολάτρη! Τον Απόστολο που διεκήρυττε «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από τών ειδώλων» (Α' ΙΩΑΝ. Ε:21)! Θαυμάστε, λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες τον «πιστό και φρόνιμο δούλο’ επί το έργον τής κατασυκοφαντήσεως τών ιδίων τών Αποστόλων:
«Και έπεσα έμπροσθεν τών ποδών αυτού προσκυνήσαι αυτώ. Και λέγει μοι· όρα μη σύνδουλός σου ειμί και τών αδελφών σου τών εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού· τω Θεώ προσκύνησον· η γαρ μαρτυρία τού Ιησού εστί το πνεύμα τής προφητείας» (ΑΠΟΚ. ΙΘ:10)
«At that I fell down before his feet to worship him. But he tells me: «Be careful! Do not do that! All I am is a fellow slave of you and of your brothers who have the work of witnessing to Jesus. Worship God; for the bearing witness to Jesus is what inspires prophesying.” (ΑΠΟΚ.ΙΘ:10, Αγγλική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας «Σκοπιά’, έκδ.1961, 1981, 1984 καθώς και από το επίσημο site τής Εταιρίας http://watchtower.org/e/bible/re/chapter_019.htm).
«Τότε έπεσα κάτω μπροστά στα πόδια του για να τον λατρέψω. Αλλά μού λέει: «Πρόσεχε! Μην το κάνεις αυτό! Εγώ είμαι απλός σύνδουλος δικός σου και τών αδελφών σου οι οποίοι έχουν το έργο τής επίδοσης μαρτυρίας για τον Ιησού. Τον Θεό λάτρεψε· διότι εκείνο που εμπνέει την προφητεία είναι το να δοθεί μαρτυρία για τον Ιησού» (ΑΠΟΚ.ΙΘ:10, Ελληνική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας ‘Σκοπιά’, έκδ.1997).
Προσέξτε αγαπητοί αναγνώστες ότι εντέχνως και εσκεμμένως η Σκοπιά το «προσκυνείν» το έχει αποδώσει και εις τίς δύο μεταφράσεις με «λατρεύειν». Εάν λοιπόν κατά την Σκοπιά δεν υφίσταται τιμητική προσκύνηση, αλλά μόνον λατρευτική, τότε θα έπρεπε με τον ίδιο τρόπο να αποδώσει και τα υπόλοιπα χωρία που κάνουν λόγο περί προσκυνήσεως. Ας θαυμάσουμε, λοιπόν, με ποίον τρόπο «στραβώνει» ο «δούλος» τούς αναγνώστες του εις το θέμα τής προσκυνήσεως, και κατ’ επέκτασιν εις το θέμα τής λατρείας που αφορά εις το πρόσωπο τού Υιού τού Θεού, ώστε να μην δύνανται οι ακόλουθοί του να διακρίνουν την Θεότητα τού Ιησού.
«Όταν δε πάλι εισαγάγη τον πρωτότοκο εις την οικουμένην, λέγει· και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (ΕΒΡ. Α:6).
«But when he again brings his Firstborn into the inhabited earth, he says: «And let all God’s angels do obeisance to him.”» (ΕΒΡ. Α:6, Αγγλική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας ‘Σκοπιά’, έκδ.1961, 1981, 1984 καθώς και από το επίσημο site τής Εταιρίας http://watchtower.org/e/bible/heb/chapter_001.htm)
«Και όταν πάλι φέρει τον Πρωτότοκό του στην κατοικήσιμη γη, λέει: «Και όλοι οι άγγελοι τού Θεού ας τον προσκυνήσουν» (ΕΒΡ. Α:6, Ελληνική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας «Σκοπιά», έκδ. 1997).
