Ο ιερός Χρυσόστομος και η πολιτική εξουσία


Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
(Columnist Sophia Drekou)

Ο ιερός Χρυσόστομος 
ΩΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Έναντι της πολιτικής εξουσίας. 

Επίκαιρα μηνύματα προς τους 
Εκκλησιαστικούς Ταγούς 
και τους Πολιτικούς Άρχοντες

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπήρξε ο πλέον σκληρός επικριτής των ακροτήτων της πολιτικής εξουσίας και των φορέων αυτής που διαβιούσαν contra στα διδάγματα της Εκκλησίας και σε βάρος του πενόμενου λαού.


Ο έλεγχός του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημόσιου βίου, ο οποίος όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό, που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας.

  • Ο ιερός Χρυσόστομος ουδέποτε χαρίστηκε στους άρχοντες του κόσμου τούτου και γι’ αυτό τον λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εκ των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους.

Ουδέποτε ο ιερός πατήρ εδίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για τον φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπιζε και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.

Ευθεία σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία

Έτσι, δεν άργησε να συγκρουστεί ευθέως και χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας και της σπατάλης που έκανε, ενώ πεινούσε ο λαός. 
Στηλίτευσε την μεγάλη και προκλητική πολυτέλεια, τις ασυλόγιστες δαπάνες και τις αισχρές και ανήθικες διασκεδάσεις της ανακτορικής αυλής, αλλά και τον ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιομανία «την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυρολοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν» και όλες εκείνες τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.
Αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την
απληστία προς τον πρωθυπουργό της εποχής, Ευτρόπιο


Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών.

Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματός του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως μοναδικής ρητορικής δεινότητος κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας. 

Στο πλευρό του Χρυσοστόμου ο λαός

Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως από τους πολιτικούς.

«Ψευδοσύνοδος» καταδίκης του Χρυσοστόμου

Όμως, όπως είναι γνωστό, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι, ο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε ποτέ την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.

Τότε οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιοδόξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν.

Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρύ, το έτος 403 μ.Χ. μια ψευδοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε «ληστρική σύνοδος» και κατεδίκασαν άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.

Επαναφορά στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξαιτίας της οργής του πλήθους

Ο αγανακτισμένος από την άδικη αυτή απόφαση λαός, χιλιάδες λαού, έφθασαν σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και απειλούσαν να κατακρεουργήσουν τους πάντες για την εξορία του φιλάσθενου ποιμενάρχου τους. Τότε η ηθική και φυσική αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στην βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος ένδακρυς βροντοφώναξε: «Τι ποίησω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ τη υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου…».

Και πάλι στη εξορία ο Χρυσόστομος

Το δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ. Αφορμή για τη νέα και τελευταία δοκιμασία του ιερού πατρός εδόθη όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρείας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του ναού της Αγίας Σοφίας (ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός) και στο κέντρο της δημοσίας αγοράς.

Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…».

Όλα αυτά ως σεισμός τάραξαν τα ανάκτορα και ο ιερός Χρυσόστομος οδηγείται και πάλι στην εξορία, κατά το έτος 404 μ.Χ. Η εξασθενημένη όμως υγεία του, μετά από τρία έτη σκληρής εξορίας, δεν άντεξε και το 407 μ.Χ. ο άτλας αυτός της ορθοδόξου Εκκλησίας παρέδωσε το πνεύμα του, λέγοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή την φράση: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 13 Νοεμβρίου εκάστου έτους τιμά ιδιαιτέρως τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη του Χρυσόστομο. Την ημέρα αυτή, στον πατριαρχικό θρόνο δεν ανεβαίνει ο Πατριάρχης, αλλά τοποθετείται η εικόνα του ιερού πατρός, ενώ ο Πατριάρχης ίσταται στο παραθρόνιο, έχοντας στο χέρι του μαύρη ράβδο.


Ιδιαίτερη υπήρξε η τιμή και ευλογία για τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όταν κατά το Νοέμβριο του 2004 και εν όψει της θρονικής εορτής του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέου του πρωτοκλήτου, ιδρυτού της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, μετέφερε στον πατριαρχικό ναό μετά από επτά αιώνες τα ιερά λείψανα των Αγίων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του θεολόγου, τα οποία είχαν κλαπεί από τους λατίνους Σταυροφόρους και εφυλάσσοντο στο Βατικανό. Τα ιερά λείψανα επέστρεψαν μόνιμα στον φυσικό τους χώρο, στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Ένα μέρος των Λειψάνων ελήφθησαν από την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της Δ' Σταυροφορίας, το 1204, και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.

Στις 27 Νοεμβρίου 2004, τα Λείψανα του Γρηγορίου και του Ιωάννη Χρυσοστόμου επιστράφηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

Το έτος 2007 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αφιερωμένο στην ιερά μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου για τα 1600 έτη από της κοιμήσεώς του.

Η πολιτική εξουσία κατά τον ιερό Χρυσόστομο


Η εσχατολογική προϋπόθεση της χριστιανικής ηθικής κατά το Χρυσόστομο σ’ όλα τα θέματα δεν σημαίνει φυγή ή αποφυγή του κόσμου, αλλ’ αντιθέτως είναι αντιμετώπισή του και προσανατολισμός προς τον αληθινό προορισμό του, χωρίς τον οποίο χάνει κάθε νόημα.

Η πολιτεία πλην των άλλων είναι και «αρχή», η οποία, αποπροσανατολισμένη στην πραγματικότητα, εδραιώνει κι ενισχύει τη βασιλεία του διαβόλου· όταν όμως προσανατολιστεί προς το σωστό προορισμό της, επαναφέρει τη βασιλεία του Θεού. Αντίφαση Εκκλησίας και πολιτείας υπάρχει, όταν ο εσχατολογικός ενιαίος στόχος διαφοροποιείται.

α΄. «Διάκονος Θεού»

Ο Χρυσόστομος εξετάζει την πολιτεία πάντοτε μέσα από τις εσχατολογικές της διαστάσεις. Γι’ αυτόν η πολιτεία είναι μορφή του παρόντος βίου. Η δουλεία στους άρχοντες δεν υπήρχε στον παράδεισο, στην αρχέγονη και απαλλαγμένη από κάθε δουλεία κατάσταση. Αυτό βέβαια αντιτίθεται στη ρωμαιοκαθολική αντίληψη, η οποία την εξουσία αυτή και τη δουλεία την ανάγει στη φύση και στη δημιουργία (societas naturalis)· σύμφωνα δηλαδή μ’ αυτή την αντίληψη η διαβάθμιση εξουσίας δουλείας θα εμφανιζόταν και χωρίς την πτώση, διότι είναι δήθεν αιώνιος νόμος· διευκρινίζεται μόνον ότι οποιαδήποτε κατάχρηση οφείλεται στη μεταπτωτική φθορά του ανθρώπου. Ο ι. πατήρ, όπως εκτέθηκε στα προηγούμενα, συνδέει κάθε “δουλεία” με την “αμαρτία”. Έτσι σαν αίτια της δουλείας θεωρεί την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα» και τη μη ομαλή συμβίωση των ανθρώπων.

Τη «δουλεία» αυτή την αναλύει στην 29η ομιλία και στο 4ο λόγο του στη Γένεση, όπου, όπως ορθώς παρατηρεί ο π. Θ. Ζήσης, θεμελιώνει την επεισαγωγή της στην «αμαρτία» του Νεβρώδ, στην κατάχρηση δηλαδή της σωματικής του ισχύος, χάρη στην οποία επιβλήθηκε σαν «τύραννος και αυθάδης» και «άρχων και βασιλεύς», και «έτερον δουλείας εφεύρε τρόπον». Συνεπώς η μορφή αυτή είναι αναγκαία, αν θεωρηθεί σαν προερχομένη από την πρόνοια και τη φιλανθρωπία του Θεού και σα μέτρο θεραπείας. H εσχατολογική προοπτική του ι. πατρός προσδιορίζει όχι μόνο την προέλευση του φαρμάκου αλλά και το θεραπευτικό προορισμό του.

Ερμηνεύοντας ο Χρυσόστομος τη ρήση του Παύλου «υπό του Θεού τεταγμέναι», λεγόμενη για τις εξουσίες, εξαίρει όχι μόνο την αναγκαιότητα του φαρμάκου της εξουσίας σαν συνέπειας της αμαρτίας, αλλά και τη χρησιμότητά του σαν μέτρου και αποτελέσματος της θείας φιλανθρωπίας και προνοίας. Στα εφεξής θα παρακολουθήσουμε τη σκέψη του ι. πατρός στο πώς ερμηνεύει το μέτρο αυτό εσχατολογικά.

Η παρομοίωση του θεσμού της πολιτείας, με «φάρμακον» και των αρχόντων με «ιατρούς» εκφράζει την εσχατολογική προϋπόθεση και τον προορισμό του θεσμού. Παρομοιάζει επίσης την πολιτεία με «παιδαγωγία» και τους άρχοντες με «παιδαγωγούς», που διακρατούν τους ανθρώπους από τη ροπή στη ραθυμία. Άλλοτε βλέπει την εξουσία της πολιτείας να επιτελεί σπουδαίο έργο, όταν προφυλάσσει τους ανθρώπους από την αναρχία και καθιστά δυνατή τη συμβίωσή τους. Διότι αν εκλείψουν από τις πόλεις οι άρχοντες «θηρίων αλόγων αλογώτερον βιωσόμεθα βίον». Τονίζει ότι η εξουσία είναι «πρόξενος ειρήνης». 

Από τις αναγκαίες τέχνες τη θεωρεί σαν την πιο απαραίτητη· «ταύτης άνευ ουδέν εκείνων όφελος», λέγει. Πέρα απ’ αυτά η θετική προσφορά του άρχοντος έγκειται, όπως είναι ευνόητο, στο ότι αυτός είναι παράγων που προτρέπει στην άσκηση της αρετής «και τω φόβω και ταις τιμαίς»· μ’ αυτό τον τρόπο «προευτρεπίζει» τις ψυχές να δέχονται «εικότως» το λόγο της διδασκαλίας. Γι’ αυτό και υιοθετεί για τον άρχοντα την έκφραση του Παύλου «Θεού διάκονος» (Ρωμ. 13, 4).
Γι’ αυτό επίσης ο Χρυσόστομος αναγνωρίζει το ανέκαθεν ισχύον δικαίωμα των αρχόντων να τρέφονται από το λαό. Παρατηρεί μάλιστα ότι, όταν ο Χριστός αποκρίνεται στην ερώτηση, αν πρέπει να δίδεται στον Καίσαρα ο κήνσος, εκφράζεται με το ρήμα «αποδίδωμι» (Ματθ. 22, 17-21) που δηλώνει «απόδοσιν», επιστροφή του οφειλομένου χρέους στον πραγματικό του ιδιοκτήτη σαν αμοιβή δηλαδή για τις θετικές του υπηρεσίες. Εξ άλλου ο Παύλος παραγγέλλει και να προσευχόμαστε για τους άρχοντες (Α’ Τιμ. 2, 2). Συνεπώς η εξουσία θεωρείται σαν κάτι που συμβάλλει στην άσκηση της αρετής, βοηθάει στην επάνοδο και στην τελείωση του ανθρώπου, και «διακονεί» το εσχατολογικό σχέδιο του Θεού.
Είναι όμως γεγονός ότι στη μεταπτωτική αυτή και φθαρτή κατάσταση του κόσμου υπάρχει ο παντοτινός κίνδυνος και η αιώνια ροπή ν’ αντιστραφεί τελείως η τάξη, κι αυτός ο «διάκονος» και «παιδαγωγός» και «Καίσαρ» να θεοποιήσει τον εαυτό του, να υπερβεί τους «οικείους όρους» κατά τη διαχείριση της από το Θεό δοσμένης εξουσίας του, και να γίνει στην πραγματικότητα ένας αντάρτης και πλάνος. Αποτέλεσμα της περιπτώσεως αυτής είναι η κατάχρηση της εξουσίας, η σύγκρουση με το θέλημα του Θεού. Η εκ μέρους όμως ορισμένων αρχόντων κατάχρηση της εξουσίας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το θεσμό σαν θετικό παράγοντα και παιδαγωγό, αλλά δίνει στο Χρυσόστομο την αφορμή να επισημάνει τις άλλες διαστάσεις της εσχατολογικής του τοποθετήσεως· η θεραπεία προϋποθέτει και το σωστό ιατρό. Επανειλημμένως τονίζει ότι πρώτιστο έργο του άρχοντος είναι το «εαυτού άρχειν» και η εφαρμογή του νόμου. Ο εντοπισμός της εννοίας του άρχοντος στη «διακονία» και στο «ωφελείν τους αρχομένους και ευεργετείν» προϋποθέτει μια ανιδιοτελή διακονία του και καθαρότητα της ψυχής του από τα πάθη.

Ο Χρυσόστομος, ακλουθώντας τον Παύλο και τη Βίβλο γενικώς, φθάνει να παραδέχεται την υποταγή του Χριστιανού και σε απίστους άρχοντες. Υπενθυμίζει ότι, όταν ο Παύλος παρήγγελλε την υποταγή στους άρχοντες, διατελούσε κάτω από την εξουσία διώκτου. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει άρνηση του θελήματος του Θεού, αλλ’ ότι κάτω από την εσχατολογική θεώρηση η υποταγή αυτή είναι πρόσκαιρη κι έχει σα σκοπό την ειρηνική διευθέτηση των τρεχόντων προβλημάτων μόνο. Σε περίπτωση που απουσιάζουν από τον άρχοντα οι ηθικές αρχές, έργο του Χριστιανού είναι όχι να σωθεί δραπετεύοντας ή επαναστατώντας, αλλά να σώσει τον ίδιο τον άρχοντα από την έκτροπή.

Στο γνωστό λόγο των αποστόλων «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5, 29) δεν φαίνεται να βλέπει ο ερμηνευτής μια επανάσταση, αλλ’ εξαίρει την επιείκεια των αποστόλων, το «ακατάπληκτον», την αφοβία, και την προσπάθειά τους να βγάλουν τους άρχοντες από την πλάνη. Στη συνέχεια τονίζει, με εσχατολογική σημασία, ότι η αδικία των αρχόντων κατά βάθος ήταν για τους αποστόλους αίτιο χαράς· μόνη αδικία είναι η αμαρτία· επαινεί δε την εν τη θλίψει υπομονή των αποστόλων. Σε κανένα κείμενό του δεν φαίνεται να έχει μια επαναστατική θέση.

Η προσπάθεια του Χριστιανού είναι ν’ απαλλαχθεί όχι από αδίκους άρχοντες αλλ’ από την αμαρτία. Η άρση της αδικίας του άρχοντος σαν μέριμνα του Χριστιανού υπάρχει για χάρη του άρχοντος κι όχι του εαυτού του. Την ίδια στάση τήρησε ο άγιος πατήρ κι όταν εξορίστηκε· πουθενά δεν φαίνεται να οργανώνει μια αντίσταση, αλλά χαίρεται στις θλίψεις του. Δέχεται το θεσμό, παραβλέπει τα πρόσωπα.

Η ενδεδειγμένη λύση γι’ αυτόν είναι η ανθρώπινη επάνοδος και η εξάπλωση του κηρύγματος, το οποίο μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Η νοοτροπία αυτή οφείλεται φυσικά και στον καιρό της εμφανίσεως της Κ. Διαθήκης· το κήρυγμα βρισκόταν στο ξεκίνημά του και έπρεπε να φανεί σαφώς ότι οι Απόστολοι δεν δίδασκαν την ανατροπή των κοινών και καθεστώτων νόμων· αυτό θα τους προσέθετε πειρασμούς και περιττούς και ακάρπους.

β. Ιεράρχηση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας.

Εξηγώντας ο Χρυσόστομος το λόγο για τον οποίο αναγνωρίζει την εγκόσμια πολιτεία, και πόσο σπουδαία είναι αυτή η αναγνώρισή της σαν «διακονίας» του θείου σχεδίου, και πόσο συμβάλλει η πολιτεία στην τελείωση του ανθρώπου, καθιστά αντιληπτό ότι σαν «διάκονο» τη θεωρεί πολύ κατώτερη από την Εκκλησία. Η διακονία της πολιτείας βοηθάει μόνο το έργο της Εκκλησίας, προετοιμάζει και προευτρεπίζει τις ψυχές για να τις βρει έτσι η διακονία του λόγου του Θεού.

Η Εκκλησία διαφέρει από την πολιτεία όσο ο ουρανός από τη γη κι όσο η ψυχή από το σώμα· ο ιερεύς είναι ανώτερος από το βασιλέα, όσο το πνεύμα από τη σάρκα. Εκτός από την υπόδειξη της ανωτερότητος στις παρομοιώσεις αυτές εκφράζεται και η άποψη του ι. πατρός για την αποστολή κάθε αρχής. Η ανωτερότητα της Εκκλησίας προέρχεται αποκλειστικά από την εσχατολογική της διάσταση, την οποία στερείται η πολιτεία. Η Εκκλησία λ. χ. έχει την εξουσία του «δεσμείν και λύειν εν τω ουρανώ», ενώ η πολιτεία μόνο πάνω στη γη.

Η πολιτεία δεν ενδιαφέρεται για τα πέρα από τον «ψυχικόν άνθρωπον», ενώ η εκκλησία μόνη αναπλάθει τον «πνευματικόν». Η υπεροχή της Εκκλησίας έγκειται στα πνευματικά και όχι στα εγκόσμια. Άλλη υπεροχή της έγκειται στη μέθοδό της. Η πολιτεία πείθει με τον εξαναγκασμό, η Εκκλησία με την ελευθερία· εκείνη απαγορεύει, αυτή νουθετεί· εκείνη ενδιαφέρεται μόνο να τιμωρήσει, αυτή να θεραπεύσει και να εξαλείψει την πηγή της κακίας. Η πολιτεία έχοντας σαν πηγή της νομοθεσίας της την ανθρώπινη σκέψη, κάποτε πλανάται, ενώ η Εκκλησία στηριζόμενη στη Γραφή είναι πάντοτε θεόπνευστη. Η πολιτεία σκοπεύει στο να καταστήσει τη συμβίωση των ανθρώπων απλώς δυνατή, της Εκκλησίας όμως σκοπός είναι η αδελφοσύνη. Κι ενώ η εγκόσμια εξουσία χωρίζει τους ανθρώπους, η Εκκλησία αντιθέτως είναι το της «ενώσεως και συμφωνίας όνομα».

Η διοργάνωση των πολιτικών εορτών και εκδηλώσεων γίνεται με βάση το διαχωρισμό και τη διαίρεση των ανθρώπων, ενώ αντίθετα τα αντίστοιχα στην Εκκλησία ενώνουν τους διαχωρισμένους, η τράπεζα είναι κοινή, η χάρη δεν κάνει διακρίσεις, οι νόμοι δεν δημιουργούν τάξεις· η Εκκλησία γενικώς «ου τοις αξιώμασι διαιρεί την κοινωνίαν». Ο πνευματικός άνθρωπος εκπληρώνει και ξεπερνάει τους νόμους της πολιτείας, εφαρμόζει δε και τους ανωτέρους νόμους της Εκκλησίας, γενόμενος έτσι ελεύθερος από το νόμο της πολιτείας, διότι η Εκκλησία δεν περιορίζεται στο να ζητήσει απλώς ευθύνες για το κακό, αλλά τον προάγει στην εργασία της αρετής.

Το συμπέρασμα που βγάζει ο Χρυσόστομος είναι ότι ουσιαστικά ο Χριστιανισμός με τη μέθοδό του συγκρατεί τη ζωή μας πολύ περισσότερο από το κράτος, όπως λέγει χαρακτηριστικά μετά την παραπάνω σύγκριση στη 15η ομιλία της ερμηνείας του στη Β’ προς Κορινθίους· «Ώστε πολλώ μάλλον των έξωθεν νόμων ο Χριστιανισμός τον ημέτερον συνέχει βίον». Γι’ αυτόν από την Εκκλησία προέκυψε και θα προκύψει «πάσα ωφέλεια του βίου και η της οικουμένης διόρθωσις».

Εξάλλου το ότι ο Χρυσόστομος έφυγε, μόνον όταν εκδηλώθηκε βία, σημαίνει μόνον ότι είχε την πεποίθηση ότι ο Χριστιανός βασιλεύς έπρεπε να υποταχθεί στην Εκκλησία διότι στα πνευματικά ο βασιλεύς οφείλει να υποτάσσεται στον ιερέα.

Εν συμπεράσματι η ιεράρχηση αυτή είναι εξ ολοκλήρου εσχατολογική. Συνεπώς, όταν η Εκκλησία χάνει την εσχατολογική της προοπτική, χάνει αυτομάτως και τη μοναδική της ιδιότητα, και μεταβάλλεται σ’ ένα θεσμό εγκόσμιο στην ίδια περιοχή που καλύπτει το κράτος, οπότε είναι φυσικό, προκειμένου να δικαιολογεί την ύπαρξή της και την ανάγκη της, να προσφεύγει ή στην επέμβασή της στην πολιτική ή στην επιτέλεση κοινωνικού έργου, κάτι που παρατηρείται τόσο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όσο και στον Προτεσταντισμό.

Βιβλιογραφία

• Ο ιερός Χρυσόστομος και η πολιτική εξουσία - Ιωάννης Ελ. Σιδηράς, Θεολόγος, Εκκλησιαστικός Ιστορικός, Νομικός, 15.11.2007 xronos.gr. ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ - ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑΣ_ Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΩΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, sidirasioannis-amvonfanariou.blogspot.com
• Η πολιτική εξουσία κατά τον ιερό Χρυσόστομο του Μητροπολίτη Χαλεπίου-Συρίας Παύλου Yazigi, κατά κόσμον Ράμι Γιαζίγκι «Εσχατολογία και ηθική», Διατριβή επί Διδακτορία, Θεσ/νίκη 1992, σ. 364-372
• Βιογραφία από την Ιερά Μητρόπολις Χαλεπίου, Βεροίας και Αλεξανδρέττας, υπό την Αιγίδα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλεπίου, κ. Παύλου. orthodoxwiki:el: Παύλος Χαλεπίου.

πηγή: Sophia Drekou | Αέναη επΑνάσταση

Περισσότερα: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Σύντομο βιογραφικό του Ιωάννη Σιδηρά

Ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς γεννήθηκε το έτος 1976 στη Δυτική Γερμανία και ολοκλήρωσε την εγκύκλια εκπαίδευσή του στα εκπαιδευτήρια του Νομού Ροδόπης.

Αφού απεφοίτησε αριστούχος από την Θεολογική και Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο ΑΠΘ και ειδικότερα στον ιστορικό κλάδο, ειδικευθείς στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Έχει εκδώσει σειρά ανέκδοτων εκκλησιαστικών εγγράφων από το αρχειοφυλάκιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τα αρχεία Ιερών Μητροπόλεων και από ιδιωτικά αρχεία.

Έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συμπόσια, ημερίδες και συνέδρια, και έχει επιμεληθεί την έκδοση επιστημονικών συλλογικών και συνεδριακών τόμων, στους οποίους έχει δημοσιεύσει επιστημονικές μελέτες, άρθρα και εισηγήσεις που αφορούν την εκκλησιαστική ιστορία της Θράκης και της Μακεδονίας.

Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Θράκης και της Μακεδονίας αλλά και σε πανελλαδικής κυκλοφορίας περιοδικά. Είναι υπεύθυνος διαχειριστής του ιστολογίου “ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ“. Στον «Παρατηρητή της Θράκης» γράφει κάθε Σάββατο για θέματα εκκλησιαστικής και τοπικής ιστορίας.

Μητροπολίτης Χαλεπίου, Βεροίας και Αλεξανδρέττας Παύλος

Paul (Yazigi) of Aleppo
Paul (Yazigi) of Aleppo
Ο Παύλος, (κατά κόσμον Ράμι Γιαζίγκι, Rami al-Yazidzhi, γεννημένος στη Λαττάκεια της Συρίας το 1959) είναι Ορθόδοξος κληρικός, καθηγητής Θεολογίας και μητροπολίτης Χαλεπίου, Βεροίας και Αλεξανδρέττας του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αντιοχείας. Είναι ο μικρότερος, κατά σάρκα, αδερφός του Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωάννη Ι΄.

Βιογραφία

Γεννήθηκε το 1959 στη Λαττάκεια της Συρίας και μεγάλωσε σε μια ευσεβή Ορθόδοξη οικογένεια. Πήρε πτυχίο πολιτικού μηχανικού από το Πολυτεχνείο του Πανεπιστημίου Τισρίν, που βρίσκεται στη Λαττάκεια. Στη συνέχεια, σπούδασε Θεολογία αποκτώντας πτυχίο το 1991, μεταπτυχιακό και διδακτορικό από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με διατριβή στην ελληνική γλώσσα και θέμα:"Εσχατολογία και Ηθική - Η θεμελίωση της εν Χριστώ ζωής κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο" το 1992. Επίσης, έχει πάρει πτυχίο βυζαντινής μουσικής στη Θεσσαλονίκη, ενώ διδάχτηκε την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας στο Άγιον Όρος.

Διδασκαλία

Από το 1992 διδάσκει την Πατρολογία, την Χριστιανική Ηθική, και την Ομιλητική στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού του Πανεπιστήμιο του Μπαλαμάντ στο Λίβανο. Το 1994 ανέλαβε πρύτανης του Ιδρύματος και παρέμεινε στη θέση μέχρι το 2000.

Ιερατική Διακονία

Το 1985 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Λαοδικείας κ.Ιωάννη. Το 1992 χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον ίδιο. Το 1994 του δόθηκε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Στις 2 Οκτωβρίου 2000 εκλέχθηκε νέος Μητροπολίτης Χαλεπίου, Βεροίας και Αλεξανδρέττας παμψηφεί από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής. Η χειροτονία του τελέστηκε από τον μακαριστό Πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνάτιο Δ΄, παρουσία πολλών αρχιερέων, στις 20 Οκτωβρίου 2000, ενώ στις 22 Οκτωβρίου τελέστηκε η ενθρόνιση του στον Μητροπολιτικό Ναό του Προφήτου Ηλία στο Χαλέπι.

Απαγωγή

Ο Μητροπολίτης Παύλος απήχθη στις 22 Απριλίου 2013, μαζί με τον Συροορθόδοξο Επίσκοπο Γρηγόριο-Yohanna Ibrahim από αγνώστους ένοπλους άνδρες -και ενώ βρίσκονταν σε ανθρωπιστική βοήθεια- σε αντιπολιτευτικές περιοχές εντός της Συρίας, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών που δημοσιεύθηκαν από ομάδα ερευνητών το 2020, με επικεφαλής τον Σύριο δημοσιογράφο Mansour Salib, οι δύο επίσκοποι σκοτώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2016 από μαχητές της ομάδας Nur ad-Din al-Zenki (σουνιτική ισλαμιστική ομάδα ανταρτών που παίρνει μέρος στο συριακό εμφύλιο πόλεμο).

Δείτε και την μελέτη


Δεν υπάρχουν σχόλια: