Πράξη και θεωρία στον Χριστιανισμό για να προ­σεγ­γί­σει ο άν­θρω­πος τον Θε­ό


Οι όροι πράξις και θεωρία, ανήκουν στον
θησαυρό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Ο πρώτος προέρχεται από το ρήμα πράττω που σημαίνει κάνω, ενεργώ, ενώ ο δεύτερος από τις λέξεις θέα και ορώ. Με το χριστιανισμό όμως, απέκτησαν άλλες διαστάσεις, καθώς η πράξη αναφέρεται στην άσκηση σώματος και ψυχής ενώ η θεωρία αφορά στη θέα του ίδιου του Θεού.

Προκειμένου να βιώσει κανείς τη θεωρία, προϋπόθεση είναι να περάσει πρώτα από την πράξη. Πρώτα είναι η άσκηση και η κα­θα­ρό­τη­τα τής καρδίας και έπειτα η θεοπτία. Η άσκηση, ως διαρκής και ακατάπαυστη προσπάθεια καθάρσεως του ανθρώπου, αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση της θεί­ας θε­ω­ρί­ας. Πρώτα πρέπει να εξοβελίσουμε κάθε σπίλο από μέσα μας και μετά να καταστούμε άξιοι λειτουργοί του αγνού και αμίαντου πνεύματος της Εκκλησίας.

Θεωρία είναι η ανύψωση του ανθρώπου προς τον Θεό και η εμπειρία της δόξης του προσώπου Αυτού.
Η θεωρία αποτελεί την υ­ψη­λο­τέ­ρα φάση της πνευματικής ζωής του ανθρώπου, κατά την οποίαν ούτως κα­τα­ξι­ώ­νε­ται να δει τον Θεό. Για να φτάσει ο άνθρωπος εις την θεωρία του Θεού α­παι­τεί­ται μόχθος, άσκηση και νίψη. Μόνο η καθαρή καρδιά, που έχει αποβάλλει από μέσα της τα πονηρά, μπορεί να ορθωθεί και να δεχθεί τις θείες ενέργειες του Θεού. 

«Μα­κά­ριοι οι κα­θα­ροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θε­όν όψονται», (Ματθ. 5, 8) μας λέγει ο ευαγγελι­στής. Μόνο τότε θα δουν το Θεό όταν καθαρίσουν τους εαυτούς τους με την αγάπη και την εγκράτεια και όσο περισσότερο αυξάνουν την κάθαρση, τόσο περισσότερο θα τον δουν, υπογραμ­μί­ζει ο ιερός Μάξιμος Ομολογητής (PG 90, 1065).

Για να δυνηθεί ο άνθρωπος να «θεωρήσει» το Θεό, α­παι­τεί­ται να α­να­κα­λύ­ψει προηγου­μέ­νως τον εαυτό του δια της αυ­το­συγ­κεν­τρώ­σε­ως, να προσανατολίσει την ύπαρ­ξή του προς τον Θεό και να μεταβάλλει την προς τον κόσμο εμπαθή ροπή του εις «θείον έρωτα». Στην θεωρία οδηγεί ο «έρως του καλού, της ησυχίας και αναχωρήσεως» (PG 35, 413).

Κα­τά τον Γρη­γό­ριο τον Θε­ο­λό­γο η α­νά­βα­ση του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό έχει τέρμα. «Είναι η ά­φι­ξις εις το α­κρό­τα­τον των νο­ου­μέ­νων, τον Θε­όν, εις τον ο­ποί­ον σταματά πά­σα έφεσις και αναπαύ­ε­ται πά­σα θε­ω­ρί­α» (PG 35, 1084). Η θε­ω­ρί­α του Θεού αποτελεί ως εκ τούτου την α­πο­κο­ρύ­φω­ση και την ε­πιβε­βαί­ω­ση της επιδιωκόμενης συ­ναν­τή­σε­ως Δημιουργού και δημιουργήματος. 

Απαραίτητη και απαράβατη προϋπόθεση είναι η προσευχή, η οποία ανυψώνει τον άνθρωπο στο ύψος της διάνοιας του Θεού, έχοντας ως αποτέλεσμα την ένωση αυτού μετά του Θεού. Χωρίς προετοιμα­σί­α και χωρίς εσωτερική κάθαρση δεν δύναται ν' ανέβει ο άνθρωπος στο ύψος του Θεού.

Για να αν­τι­κρί­σει κανείς την πε­ρί­λαμ­πρη θεότητα, πρέπει να έχει καθαρίσει καλά τους πνευματι­κούς οφθαλμούς του. Διότι όπως ο ασθενής οφθαλμός δεν μπορεί να αντικρίσει τον ήλιο, έτσι και ο άνθρωπος που δεν έχει λάβει πνευ­μα­τι­κούς οφθαλμούς α­π' το πανάγιο Πνεύμα τυ­φλώ­νε­ται.

Σ' αυτό το ανώτατο επίπεδο φτάνουν μόνο «οι καθα­ροί τη καρδία», εκείνοι που αγωνίζονται και έχουν διαλέξει τον δύσβατο δρόμο της πνευματικότη­τας. Αλλά και πάλι δεν τα καταφέρνουν μόνοι τους, παρά όταν ικανωθεί υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Μόνο έτσι μπορεί ο πιστός να απολαύσει τη θεία μα­κα­ρι­ό­τη­τα.

Οι όροι πράξις και θε­ω­ρί­α ε­πε­κρά­τη­σαν για να δη­λώ­σουν το είδος του βίου των μοναχών. Η θε­ω­ρί­α είναι για τους λίγους και εκλεκτούς, ενώ η πράξις για τους πολλούς. Ο Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος συγκρίνον­τας τη θεωρία και την πρά­ξη λέ­γει τα εξής: «Πρά­ξιν προ­τι­μή­σειας η θεωρί­αν; Όψις τελεί­ων έρ­γον, η δε πλει­ό­νων. Άμ­φω μεν ει­σι δε­ξιαί τε και φί­λαι, συ δε προς ην πέφυ­κας ε­κτεί­νου πλέον». (PG 37, 928).

Για να προ­σεγ­γί­σει ο άν­θρω­πος τον Θε­ό χρει­ά­ζε­ται η κά­θαρ­σις, «κα­θαρ­τέ­ον εαυτόν πρώ­τoν, είτα τω κα­θα­ρώ προ­σο­μι­λη­τέ­ον» (PG 35, 1069). Μόνο με τον εξαγνισμό μπορεί να αποκτήσει η ψυχή του ανθρώπου αυ­το­γνω­σί­α δια της οποίας θα κατανοήσει την εγγύτητά της μετά του Θεού. 

Εκείνο το οποίο βοηθάει στη γνώση του Θεού, είναι η εκδίωξη των παθών από την ψυχή και τον νου καθώς και η συμπόρευση του βίου με τις αρετές. Ο Θεός είναι το απρόσιτο και ακρότατο φως. Όσο ο άνθρωπος προοδεύει στον καθαρισμό της ψυχής του τόσο πιο φανταστικό καθίσταται αυτό το φως και όσο το φαντάζεται τόσο αγαπάει το φως δια του θείου έρωτος και τόσο το κατανοεί.

Ο Χριστός χάραξε τον δρόμο προς τη θέ­ω­ση, τον οποίο εάν α­κο­λου­θή­σουν οι πιστοί, τότε θα φωτιστούν δια της θείας εκλάμψεως και θα καταστούν κοινωνοί των θείων ενεργειών. Ο πιστός χριστιανός προσπαθεί να ακολουθήσει την αμόλυντη και αγνή πορεία του Κυρίου στον επίγειο βίο Του. Για να το επιτύχει αυτό πρέπει να σπάσει τις αλυσίδες που τον κρατούν δέσμιο στο χώρο και στο χρόνο της αδέψητης φύσεως. Δια του πνευματικού αγώνος ελευθερώ­νε­ται ο άνθρωπος από το χωροχρονικό πλέγμα του υλικού και του φθαρτού στοιχείου.

Ο άνθρωπος που, α­κο­λου­θών­τας το θείο παράδειγμα του Ιησού, ασχολείται αδιάκοπα με την εσωτερι­κή άσκηση, αυτός δείχνει σωφροσύνη, μα­κρο­θυ­μί­α, καλοσύνη και ταπεινοφρο­σύ­νη. Ο Χριστός ένωσε γη και ουρανό καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στον αισθητό παράδεισο και την οικουμένη, ενώ ταυτόχρονα έδεσε με αδιάσπαστους δεσμούς την κτιστή και άκτιστη φύση εισάγοντας το αιώνιο και το αΐδιο στην ορατή σφαίρα του κτιστού κόσμου. Η απαλλαγή από τα υλικά και εφήμερα είναι ένα από τα σημαντικότερα μεγέθη του πνευματικού βίου.

Η θε­ο­πτί­α είναι η προσωπική εμπειρία της αλήθειας. «Βού­λει θε­ο­λό­γος γενέσθαι ποτέ και της θε­ό­τη­τος ά­ξιος; τας εν­το­λάς φύ­λασ­σε, δια των προσταγμά­των ό­δευ­σον, πράξις γαρ επίβασις θεωρίας» (PG 35, 1080), λέ­γει ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος.

Η θε­ο­πτί­α είναι ο πρω­ταρ­χι­κός τρόπος γνώσεως της αλήθειας, η οποία αποκτάται μόνο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και μόνο με τη διαρκή και α­πε­ρί­σπα­στη άσκηση, νή­ψη και προσευχή και πάντοτε δια του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Αυξα­νό­με­νος ο άνθρωπος στην πίστη, την Ελπίδα και την αγάπη προς το Θεό και καθορών­τας τρανώς την προκοπή με αύξηση της γνώσεως και α­να­βά­σε­ως παραμένει άτρωτος και α­νε­πη­ρέ­α­στος από όλα τα επίγεια και εφήμερα προσ­δο­κών­τας μόνο προς την ουράνια βασιλεία και τη θεία μακαριότητα.

Η ασκητική ζωή πολύ παραστατικά θεωρείται σαν παλαίστρα μέσα στην οποία δίδεται η πάλη της αρετής α­γω­νι­ζό­με­νη μέσα σε κόπους, ενώ το έπαθλο της νίκης για όσους υπομένουν είναι η απάθεια της ψυχής (Μαξίμου Ομολογητού, - PG 90, 1188).

Οι εμπειρίες των θεοφόρων Πατέρων δεν είχαν σχέση με τον υλικό αλλά με τον άκτιστο κόσμο της θείας αλήθειας. Το πρόσωπό τους γινόταν απαύγασμα ιερού φωτός. Η επιθυμία τους ήταν να γίνουν οι πεν­τα­κά­θα­ροι καθρέπτες για να καθρεπτιστεί μέσα τους ο Θεός, η αλήθεια, η ζωή. Ήταν τα όργανα του Αγίου Πνεύματος επί της γης.

Με το φλογερό και ηχηρό κήρυγμά τους και τη δυ­να­μι­κό­τη­τα του λόγου και της καρδιάς τους συν­δαυ­λί­ζουν τη φωτιά που υπάρχει στις καρ­δι­ές των χριστιανών φωτίζοντας το νου και τις ψυχές τους προσπα­θών­τας να τους μυήσουν στον πνευματικό και θεϊκό κόσμο της ουράνιας βασιλείας της Τρισυπόστα­της θεότητας.

Με τη δύναμη των λόγων τους έκαναν τα αποκαλυπτή­ρια μιας κε­κρυμ­μέ­νης στα γλωσσικά σύμβολα αλήθειας και κατέδειξαν με έξοχο τρόπο πως η ζωή του ανθρώπου είναι μια συνεχής πορεία ολοκλήρωσης που έχει ως αφετηρία την πράξη και τελικό προορισμό, όπου οφείλει ο χριστιανός να τείνει το βλέμμα του, τη θεωρία.

Πηγή: PG 90, 1188 - επιμέλεια-συνδέσεις sophia-ntrekou.gr και από το βιβλίο του Δρος Θεολογίας και Μο­να­χού, Σωτηρίου Ν. Κόλλια, «Η αγάπη ως βάση της χριστιανικής ζωής, Αγιοπατερική θεμελίωση της μητέρας των αρετών». Εκδόσεις Γρηγόρη Δεκ 2005 σελ. 1383.

2 σχόλια:

Nik Vythoulkas είπε...

Η εποχή μας βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην αλογία ενός νέου, τεχνολογικού τη φορά αυτή, μεσσιανισμού, με επίκεντρο τον μύθο της αέναης οικονομικής ανάπτυξης, της αέναης πληροφορίας, της αέναης κατανάλωσης και της αέναης ευφορίας...
Κατά μία άποψη, διάφοροι αλλοτριωτικοί μηχανισμοί διαμορφώνουν σταδιακά ένα είδος πολιτιστικού αποχρωματισμού που σαρώνει κάθε πολιτισμική ετερότητα και ιδιομορφία, επιβάλλοντας παντού έναν κυρίαρχο τρόπο ζωής, ένα και μοναδικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Στο ανοικτό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, κατά μίαν άλλην αντίληψη, οι πολιτισμοί, οι γλώσσες, οι θρησκείες συναντώνται ούτως ή άλλως στο πλαίσιο ενός πολιτισμικού πλουραλισμού και μπορούν να διαλεχθούν, πέρα από κάθε πολιτιστικό μονοφυσιτισμό, σε ένα νέο πεδίο δημιουργικής κριτικής της πραγματικότητας
Δοκίμιο για μία θεολογία της ετερότητας
ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ

Sophia Drekou είπε...

Νίκο σ' ευχαριστούμε πολύ... πολύ καλή η αναφορά σου.
Καλή εβδομάδα.