Όπως παρατηρούμε, η Σκοπιά, δεν μετέφρασε με τον ίδιο ζήλο όπως έκανε εις την Αποκάλυψη, το «προσκυνείν» με «λατρεύειν», αλλά εις μεν την Αγγλικήν Μετάφρασιν Νέου Κόσμου με το «do obeisance» δηλαδή οι άγγελοι «να κάνουν υπόκλιση», «να υποκλιθούν» εις τον Χριστό (!), ή κατ’ άλλην μετάφραση ‘να κάνουν υπακοή’, «να υπακούουν» εις τον Χριστό (υπονοώντας μήπως ότι διακατέχονται από απειθαρχία εις Αυτόν;), εις δε την Ελληνική Μετάφρασιν Νέου Κόσμου άφησε την λέξη αμετάφραστη! Εις μεν την Αγγλική δηλαδή μετάφραση, προτίμησε να διεστρεβλώσει το νόημα τού χωρίου προκειμένου να αποφύγει το «worship», δηλαδή την απόδοση λατρείας υπό των αγγέλων εις το πρόσωπο τού Χριστού, εις δε την Ελληνική απέφυγε να μεταφράσει το «προσκυνείν» για να θεωρήσει ο αναγνώτης τί;
Ότι ο Χριστός προσκυνείται τιμητικώς και με σχετική έννοια υπό τών αγγέλων; Διότι με απόλυτο έννοια είναι ειδωλολατρία; Υφίσταται και τιμητική ή σχετική προσκύνηση για την Σκοπιά; Εάν ναι, τότε με αυτή την έννοια προσκυνούμε εμείς οι Ορθόδοξοι τούς αγίους, και με αυτή την έννοια προσκυνάει ο Ιωάννης τον άγγελο εις την Αποκάλυψη, και ο τελευταίος από ταπείνωση αποκρούει την προσκύνηση. (Για λεπτομερή ανάλυση τού περιστατικού που διεδραματίσθη μεταξύ αγγέλου και Αποστόλου Ιωάννου, καθώς και περί τής προσκυνήσεως τού τελευταίου προς τον άγγελο και τι ακριβώς σήμαινε η απάντηση που έδωσε ο άγγελος εις τον Ιωάννη, δύναται ο αναγνώστης να ανατρέξει εις ημέτερο άρθρο εδώ)
Για ποίον λοιπόν λόγο, εμμέσως πλην σαφώς, η Σκοπιά υπαινίσσεται πτώση εις ειδωλολατρία για τον Ιωάννη; Γιατί μόνον ο Ιωάννης ειδωλολάτρης και όχι και οι άγγελοι εφόσον απαγορεύεται να προσκυνήσουν «όσα εν τω ουρανώ άνω’ (ΕΞΟΔ. Κ:4-5); Ή μόνον για τούς ανθρώπους ισχύει αυτή η απαγόρευση; Κι αν τελικά δεν υφίσταται τιμητική ή σχετική προσκύνηση, τότε οι άγγελοι προστάσσονται να λατρεύσουν κτίσμα ή Θεό Αληθινό εις τον οποίον ανήκει η λατρεία και μόνο, εφόσον γέγραπται «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (ΜΑΤΘ. Δ:10, προς το οποίο πρβλ. ΔΕΥΤ. ΣΤ:13, Ι:20); Μήπως τελικά για να προστάσσονται οι άγγελοι να λατρεύσουν τον Χριστό, ο τελευταίος δεν είναι ένας απλός Αρχάγγελος αλλά Θεός Αληθινός και Κύριος τών Αγγέλων; (Περισσότερα για το θέμα περί τού προσώπου τού Χριστού εν σχέσει προς τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, και για την πλάνη που κηρύσσει εις Σκοπιά και εις αυτό το θέμα, και εις ποία σημεία η Γραφή κάνει διάκριση μεταξύ Χριστού – Μιχαήλ, δύναται ο αναγνώστης να καταφύγει εις το Β' Μέρος τού παρόντος εις το θέμα: Είναι ο Χριστός ο Αρχάγγελος Μιχαήλ; Πού η Γραφή κάνει διάκριση μεταξύ των δύο προσώπων;)
«Ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ» (ΙΩΑΝ. Θ:38).
«Then he said: «I do put faith [in him], Lord.» And he did obeisance to him» (ΙΩΑΝ. Θ:38, Αγγλική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας ‘Σκοπιά’, έκδ.1961, 1981, 1984 καθώς και από το επίσημο site τής Εταιρίας http://watchtower.org/e/bible/joh/chapter_009.htm).
«Τότε αυτός είπε: «Πιστεύω σε αυτόν Κύριε». Και τον προσκύνησε» (ΙΩΑΝ. Θ:38, Ελληνική Μετάφρασις Νέου Κόσμου, Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας «Σκοπιά», έκδ.1997).
Τα ίδια ισχύουν και εδώ. Επειδή γίνεται λόγος περί (λατρευτικής) προσκυνήσεως που απευθύνεται εις τον Χριστό, εις μεν την Αγγλική μετάφραση η Σκοπιά μετέφρασε ότι ο πρώην τυφλός έκανε μία απλή υπόκλιση εις τον Χριστό, εις δε την Ελληνική, η τακτική παρέμεινε η ίδια κι άφησε την λέξη αμετάφραστη. Εάν δηλαδή αντιπαραβάλλουμε τα δύο χωρία (ΙΩΑΝ.Θ:38 και ΕΒΡ.Α:6) με αυτό τής Αποκαλύψεως (ΑΠΟΚ. ΙΘ:10) διαπιστώνουμε ξεκάθαρα ότι η Σκοπιά εφαρμόζει επακριβώς δύο «δύο μέτρα και δύο σταθμά»! Όπου δηλαδή η προσκύνηση είναι λατρευτική και αφορά εις το πρόσωπο τού Χριστού, εις μεν την Αγγλική Μετάφραση Νέου Κόσμου δεν μεταφράζεται με την ορθή λέξη «worship» αλλά περιφραστικώς «dο obeisance», εις δε την Ελληνική την αφήνει αμετάφραστη, για να μην δύνανται οι αναγνώστες να καταλάβουν ότι γίνεται λόγος περί λατρευτικής προσκυνήσεως εις το πρόσωπον τού Χριστού, κι άρα συνειδητοποιήσουν, ότι ο Χριστός δεν είναι κάποιος Αρχάγγελος, αλλά Θεός Αληθινός!
Συμφώνως δηλαδή προς τις μεταφράσεις τού «δούλου’, διαπιστώνουμε το εξής τραγελαφικό και οξύμωρο: Ο μεν πρώην τυφλός τα κατάφερε και δεν υπέπεσε εις ειδωλολατρεία, εφ’οσον δεν απέδωσε λατρεία εις τον Χριστό, κάτι όμως που δεν κατάφερε ο Ιωάννης, ο οποίος αν και Θεόπνευστος, την «πάτησε» κι απέδωσε λατρεία εις (τον) άγγελο!!! Κι αυτό όχι μόνο μία φορά (ΑΠΟΚ. ΙΘ:10), αλλά την «πάτησε» και δευτέρα φορά (ΑΠΟΚ. ΚΒ: 9), εφόσον δεν εννόησε την νουθεσία τού αγγέλου περί απαγορεύσεως προσκυνήσεως κτισμάτων! Κατά τις τραγελαφικές μεταφράσεις τής Σκοπιάς δηλαδή, ο μη Χριστιανός, πρώην τυφλός, αποδεικνύεται «θεοπνευστότερος’ (ας μάς επιτραπεί η αδόκιμος αυτή έκφραση) τού όντως Θεοπνεύστου και αγαπημένου μαθητού τού Ιησού, αυτού που έγραψε το πιο υψηλό και το πιο μεγαλήγορο κείμενο τής Καινής Διαθήκης αλλά και όλης τής Αγίας Γραφής, το ευαγγέλιο με τα υψηλότερα θεολογικά νοήματα, το ευαγγέλιο με τα περισσότερα παράδοξα λόγια και νοήματα, ώστε φυσικώς και ανθρωπίνως δεν ήτο δυνατόν να έλθουν εις την διάνοιαν ανθρώπου, έννοιες αδιανόητες κι ανεπινόητες, ο ένας από τούς τρεις που η εκκλησία απένειμε τον τίτλο «ΘΕΟΛΟΓΟΣ» !!![5]
1. Σοφία Ντρέκου για την Αέναη επΑνάσταση | Το ποίημα «Συμφιλιωμένος με το απρόβλεπτο» είναι από την ποιητική συλλογή της Ιουλίας Τολιά, «Οι περιπέτειες ενός τυφλού» Εκδότης ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, Φεβρουάριος 2012, σελ. 40. www.sophia-ntrekou.gr
3. Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138
4. Κυριακή του εκ γενετής τυφλού | Ιωάννου 9, 1-38, Το φυσικό κακό δεν είναι συνέπεια του ηθικού κακού, του θεολόγου Μιχαήλ Χούλη, www.oodegr.com
5. Ποια είναι η έννοια τής ονομασίας: «ο Υιός τού Θεού»; Είναι «ο Υιός τού Θεού» Θεός Αληθινός; Ο διάλογος τού Χριστού με τον πρώην τυφλό. Μία απάντηση στις παρερμηνείες των Αρειανιστών, του Γεωργίου Τσιμπιρίδη, www.oodegr.com.
6. Ηλ. πηγή: Ο γενναίος Τυφλός, οι υποκριτές & ο Υιός του Θεού o-nekros.blogspot.gr
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1. Κυριακοδρόμιο, εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθ. 2011
2. Κων/νου Γρηγοριάδη, «Λόγος και ύπαρξη», τ. α', έκδ. β', εκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Μήλεσι Αττικής, Αθ. 2001
3. Νικολάου Νευράκη, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», Αθ. 1989
4. Σταύρου Φωτίου, «Ορθόδοξα μηνύματα», εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000
5. Τιμοθέου Κιλίφη, αρχιμ. «Τα τέσσερα Ευαγγέλια και Πράξεις αποστόλων», α' τόμος, 4η έκδ., Αθήνα
Σχετικά θέματα:
FaceBook
Αέναη επΑνάσταση 5 Ιουνίου 2016: Το Φως του κόσμου έλαμψε και σήμερα στις εκκλησιές μας με την περικοπή του Τυφλού. Ο φωτισμός ενός εκ γενετής τυφλού που «είδε» τον Θεό με τα εσωτερικά μάτια της πίστης. Κάποιοι στη διάρκεια της ιστορίας, αν και λειτουργεί η όρασή τους, παραμένουν στην ουσία τυφλοί, διότι αρνούνται να αναγνωρίσουν τον χορηγό του ακτίστου φωτός. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς)
Όταν κλείσεις τα μάτια και στοχαστείς
βλέπεις οράματα ανάλογα με την διάθεση σου!
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1. Κυριακοδρόμιο, εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθ. 2011
2. Κων/νου Γρηγοριάδη, «Λόγος και ύπαρξη», τ. α', έκδ. β', εκδ. «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος», Μήλεσι Αττικής, Αθ. 2001
3. Νικολάου Νευράκη, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», Αθ. 1989
4. Σταύρου Φωτίου, «Ορθόδοξα μηνύματα», εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000
5. Τιμοθέου Κιλίφη, αρχιμ. «Τα τέσσερα Ευαγγέλια και Πράξεις αποστόλων», α' τόμος, 4η έκδ., Αθήνα
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
Σχετικά θέματα:
- Τo θάρρος να αντικρίσει κανείς το φως - Ιω. Καραβιδόπουλου
- Σχόλια περί «Η Αγία Τριάδα ως φανέρωση και εμπειρία του Ακτίστου Φωτός!»
- Ο Νέος Χρόνος, Οδηγός στο Φως της του Χριστού Ελευθερίας
- Πεντηκοστή και Άγιο Πνεύμα
- Το Άγιο Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ό,τι αγγίξει
- Προσευχή στο Άγιον Πνεύμα
Αέναη επΑνάσταση 5 Ιουνίου 2016: Το Φως του κόσμου έλαμψε και σήμερα στις εκκλησιές μας με την περικοπή του Τυφλού. Ο φωτισμός ενός εκ γενετής τυφλού που «είδε» τον Θεό με τα εσωτερικά μάτια της πίστης. Κάποιοι στη διάρκεια της ιστορίας, αν και λειτουργεί η όρασή τους, παραμένουν στην ουσία τυφλοί, διότι αρνούνται να αναγνωρίσουν τον χορηγό του ακτίστου φωτός. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς)
Όταν κλείσεις τα μάτια και στοχαστείς
βλέπεις οράματα ανάλογα με την διάθεση σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου