Η Γέννηση του Χριστού, η Πορεία στη Βηθλεέμ και
η Φυγή στην Αίγυπτο στα Απόκρυφα Ευαγγέλια
Εργασία της Σοφίας Ντρέκου
Τα βιβλία των αποστόλων, αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη, παραδόθηκαν στους χριστιανούς ήδη από την πρώτη γενιά, από τους ίδιους τους αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι χριστιανοί δεν τα θεωρούσαν ως ένα είδος «αγίας γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή πληροφόρησης για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα χείλη των ίδιων των αποστόλων.
Εισαγωγικό περί των Αποκρύφων
«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» -ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», κατ' αντιδιαστολή προς τα «Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης» - ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο μ.Χ. αιώνα και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «κανόνα« της Κ.Δ. αλλά αναγιγνώσκονται απλώς ή απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Σχετίζονται όμως με την Κ.Δ. (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις, κ.ά.π.) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Κ.Δ., συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκταση αυτών.
Ο όρος «απόκρυφος» σημαίνει αρχικά αυτό που είναι κρυμμένο και φυλαγμένο προσεκτικά. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή λέγεται ότι στον Χριστό «εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεως απόκρυφοι» (2,3), που σημαίνει ότι οι θησαυροί αυτοί είναι κρυμμένοι στον Χριστό, όχι για να μην φανερωθούν στους ανθρώπους, αλλά ότι είναι φυλαγμένοι με μοναδικό τρόπο σαν σε «θησαυροφυλάκιο» από το οποίο αντλεί ο πιστός. Ο όρος δεν ήταν αρχικά μονοσήμαντος.
Σε ορισμένους κύκλους αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν ένα ή μερικά από αυτά τα κείμενα, ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική έννοια, για να δηλώσουν βιβλία αμφίβολης αξίας και προέλευσης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αιρετικά, και τα κατονόμαζαν σε λίστες που διασώθηκαν. Με τη δεύτερη αυτή έννοια επικράτησε ο όρος ‘απόκρυφα’ στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα. Θα δούμε στη συνέχεια ότι με το πέρασμα των αιώνων διαπιστώθηκε ότι δεν είναι όλα τα διασωθέντα απόκρυφα αιρετικά.
Ποιά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας;1) Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Κ.Δ., ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο μερικές φορές απολογητικό. Η πληροφορία του Ιω 20,30 «πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς... α ουκ έστιν γεγραμμένα εν τω βιβλίω ταύτω» ήταν ένα επαρκές βιβλικό έρεισμα για τους αποκρυφογράφους. Ορισμένα άλλα χωρία αποτέλεσαν επίσης έναυσμα για τη συγγραφή κάποιου κειμένου. Π.χ. η πληροφορία τον Β' Κορ 12,2 («οίδα άνθρωπον... αρπαγέντα έως τρίτον ουρανόν... και ήκουσεν άρρητα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι») προκάλεσε την απόκρυφη Αποκάλυψη Παύλου.
Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Κ.Δ. αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα -όνομα που επικράτησε στην παράδοση της εκκλησίας, κυρίως στη λειτουργική- και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζονν ένα πιο σημαντικό ρόλο σ’ αυτά. Ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης παραδίδεται στα Απόκρυφα με το όνομα Λογγίνος (και έτσι είναι γνωστός στα Συναξάρια και τη λοιπή παράδοση), οι τρεις μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, οι δύο ληστές ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς), η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη κ.λπ. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Έτσι π.χ. γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο στον Άδη και τα εκεί συμβάντα, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου κ.ά.π.
Διαβάστε: Τα Εισόδια της Θεοτόκου στην Αγία Γραφή - «Απόκρυφα»
Εννοεί άραγε τα γνωστά σήμερα Απόκρυφα;Για «βίβλους αποκρύφους» των αιρετικών κάνει λόγο και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμματείς Α'15. Γ'4), ο δε Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου «Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν...», με τους πολλούς εννοεί τους αποκρυφογράφους που ‘επεχείρησαν’ αλλά δεν μπόρεσαν να γράψουν «ευαγγέλια», γιατί έγραψαν ‘χωρίς χαρίσματος’ (Ομιλ. Α' εις Λουκάν)· ως παραδείγματα αναφέρει το Ευαγγέλιο των Δώδεκα, το κατά Αιγυπτίους, το κατά Βασιλείδην, κατά Θωμάν, κατά Ματθίαν «και άλλα πλείονα». Ωστόσο, κάποιες πληροφορίες για το μαρτυρικό θάνατο του Ησαΐα λέγει ότι τις αντλεί από απόκρυφο κείμενο (Επιστ. Προς Αφρικανόν 11,65), επίσης και για το φόνο του Ζαχαρία μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου (Εις Ματθ 10,18). Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφερόμενος στις συζητήσεις για τον κανόνα της Κ.Δ., διακρίνει τα βιβλία σε ‘ομολογούμενα’, ‘αντιλεγόμενα’, ‘νόθα’ και ‘αιρετικά’. Στις δύο τελευταίες ομάδες απαριθμεί ορισμένα από τα γνωστά σήμερα απόκρυφα κείμενα (Εκκλ. Ιστ. Γ' 25).
Επανειλημμένα αναφέρεται σε αιρετικούς που χρησιμοποιούν απόκρυφα κείμενα ο Επιφάνιος (Πανάριον 26,5. 30,3. 34,18. 40,2. 45,4. 47,1. 55,362,2 κ.ά.). Στο έργο ‘Σύνοψις επίτομος της θείας Γραφής’ που αποδίδεται στο Μ. Αθανάσιο (PG 28, 432 Β) αναφέρονται οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το Ευαγγέλιο κατά Θωμάν, η Διδαχή Αποστόλων και τα Κλημέντια, και χαρακτηρίζονται ως ‘νόθα και απόβλητα’, που δεν περιέχουν τίποτε το ‘έγκριτον και επωφελές’. Πλήρης κατάλογος των αποκρύφων δεν σώζεται από κανένα εκκλησιαστικό συγγραφέα. Οι κάποιοι ελλιπείς κατάλογοι που σώζονται από τους Τιμόθεο τον πρεσβύτερο, Ωριγένη, Μ. Αθανάσιο, Ευσέβιο, και αργότερα από τον Νικηφόρο Πατριάρχη Κων/πόλεως κ.ά. καθώς και από το Γελασιανό διάταγμα, επικαλύπτονται εν μέρει μεταξύ τους ή περιέχουν ονομασίες που δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα γνωστά σήμερα Απόκρυφα.
Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων αποκρύφων (π.χ. τον κατά Πέτρον ευαγγελίου) γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Πράγματι τα απόκρυφα κείμενα έχουν μια πολύπλοκη ιστορία, είτε διότι όντας αιρετικά υπέστησαν επεξεργασία από ορθόδοξο χέρι, είτε διότι άλλα, αντίστροφα, όντας αρχικά ορθόδοξα, έτυχαν επεξεργασίας από αιρετικούς, που πρόσθεσαν δικές τους διδασκαλίες. Επίσης πολύπλοκη είναι και η ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης τους. Συμβαίνει μερικές φορές μια αρχαία μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου να είναι εκτενέστερη ή συντομότερη του πρωτοτύπου. Κι ακόμα ορισμένα απόκρυφα σώζονται σε χειρόγραφα που δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σε όλα τα σημεία. Σε κάποιες περιπτώσεις σώζεται ένα απόκρυφο κείμενο σε μια εκτενή μορφή και σε μια συντομότερη. Άλλοτε, η λατινική μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου είναι εκτενέστερη ή, σε άλλες περιπτώσεις συντομότερη. Αρκετά σώζονται στην ελληνική πρωτότυπή τους γλώσσα, αλλά και σε αρχαίες μεταφράσεις (λατινικές, κοπτικές, συριακές, αιθιοπικές, αρμενικές κ.λ.π.). Μερικά διατηρούνται μόνο σε αυτές τις μεταφράσεις.
Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: Άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη έχει σκηνές που η προέλευσή τους βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Μaria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας. Επίσης τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου ως τόπου γέννησης του Ιησού, της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής από τους στρατιώτες του Ηρώδη, κ.ά.π. αντλούνται από απόκρυφα κείμενα, τα οποία βέβαια με τη σειρά τους μπορεί να ενσωματώνουν πρωτοχριστιανικές παραδόσεις.
Πώς σώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος από την Σφαγή των Νηπίων;
Η πρώτη φάση συμπίπτει με τον Μεσαίωνα και την έξαρση τον ενδιαφέροντος κυρίως για το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αρνητική αξιολόγηση των Αποκρύφων σε σχέση με την υπεροχή των βιβλίων του κανόνα της Κ.Δ. και φθάνει μέχρι τον 18ο αιώνα με τη μνημειώδη έκδοση τον J.A.Fabricius, Codex Apocryphus Novi Testamenti (1703, 21719).
Η δεύτερη φάση, κατά το 19ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη υποτίμηση των Αποκρύφων και την αντιμετώπισή τους ως νόθων κειμένων. Τα μεγάλα έργα αυτής της εποχής είναι το Dictionnaire des Apocryphes, τον J.P. Migne (τομ. 1-2, 1856), και οι εκδόσεις του C.Tischendorf: Acta Apostolorum Apocrypha (1851), Apocalypses Apocryphae (1866) και Evangelia Apocrypha (1853).
H τρίτη φάση τοποθετείται στην αρχή του 20ου αιώνα και σηματοδοτείται με τη συλλογή των «Αγράφων» από τον Resch και την ανακάλυψη των παπύρων της Οξύρρυγχου. Βασικά έργα αυτής της εποχής είναι, πέρα από τις διάφορες εκδόσεις Λογίων της Οξυρύγχου, η πρώτη έκδοση τον Ε. Hennecke, Neutestamentliche Apocryphen (1904), που επρόκειτο να γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα σε συνεργασία με τον W.Schneemelcher, καθώς και η έκδοση του M.R.James, The Apocryphal New Testament (1924) που αναθεωρημένη και επεξεργασμένη έκδοσή της μας έδωσε πρόσφατα ο K.J.Elliott.
H τέταρτη φάση της έρευνας, κατά τον Charlesworth πάντοτε, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρχίζει στη δεκαετία του '60 και διακρίνεται για μια θετικότερη εκτίμηση των Αποκρύφων, εφόσον αυτά συνεξετάζονται τώρα παράλληλα προς τη λοιπή χριστιανική παραγωγή των πρώτων αιώνων ως ένα ρεύμα που συνυπάρχει με τα άλλα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας αυτής περιόδου είναι το πλήθος των επιστημονικών εργασιών που βλέπει διεθνώς το φως της δημοσιότητας, ο προγραμματισμός και η εν μέρει πραγματοποίηση ήδη κριτικών εκδόσεων.
Η θεολογία στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60: αίτια και η περίπτωση του π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Παρόλον ότι τα Απόκρυφα δεν κομίζουν ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο στην χριστιανική αποκάλυψη και παρόλον ότι συγκρινόμενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους, μπορεί κανείς να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον τόσο των παλαιοτέρων εποχών όσο και της σύγχρονης έρευνας γι' αυτά. Διασώζουν μερικά από αυτά παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκου, κ.ά.
Άλλωστε, πολλά από αυτά -που δεν προέρχονται από αιρετικούς- έθρεψαν πολλές γενιές χριστιανών στη διάρκεια της ιστορίας, κι αν δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, ζούσαν ωστόσο και ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα επιδρούσαν στην περιφέρεια, η δε σιωπηρή περιφερειακή διαδρομή τους συχνά αναδιδόταν εντονότερα προς το κέντρο και επηρέαζε την τέχνη, τη λατρεία, την ηθική οικοδομή, την απολογητική διάθεση.
Πριν τελειώσουμε αυτή τη σύντομη Εισαγωγή θέλουμε να σημειώσουμε ότι οι ονομασίες «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ή «Απόκρυφη Καινή Διαθήκη» είναι μάλλον ατυχείς. Προτιμούμε ως επιτυχέστερη την ονομασία «Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα» που χρησιμοποιεί και η Εταιρεία για τη μελέτη των Αποκρύφων, διότι τα κείμενα αυτά παρόλο που από πλευράς φιλολογικών ειδών αναπαράγουν συνήθως, όπως ήδη είπαμε, τα φιλολογικά είδη της Κ.Δ. και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται από αυτήν και καλύπτουν όλη των πρώτη χριστιανική χιλιετία, μερικά μάλιστα είναι ακόμη νεότερα.
Τα ελληνικά πρωτότυπα των Αποκρύφων, όσα σώζονται, μπορεί να τα βρει κανείς στις εκδόσεις που σημειώνουμε στην αμέσως παρακάτω Βιβλιογραφία καθώς και στον Α.de Santos Otero (μόνο τα Ευαγγέλια). Δεν συμπεριλαμβάνουμε στην παρούσα έκδοση τα Γνωστικά κείμενα που βρέθηκαν το 1946 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου (βλ. Χριστιανικός Γνωστισμός. Τα κοπτικά κείμενα τον Nag Hammadi στην Αίγυπτο, επιμέλεια Σ. Αγουρίδη, εκδ. Άρτος Ζωής, 1989), παρά μόνο ένα εξ αυτών αντιπροσωπευτικό, το κατά Θωμάν ευαγγέλιο, που είναι διαφορετικό από το κατά Θωμάν της παδικής ηλικίας του Ιησού και περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού.
Τα ανώνυμα χριστιανικά κείμενα του 2ου αιώνα μ.Χ., αν και δεν συμπεριλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, αποτελούν πολύτιμη πηγή για τους ιστορικούς.
Οι βυζαντινές παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού τοποθετούν το νεογέννητο βρέφος και την Παναγία Μητέρα του μέσα σε ένα σπήλαιο, όπου απεικονίζονται επίσης δίπλα στο βρέφος και δύο εκπρόσωποι του ζωικού κόσμου, ένα βόδι και ένας όνος.
Αν όμως διαβάσει κανείς τις διηγήσεις των δύο Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης που αφηγούνται τη Γέννηση (κατά Ματθαίον 2, 1-12 και κατά Λουκάν 2, 1-20), δεν θα δει πουθενά να γίνεται λόγος για σπήλαιο ούτε για βόδι και όνο. Δίκαια λοιπόν θα αναρωτηθεί: Από πού αντλούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι τα εικονογραφικά αυτά θέματα;
Τα δύο αυτά γνωστά μας εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από άλλα αρχαία κείμενα που δεν αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, από τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τι ακριβώς είναι αυτά; Είναι απαραίτητο να προτάξουμε μερικές εισαγωγικές πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τον στόχο αυτών των κειμένων και γενικότερα για τη θέση τους μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.
«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον «κανόνα» των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά διαβάζονται απλώς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων.
Σχετίζονται όμως με την Καινή Διαθήκη (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τους) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκτασή τους.
Ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας; Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της Εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα «κενά» της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο συνήθως διδακτικό ή απολογητικό.
Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα όνομα που επικράτησε τελικά στην παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως τη λειτουργική και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζουν έναν πιο σημαντικό ρόλο σε αυτά.
Οι τρεις μάγοι, για παράδειγμα, που προσφέρουν δώρα στον νεογέννητο Χριστό φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, ο ανώνυμος εκατόνταρχος κατά τη σταύρωση του Ιησού ονομάζεται Λογγίνος, οι δύο ληστές Γίστας και Δισμάς, η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη.
Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Επίσης γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των Αποστόλων, την περιγραφή του τέλους του κόσμου κ.ά.π.
Η απόκρυφη γραμματεία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων Αποκρύφων γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: άλλοτε καταδικάστηκαν από την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης.
Η βυζαντινή τέχνη παρουσιάζει πλούσια θεματική που η πηγή έμπνευσής της βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τις τοιχογραφίες σε ναούς της Καππαδοκίας, τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, τις τοιχογραφίες του Καθολικού της Μονής Χιλανδαρίου (Αγίου Όρους), της Περιβλέπτου του Μιστρά, της Santa Maria Maggiore της Ρώμης κ.ά., που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας.
Η έρευνα των Αποκρύφων προωθείται σήμερα από μια επιστημονική εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα, την Εταιρεία για τη Μελέτη της Απόκρυφης Χριστιανικής Γραμματείας, με έδρα τη Λωζάννη και μέλη από πολλά άλλα πανεπιστήμια του κόσμου.
Η πορεία στη Βηθλεέμ, η φυγή στην Αίγυπτο και οι αγιογράφοι
Ένα από τα γνωστότερα και σημαντικότερα Απόκρυφα, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου (του 2ου αιώνα μ.Χ.), κάνει λόγο για το σπήλαιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, πληροφορία που αξιοποιούν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.
«Καθώς ο Ιωσήφ με την έγκυο Μαρία πορεύονται προς τη Βηθλεέμ για να απογραφούν κατόπιν του σχετικού διατάγματος του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο Ιωσήφ αναλογίζεται:
«Εγώ θα απογράψω τους υιούς μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει».
Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθήσει και πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι.
Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει;Το πρόσωπό σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό».
Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιόν μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει».
Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε τότε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω; Ο τόπος είναι έρημος». Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο και την έβαλε μέσα...» (17, 1 - 18, 1).
- Ακολουθεί μια πρωτότυπη και εξόχως ενδιαφέρουσα περιγραφή της αναστολής λειτουργίας του χρόνου και της κίνησης κατά την ώρα της γέννησης του Χριστού.
Κατά την ιστορική στιγμή της γέννησης το Σύμπαν έκθαμβο σταμάτησε τη ροή και την κίνησή του, οι φωνές εσίγησαν, οι κινήσεις ανθρώπων και ζώων διακόπηκαν, τα πουλιά ακινητοποιήθηκαν στον αέρα, τα μέλη κάθε ζωντανού σώματος έμειναν μετέωρα στο σημείο όπου βρίσκονταν την ώρα εκείνη.
- Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον Ιωσήφ:
«Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη. Όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολωνών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε ψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους» (18, 2).
Ύστερα από τα αποσπάσματα του Πρωτευαγγελίου Ιακώβου που παραθέσαμε είναι φανερή η πηγή έμπνευσης των ζωγράφων αναφορικά με το σπήλαιο της Γέννησης. Τα δύο όμως ζώα στη γνωστή παράσταση της Γέννησης; Αυτά προέρχονται από ένα άλλο μεταγενέστερο Απόκρυφο, το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου (8ος αιώνας) που γράφει τα εξής: «Και την τρίτη ημέρα από τη γέννηση του κυρίου μας Ιησού Χριστού η μακαριοτάτη Μαρία βγήκε από τη σπηλιά και μπήκε σ' έναν στάβλο, όπου απέθεσε σε φάτνη τον γιο της, τον οποίο προσκύνησαν το βόδι και ο όνος.
Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Το βόδι γνώρισε τον αφέντη του και ο όνος τη φάτνη του κυρίου του». Τα ίδια λοιπόν τα ζωντανά, το βόδι και ο όνος έχοντας Αυτόν στη μέση αδιαλείπτως τον προσκυνούσαν. Τότε εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη Αββακούμ: «Εν μέσω δύο ζωντανών θα φανερωθείς». Στο ίδιο μέρος παρέμεινε ο Ιωσήφ με τη Μαρία για τρεις ημέρες» (14).
- Το ίδιο κείμενο αφηγείται θαυμαστά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το ταξίδι του Ιησού με την κατά κόσμο οικογένειά του στην Αίγυπτο. Μιλάει για λιοντάρια, λύκους και λεοπαρδάλεις που συνοδεύουν την οικογένεια χωρίς να βλάψουν κανέναν, καθώς και για ένα φοινικόδενδρο που λυγίζει τα κλαδιά του, κατόπιν εντολής του μικρού Ιησού, ώστε να δροσιστεί η μητέρα του από τον καρπό του, πράξη για την οποία αμείβεται το δένδρο με τα ακόλουθα λόγια του βρέφους: «Αυτό το προνόμιο σου δίνω, φοίνικα,να μεταφερθεί από τους αγγέλους μου ένας από τους κλώνους σου και να φυτευθεί στον παράδεισο του Πατέρα μου. Και αυτή την ευλογία σού δίνω, ώστε σε όλους όσοι θα έχουν νικήσει σε κάποιον αγώνα, να λένε: κερδίσατε τον φοίνικα της νίκης» (21).
Οι ιερείς όμως του ναού, μόλις είδαν τον Αφροδίσιο να έρχεται στο ιερό με όλο του το στράτευμα, νόμιζαν ότι θα τον δουν να παίρνει εκδίκηση από αυτούς εξαιτίας των οποίων οι θεοί είχαν καταρρεύσει. Και εκείνος κατά την είσοδό του στο ιερό, μόλις είδε όλα τα είδωλα να κείτονται πεσμένα με το πρόσωπό τους, πλησίασε τη Μαρία, η οποία έφερε στην αγκαλιά της τον Κύριο, και αφού τον προσκύνησε είπε σε όλο το στράτευμα και τους φίλους του:
- «Αν αυτός δεν ήταν ο Θεός των δικών μας θεών, οι θεοί μας δεν θα είχαν πέσει πάνω στα πρόσωπά τους ενώπιόν του, ούτε θα κείτονταν σωριασμένοι στη θέα του. Αν λοιπόν όλοι μας δεν κάνουμε με μεγαλύτερη ευλάβεια αυτό που είδαμε να πράττουν οι θεοί μας, θα μπορούσαμε να επισείσουμε τον κίνδυνο της οργής του και όλοι να χαθούμε, όπως συνέβη στον Φαραώ, τον βασιλιά των Αιγυπτίων, ο οποίος καταποντίστηκε στη θάλασσα μαζί με όλο του το στράτευμα, επειδή δεν πίστεψε σε τόσο μεγάλες δυνάμεις. Τότε όλος ο λαός της πόλης αυτής πίστεψε στον Κύριο τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού» (23-24).
Καιρός είναι πλέον η υποκρυπτόμενη ή φανερά εκφραζόμενη από πολλούς άποψη ότι τα Απόκρυφα περιέχουν συγκλονιστικές και ύποπτες για τη χριστιανική πίστη πληροφορίες, και γι' αυτό η Εκκλησία και η θεολογία τα κρατούν μακριά από το αναγνωστικό κοινό, να δώσει τη θέση της σε μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών.
Συγκρίνοντας τις διηγήσεις των Αποκρύφων με αυτές των «κανονικών» Ευαγγελίων (κανονικών, με την τεχνική έννοια ότι ανήκουν στον «κανόνα» της Καινής Διαθήκης, όπως τον όρισε η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες) διαπιστώνουμε τα εξής:
1. Τα τέσσερα «κανονικά» Ευαγγέλια έχουν βέβαια το καθένα από αυτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τις ιδιαίτερα τονιζόμενες θεολογικές ιδέες του συγγραφέα του, στο σύνολό τους όμως απηχούν την πίστη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού. Με άλλα λόγια είναι έργα της Εκκλησίας και διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις της. Τα Απόκρυφα, αντίθετα, είναι ατομικά έργα μη αναγνωρισμένα από το σύνολο του σώματος της Εκκλησίας, έστω κι αν επικράτησαν σε ορισμένες ομάδες και διαβάστηκαν για κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
2. Ενώ στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, και σε καμία περίπτωση αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μυστήριο της ενανθρώπισης, στα Απόκρυφα Ευαγγέλια παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ' ανάγκη σε σχέση με τον Χριστό. Οι άγνωστοι συγγραφείς αυτών των κειμένων θεωρούν λίγες τις πληροφορίες των Ευαγγελίων και, αντλώντας από προφορικές παραδόσεις, όταν δεν στηρίζονται εξ ολοκλήρου στη φαντασία τους, «συμπληρώνουν» την εικόνα της Παναγίας.
3. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης διακρίνονται για τη λιτότητά τους και έχουν έναν δωρικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις των Αποκρύφων δεν αρκούνται σε απλές αναφορές ή εξιστορήσεις, κυρίως αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη, δίδοντας πιο εντυπωσιακές διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα και καταφεύγοντας σε λυρικές εξάρσεις. Θέλουν να πείσουν, με κάθε τρόπο και με στόχο κυρίως απολογητικό, για την υπερφυσική διάσταση των γεγονότων.
4. Το θεϊκό σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου αποτελεί τον πυρήνα και τον στόχο των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, ενώ η ιστορία, πραγματική ή φανταστική, και ο εντυπωσιασμός συνιστούν τον στόχο των Αποκρύφων. Πρέπει να προσθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά, τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα καινοδιαθηκικά, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, καθώς και από πλευράς ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους. Έθρεψαν ωστόσο πολλές γενιές πιστών και ενέπνευσαν υμνογράφους και αγιογράφους της Εκκλησίας.
Οι μεταφράσεις των απόκρυφων αποσπασμάτων που παρατίθενται εδώ, είναι από το βιβλίο του Ι. Καραβιδόπουλου, «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα». Τόμ. Ι: Απόκρυφα Ευαγγέλια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999. Επιμέλεια, συνδέσεις, φώτο: www.sophia-ntrekou.gr
Στόχος αυτής της έκδοσης είναι να παρουσιάσει σε νεοελληνική μετάφραση τα «Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα», γνωστά και ως «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», με εισαγωγή σε καθένα από αυτά και κάποια σχόλια. Τα κείμενα αυτά ενδιαφέρουν όχι μόνο τον ερμηνευτή της Καινής Διαθήκης αλλά και τον ιστορικό της Εκκλησίας, τον ιστορικό της τέχνης και του πολιτισμού και της χριστιανικής πνευματικότητας γενικότερα.
Είναι καιρός πλέον η περιπλανώμενη σε πολλούς άποψη ότι τα Απόκρυφα περιέχουν συγκλονιστικές και ύποπτες για τη χριστιανική πίστη πληροφορίες, και γι' αυτό η Εκκλησία και η Θεολογία τα κρατούν μακριά από το αναγνωστικό κοινό, να δώσει τη θέση της σε μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών. Σ' αυτό άλλωστε αποβλέπει η παρούσα έκδοση. (Από τον πρόλογο της έκδοσης)
*Ο κ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος (1937-2023) ομότιμος καθηγητής Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ολοκλήρωσε τις σπουδές στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και κατόπιν μετεκπαιδεύτηκε στο Στρασβούργο της Γαλλίας και το Γκέτινγκεν της Γερμανίας. Καθηγητής του τμήματος Θεολογίας στην Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης.
Σχόλια και διάλογοι της παρούσης δημοσίευσης (από εδώ)
Θεόδωρος Ρηγινιώτης: εξαιρετικό κείμενο. 4 Ιανουαρίου 2014 - 8:54 μ.μ.: Α, ας έχουμε υπόψιν ότι το Κοράνι, που σε μεγάλο βαθμό αντλεί από απόκρυφα, χρησιμοποιεί κάπως παραλλαγμένη την πληροφορία για τη χουρμαδιά (από τη διήγηση της φυγής στην Αίγυπτο).
Σύμφωνα με το Κοράνι, σούρα 19, η Μαριάμ γέννησε κάτω από μια χουρμαδιά, έπεσαν πάνω της οι χουρμάδες, για να τραφεί, και εμφανίστηκε δίπλα της ένα ρυάκι, για να πιει νερό. Ο Ιησούς μίλησε από βρέφος και ανάγγειλε σοφά λόγια του Θεού (19, 33-33).
Για τη σχέση του Κορανίου με τα απόκρυφα κείμενα, επίτρεψέ μου τα παρακάτω:
Ο Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου Ζορζ Κοντρ επισημαίνει:
Για τη σχέση του Κορανίου με τα απόκρυφα κείμενα, επίτρεψέ μου τα παρακάτω:
Ο Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου Ζορζ Κοντρ επισημαίνει:
«Εντούτοις, όποιος συγκρίνει με κριτικό μάτι, δίχως πίστη στην κορανική αποκάλυψη, διαπιστώνει πρόδηλες ομοιότητες με το βιβλικό κείμενο και τα χριστιανικά απόκρυφα. Τα δάνεια από τα απόκρυφα είναι τόσο φανερά, ώστε μπορεί κανείς να παραθέσει σε παράλληλη σύνοψη – και έχει γίνει στη δυτική μελέτη – κορανικά κείμενα και χριστιανικά απόκρυφα. Το κορανικό περιεχόμενο δείχνει κάτι παραπάνω από μια απλή ομοιότητα. Ο ουλεμάς, στον οποίο μετέφερα αυτές τις γραπτές αποδείξεις, μου είπε: “εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, ο Θεός αποκάλυψε τα χριστιανικά απόκρυφα, το ίδιο και το Κοράνιο”». (Μητροπολίτου Όρους Λιβάνου Ζορζ (Κοντρ), Η φύση του Ισλάμ, μετάφραση Ρόνι Μπού Σάμπα, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2009, σελ. 27-28)
Βέβαια, αυτή η απάντηση δεν ευσταθεί, κατ’ αρχάς γιατί ένα βιβλίο, που δανείζεται στοιχεία από άλλα βιβλία, είναι προφανώς γραμμένο από άνθρωπο κι όχι ακριβές αντίγραφο ενός αιώνιου ουράνιου βιβλίου.
Οι διηγήσεις του Κορανίου για τον Ιησού περιέχουν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των απόκρυφων διηγήσεων: το υπερβολικό υπερφυσικό στοιχείο, που τονίζεται με έμφαση για εντυπωσιασμό των αναγνωστών ή ακροατών. Κατ’ αυτό, ο Ιησούς μίλησε από βρέφος και ανάγγειλε σοφά λόγια του Θεού (σούρα 19, 29-33). Το περιστατικό θυμίζει το απόκρυφο κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας, που περιγράφει φανταστικά την παντογνωσία και τα θαύματα του Ιησού ως παιδιού (πράγματα που δεν αναφέρονται καθόλου στην ΚΔ), εκτρεπόμενο σε διηγήσεις χωρίς καμία σοβαρότητα (π.χ. ο Ιησούς κάνει θαύματα για παιχνίδι ή ακόμη και για εκδίκηση – θανατώνει ένα άλλο παιδί και μετά το ανασταίνει – προσβάλλει το δάσκαλό του με επίδειξη γνώσεων κ.τ.λ.).
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Κοράνι κάνει αναφορές και σε πληροφορίες που περιέχονται σε απόκρυφα κείμενα. Δύο τέτοιες αναφορές είναι η φροντίδα της Μαριάμ από το Ζαχαρία και η διατροφή της απευθείας από το Θεό (αναφέρεται στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και στο Κοράνι, 3, 35-37. 5, 110) και το θαύμα των χωματένιων πτηνών, που ο (μικρός) Ιησούς τα φύσηξε και έγιναν αληθινά πουλιά (αναφέρεται στο κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου και στο Κοράνι 3, 49-50). 4 Ιανουαρίου 2014 - 9:10 μ.μ.
Θεόδωρος Ρηγινιώτης: Δύο παρατηρήσεις: α) οι γονείς της Μαριάμ στο Πρωτευαγγέλιο ονομάζονται Ιωακείμ και Άννα, β) η ζωή που προέρχεται από το φύσημα του Ιησού είναι κάτι αντίστοιχο με τη ζωή που προήλθε από το φύσημα του Θεού στον Αδάμ (Γένεσις, 2, 7), πράγμα που βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς, εκτός από άνθρωπος, είναι και Θεός. Η φράση βέβαια του ισλαμικού κορανίου, ότι αυτό θα γίνει «με την άδεια του Αλλάχ», δεν υπάρχει καθόλου στο χριστιανικό κείμενο, που φυσικά είναι πολύ αρχαιότερο (του 2ου ή του 3ου αιώνα).
Μία άλλη αναφορά είναι ότι η πτώση του διαβόλου από τη θεία δόξα συνίσταται στο ότι αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αδάμ, όπως τον διέταξε ο Θεός (σούρα 2, 30-34. 17, 61-62, κ.α.). Η διήγηση αυτή – αν και δίνεται πιο λιτά – προέρχεται από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου.
Από τα γνωστικά κείμενα, το Κοράνι έχει διατηρήσει την πεποίθηση ότι ο Ιησούς δε σταυρώθηκε, αλλά ο Θεός «έκανε τους εχθρούς Του να νομίζουν ότι Τον σταυρώνουν», ενώ στην πραγματικότητα Τον έκρυψε. Η πεποίθηση αυτή ήταν θεμελιώδης στο γνωστικισμό, που αρνιόταν ότι ο Ιησούς διέθετε αληθινό ανθρώπινο σώμα* – το Ισλάμ τη διατηρεί, επειδή πιστεύει πως ο Θεός είναι Θεός πολεμικής νίκης, συνεπώς δε μπορεί να επέτρεψε σ’ ένα μεγάλο προφήτη να υποστεί τόσα βάσανα. Ας σημειωθεί ότι στο ουράνιο ταξίδι (Meraj) που, κατά τη μουσουλμανική παράδοση, πραγματοποίησε ο Μωάμεθ καβάλα στον Μπούρακ, το ουράνιο άλογο, με οδηγό το Γαβριήλ, συνάντησε τον Ιησού στο 2ο από τους 7 ουρανούς (Βλ. Elias, Mufti A.H. «Jesus (Isa) A.S. in Islam, and his Second Coming», Islam.tc. Retrieved 2012-04-20, στο «Jesus (Isa) A.S. in Islam, and his Second Coming by Mufti A.H. Elias» http://www.islam.tc/prophecies/jesus.html. Για το λεγόμενο "Ευαγγέλιο του Βαρνάβα", που συντάχθηκε το μεσαίωνα και προωθεί τις θέσεις του Κορανίου για το Χριστό, δείτε εδώ: «Η ομιλία και τα σχόλια τού δημοσίου διαλόγου Χριστιανισμού και Ισλάμ από τη Χριστιανική πλευρά - Η σωτηρία κατά το Ισλάμ και το Xριστιανισμό: μια σύγκριση [Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης] 10. Το «ευαγγέλιο του Βαρνάβα» http://www.oodegr.com/oode/islam/genika/dialeksi_1.htm#10. Ευχαριστώ - καλή κι ευλογημένη νέα χρονιά (και συγγνώμη για την πολυλογία)!...
Πρώτες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη
Τα βιβλία των αποστόλων –αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη– παραδόθηκαν στους χριστιανούς ήδη από την πρώτη γενιά, από τους ίδιους τους αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι χριστιανοί δεν τα θεωρούσαν ως ένα είδος «αγίας γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή πληροφόρησης για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα χείλη των ίδιων των αποστόλων. Η αξία των βιβλίων αυτών οφειλόταν στο ότι ήταν έργα των αποστόλων και η σημασία τους μεγάλωσε όταν οι απόστολοι, σιγά - σιγά, έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως «κανονικά» («κανόνας» = σειρά στα αρχαία ελληνικά, γι’ αυτό τα ονομάζουμε «κανονικά», οι δε σειρές των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αντίστοιχα ονομάζονται κανόνες της Π.Δ. και της Κ.Δ.) ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Εκτός από τα σπαράγματα παπύρων που σώζονται εδώ κι εκεί, οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι παρακάτω:
Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε όμως ότι οι χριστιανοί συγκέντρωσαν όλα αυτά τα βιβλία σε ένα σώμα, που το θεώρησαν μέρος της Αγίας Γραφής, είναι η μαρτυρία του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνων (Λυών) γύρω στο 170 μ.Χ. Φαίνεται ότι η αναφορά αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας στον «κανόνα» του αιρετικού διδασκάλου Μαρκίωνος, που είχε συγκροτήσει «κανόνα Καινής Διαθήκης» γύρω στο 160 μ.Χ., βάζοντας μέσα μόνο το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (κολοβωμένο, για να μην αναφέρεται η γέννηση του Χριστού, που ο Μαρκίων, ως γνωστικός, θεωρούσε ότι κατέβηκε στη Γη ενήλικος) και τις επιστολές του Παύλου προς Γαλάτας, Α' και Β' προς Κορινθίους, Ρωμαίους, Α' και Β' προς Θεσσαλονικείς, Εφεσίους (την οποία ονόμαζε προς Λαοδικείς), Κολοσσαείς, Φιλιππισίους και προς Φιλήμονα. Έκοψε δηλαδή ότι φανέρωνε πως ο Χριστός ήταν και κανονικός άνθρωπος, γιατί οι γνωστικοί Τον θεωρούσαν μόνον αιώνιο ουράνιο πνεύμα. Η Εκκλησία απάντησε καταρτίζοντας το δικό της κανόνα, που περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, τις 14 επιστολές του Παύλου, τις 7 λεγόμενες καθολικές επιστολές (τρεις του Ιωάννη, δύο του Πέτρου, μία του Ιακώβου και μία του Ιούδα –όχι φυσικά του Ισκαριώτη) και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Το μόνο κριτήριο, με το οποίο ένα βιβλίο μπήκε στην Καινή Διαθήκη ήταν το ποιος το έγραψε. Μπήκαν δηλαδή μόνον έργα των αποστόλων. Τα ευαγγέλια κατά Μάρκον και Λουκάν είναι επίσης αποστολικά έργα, γιατί ο Μάρκος έγραψε κατά την αφήγηση του Πέτρου («ερμηνευτής Πέτρου» κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα) και ο Λουκάς κατά την αφήγηση του Παύλου, ο οποίος είχε διδαχθεί εν οράματι όλη την επίγεια ζωή του Ιησού, όπως και οι άλλοι απόστολοι.
Γι’ αυτό πολλά βιβλία που θεωρήθηκαν κανονικά, επειδή θεωρήθηκαν έργα αποστόλων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς, περιέχουν αποσπάσματα δυσερμήνευτα, που συχνά φαίνεται να στηρίζουν απόψεις που τις θεωρούμε αιρετικές –κι όμως αυτά τα αποσπάσματα δεν εξοβελίστηκαν, αλλά παρέμειναν στα έργα, γιατί θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στο συγγραφέα! Επίσης ολόκληρη η Αποκάλυψη του Ιωάννη θα μπορούσε να στηρίζει τη μεγάλη αίρεση του μοντανισμού, που προερχόταν από τη Μικρά Ασία (όπως και η Αποκάλυψη) και βασιζόταν στις προφητείες, μία από τις οποίες ήταν και η Αποκάλυψη! Κι όμως η Αποκάλυψη μπήκε στην κανόνα, παρά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα των αιρετικών (μόνο τον 4ο αιώνα σημειώθηκε προσωρινά κάποια επιφύλαξη).
Άλλα βιβλία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από αιρετικούς, πριν καν συσταθεί επίσημα ο κανόνας της Καινής Διαθήκης. Μετά τον κανόνα του Μαρκίωνα, τα κείμενα του αποστόλου Παύλου έγιναν λάβαρο του μαρκιωνιτισμού. Κι όμως όλα αυτά τα βιβλία, που είχαν βεβαρημένο παρελθόν λόγω χρήσης από μία ισχυρότατη αίρεση, μπήκαν χωρίς συζήτηση στον εκκλησιαστικό κανόνα, ενώ η αίρεση αυτή ζούσε ακόμα! Ο λόγος; Θεωρήθηκαν γνήσια έργα του Λουκά και του Παύλου, και αυτό ήταν αρκετό.
Τέλος, κάποια βιβλία μπήκαν στον κανόνα επειδή θεωρήθηκαν, όπως είπαμε, γνήσια έργα εκείνων που αναφέρονταν ως συγγραφείς τους, ενώ κατά βάθος τίποτα καινούργιο δεν πρόσθεταν στη θεολογία ή την ηθική του χριστιανισμού. Τέτοια βιβλία είναι η επιστολή του Ιούδα, οι Β' και Γ' επιστολές του Ιωάννη, η επιστολή του Παύλου προς Φιλήμονα, αλλά και το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, που φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από το Ματθαίο και το Λουκά ως βάση για τη συγγραφή των δικών τους ευαγγελίων, ώστε τίποτα ιδιαίτερο δεν του έχει απομείνει: από τους 661 στίχους του, μόνο 35 δεν έχουν περιληφθεί στα δύο άλλα ευαγγέλια. Κι όμως μπήκε στον κανόνα, γιατί θεωρήθηκε γνήσιο έργο του Μάρκου.
Παράλληλα με τα έργα των αποστόλων υπήρχαν στις Εκκλησίες και άλλα βιβλία, γραμμένα από διάφορους χριστιανούς, ορθόδοξα, όχι αιρετικά, που τα τιτλοφορούσαν με το όνομα κάποιων αποστόλων για να τους δώσουν κύρος και τα οποία περιείχαν αληθινές ή φανταστικές λεπτομέρειες για τα παιδικά χρόνια του Ιησού ή για το πάθος και την ανάστασή Του, καθώς και για τη ζωή και την κοίμηση της Θεοτόκου και για τη δράση και τα μαρτύρια των αποστόλων. Τα βιβλία αυτά η Εκκλησία τα αποδέχτηκε και τα διάβασε (πολλά απ' αυτά άλλωστε περιελάμβαναν γνήσιες ιστορικές μαρτυρίες), τα αξιοποίησε στο εορτολόγιο και στην εικονογραφία, αλλά δεν τα συμπεριέλαβε στην Καινή διαθήκη, όχι γιατί δίδασκαν κάτι κακό, αλλά γιατί δεν ήταν γραμμένα από αποστόλους. Θα δούμε παρακάτω ποια είναι αυτά.
Ο γνωστικισμός ήταν ένα πολύμορφο θρησκευτικό κίνημα των δύο πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ένα μωσαϊκό ιουδαϊκών, χριστιανικών, ιρανικών, ελληνικών και αιγυπτιακών αντιλήψεων και δοξασιών ντυμένων με μια «φιλοσοφικότητα» λαϊκού τύπου, στα πλαίσια του φιλοσοφικού συγκρητισμού που είχε διαμορφωθεί με την επίδραση του στωικισμού, του νεοπλατωνισμού και του πυθαγορισμού, δηλαδή σχολών που είχαν επίσης λιγότερο ή περισσότερο μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις. Ήταν, θα έλεγα, κάτι ανάλογο με το σημερινό New Age και το συνονθύλευμα βουδιστικών και ινδουϊστικών αντιλήψεων που επαγγέλλεται τη λύτρωση στο σημερινό δυτικό κόσμο.
Ομοίως, στην Α' επιστολή προς το μαθητή του Τιμόθεο, πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μικράς Ασίας, ο Παύλος αντιμετωπίζει γνωστικά ρεύματα με «γενεαλογίας απεράντους», «βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως». Στη Β' επιστολή Πέτρου, κεφ. 2, 1-22, στην Α' Ιωάννου, κεφ. 5, 22, και αλλού, μέσα στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν επίσης σαφείς αναφορές σε γνωστικά ρεύματα ή τάσεις, που επαγγέλλονταν τη σωτηρία μέσω της Γνώσης που θα αποκάλυπταν στους ανθρώπους.
Εν πάση περιπτώσει, τα βασικά δόγματα του γνωστικισμού ήταν κοινά σ’ όλα τα συστήματα, αλλά διέφεραν στις λεπτομέρειες και τις μυθικές γενεαλογίες των πνευμάτων. Όλα ήταν ασυμβίβαστα με το χριστιανισμό, παρά το ότι θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν όχημα για την εξάπλωσή τους, γι’ αυτό και έγραψαν «απόκρυφα ιερά βιβλία», κατά μίμησιν των κανονικών, ή χρησιμοποίησαν τα κανονικά δίνοντας γνωστικές ερμηνείες όπου μπορούσαν. Τα δόγματα αυτά ήταν τα εξής:
Υπάρχει ένας ανώτατος, άγνωστος και καλός Θεός, από τον οποίο προήλθε με εκδίπλωση ή απορροή («στάξιμο») μια ολόκληρη ιεραρχημένη γενεαλογία πνευματικών όντων, που τα ονόμαζαν Αιώνες. Οι Αιώνες κάλυπταν το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου, περισώζοντας τη μονοθεΐα και παρακάμπτοντας το ακατανόητο για τους γνωστικούς δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Ένας Αιώνας, συνήθως ο τελευταίος στην ιεραρχική κλίμακα, ξεπέφτει από την αρχική λαμπρή ή αγαθή του θέση και, στα πλαίσια της έκπτωσής του, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, στον οποίο ζούμε εμείς και ο οποίος, συνεπώς, είναι δημιούργημα του Κακού και έδρα του Κακού. Έτσι δημιουργούνται τα ανθρώπινα σώματα, στα οποία, κατά κάποιους γνωστικούς, φυλακίζονται τα πνεύματα αγγέλων που ξέπεσαν και είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Ο έκπτωτος αυτός Αιώνας ταυτίζεται από τους γνωστικούς με το Γιαχβέ, το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο θεωρούσαν δίκαιο αλλά απάνθρωπο.
Ο μεγάλος άγνωστος Θεός στέλνει στη Γη έναν άλλο Αιώνα, τον Ιησού ή Χριστό ή Ιησού Χριστό, για να λυτρώσει τα πνεύματα από τη φυλακή της ύλης και να τα επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο του μεγάλου Θεού.
Εννοείται ότι για τους γνωστικούς ο Χριστός είναι ένα ανώτερο πνεύμα (Αιώνας), που φάνηκε σαν άνθρωπος χωρίς να πάρει στ’ αλήθεια ανθρώπινο σώμα, κατέβηκε στη Γη ενήλικος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε φαινομενικά –γιατί πίστευαν ότι το σώμα και κάθε τι υλικό είναι Κακό, επομένως δεν είναι δυνατόν ένα αγαθό πνεύμα να γίνει υλικός άνθρωπος! Επίσης, θεωρούσαν το γάμο αμαρτία και τον απαγόρευαν στους οπαδούς τους, γι’ αυτό και οι οπαδοί διαφόρων ρευμάτων παρέμεναν συνήθως στην τάξη των απλών κατηχούμενων, για τους οποίους ο γάμος ήταν ανεκτός.
Για να είμαι ακριβής, υπάρχει εσωτεριστική ερμηνεία της διδασκαλίας και των υποτυπωδών αφηγήσεων των γνωστικών κειμένων, δηλαδή ερμηνεία που προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιο μίτο εκλαμβάνοντάς τα ως αλληγορίες γεγονότων που συμβαίνουν μέσα στο νου και συμβολίζουν στάδια μιας πνευματικής/διανοητικής ανάτασης. Το πνεύμα της ερμηνείας αυτής διαφέρει από το χριστιανικό πνεύμα κυρίως σε δύο θεμελιώδη σημεία.
1. Συνδέει τη σωτηρία του ανθρώπου με την κατανόηση πραγμάτων, δηλαδή περίπλοκων υπερβατικών ουράνιων αληθειών. Η κατανόηση αυτή από μόνη της οδηγεί το νου σε ανάταση και τελικά ο άνθρωπος αναβαθμίζεται και περνάει, μέσα από στάδια υπερβατικής γνώσης, σε ουράνιες σφαίρες. Αντίθετα, στο χριστιανισμό, καθαρά και ξάστερα και χωρίς γρίφους, η σωτηρία είναι φυσική απόληξη της ανταπόκρισης του ανθρώπου στην αγάπη του Τριαδικού Θεού, που ένα από τα συμπτώματά της (το πιο αναγνωρίσιμο για το μέσο άνθρωπο) είναι η απόλυτη, χωρίς όρους, ανιδιοτελής αγάπη του ανθρώπου για τους συνανθρώπους του: «Γνώση του Θεού είναι η αγάπη» κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 7-21) και «όποιος λέει ότι αγαπά το Θεό, κι όμως μισεί τον αδελφό του (δηλαδή το συνάνθρωπό του), είναι ψεύτης». Φυσικά αυτή η αγάπη επιτυγχάνεται από λίγους, γιατί και η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού είναι επιλογή λίγων, πράγμα που, κατά το χριστιανισμό φυσικά, συνιστά και την κοσμική τραγωδία του ανθρώπου μέσα στην ιστορία.
2. Οι κατ’ αποκάλυψιν αλήθειες που επαγγέλλεται η γνωστική ερμηνεία απευθύνονται σε λίγους μυημένους, ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όλους. Η Γνώση προορίζεται για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο», το «γνωστικό», ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όποιον έχει αφτιά να τ’ ακούσει. Είναι αλήθεια ότι στην κατανόησή του υστερούν οι «σοφοί και συνετοί» και υπερτερούν οι «νήπιοι» (Λουκ. 10, 21), δηλαδή εκείνοι που διαθέτουν ταπεινή και αθώα ψυχή και δε φενακίζονται με την αυταπάτη της υποτιθέμενης αυτάρκειάς τους. Όμως κι αυτό παρερμηνεύεται και κάποιοι, ορμώμενοι από μη χριστιανικές αφετηρίες, αναζητούν γριφώδεις αλληγορίες στο χριστιανικό μήνυμα της θέωσης, δηλαδή της ένωσης του ανθρώπου με τον προσωπικό Τριαδικό Θεό μέσω της αγάπης. Ερμηνεύουν δηλαδή συνειδητά τα ευαγγέλια σα γνωστικά κείμενα, νομίζοντας ότι αποκαλύπτουν κάποιο κρυμμένο νόημα που, κατά τη γνώμη τους, θά ’πρεπε νά ’χουν.
Και στο χριστιανισμό ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της τέλειας γνώσης, γι’ αυτό και συγγραφείς όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας θεωρούν «αληθινούς γνωστικούς» τους χριστιανούς. Όμως η γνώση ως καθαρά διανοητική διαδικασία θεωρείται εξωτερική και ως εκ τούτου ατελής. Τέλεια γνώση (η οποία σώζει) είναι εκείνη που προϋποθέτει την αγάπη. Γνωρίζω αληθινά μόνο ό,τι ή όποιον αγαπώ. Τότε ενώνομαι μαζί του –και η σωτηρία κατά το χριστιανισμό είναι ένωση, όχι εκμάθηση. Όσα κι αν μάθω για το Θεό, αν δεν πυρποληθώ από αγάπη δεν ενώνομαι μαζί Του, επομένως δεν γίνομαι θεός.
Βασικές πηγές για το γνωστικισμό και τα γνωστικά απόκρυφα, εκτός των χειρογράφων του Nag Hammadi, είναι: οι κοπτικοί κώδικες Askevianus και Brucianus (είναι του 4ου και 5ουαιώνα και βρέθηκαν στην Αγγλία το β' ήμισυ του 18ου αιώνα) – ο κοπτικός πάπυρος Berolinensis 8502 (του 5ου αι. μ.Χ.) – ο πάπυρος Oxyrhynchus 1081 – χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, όπως ο άγιος Ειρηναίος (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (Πανάριον) κ.ά., που βέβαια επιχειρούν αναίρεση του γνωστικισμού, αλλά μας δίνουν και πολύτιμες πληροφορίες (γνωστές την εποχή τους, αλλά άγνωστες για μας).
Το κατά Φίλιππον ευαγγέλιον. Καταγράφει, υποτίθεται, αποφθέγματα του Χριστού, με καταγραφέα τον απόστολο Φίλιππο. Η συγγραφή του τοποθετείται στο β΄ μισό του 2ου αιώνα (150-200 μ.Χ.) και ανήκει στο γνωστικό σύστημα του Ουαλεντίνου, για το οποίο και προσφέρει αρκετό υλικό, που επιβεβαιώνει τις αρχαίες αναφορές. Όπως όλα τα γνωστικά κείμενα, αναλώνεται σε μυθοπλασίες χωρίς ηθικές ή θεολογικές προεκτάσεις, που υποτίθεται ότι συνιστούν μια απόκρυφη γνώση των ουράνιων αληθειών, που προσφέρεται στους μυημένους για να τους «σώσει».
Βασικοί άξονες: ο Ιησούς δεν έγινε άνθρωπος αλλά «φάνηκε σαν άνθρωπος», για να γίνει ορατός από τους ανθρώπους – στην κοινή ανάσταση των νεκρών οι άνθρωποι δε θα έχουν σώμα και στη θεία Μετάληψη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν είναι αληθινά (όπως πιστεύουν οι χριστιανοί), αλλά ο λόγος και το πνεύμα.
Στο κατά Φίλιππον ευαγγέλιο περιλαμβάνεται η περίφημη αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή ως «σύντροφο» του Ιησού, που χρησιμοποιήθηκε εσχάτως και ως συγγραφικό πυροτέχνημα και απέδωσε εκατομμύρια δολάρια, προκαλώντας όμως σύγχυση στους αναγνώστες, που εξέλαβαν τις πληροφορίες τους ως –ακριβώς– απόκρυφες και ιστορικές, αγνοώντας ότι το ευαγγέλιο του Φιλίππου είναι ανιστορικό, και ότι τόσο ο Ιησούς όσο και η Μαγδαληνή μέσα σ’ αυτό δεν είναι ιστορικά πρόσωπα, ούτε καν άνθρωποι, αλλά Αιώνες που εμφανίστηκαν σαν άνθρωποι στην υπερβατική πάλη για τη σωτηρία του έκπτωτου Αιώνα Σοφία, που συμβολίζεται με τη Μαγδαληνή. Οι άνθρωποι εκεί είναι απλώς υποπροϊόντα της κοσμικής αγωνίας, πιόνια μιας σκακιέρας, που για τον εαυτό τους είναι σημαντικοί (και αγωνιούν για τη σωτηρία τους), για τους Αιώνες όμως είναι εντελώς ασήμαντοι.
Ο Ουαλεντίνος δίδασκε[2] ότι από την αρχική Μονάδα του Πατρός, ο οποίος είχε σύζυγο τη Σιγή, προβλήθηκε μια πρώτη δυάδα Αιώνων (Νους + Αλήθεια), από αυτή μια δεύτερη (Λόγος + Ζωή) και από αυτή μια Τρίτη (Άνθρωπος + Εκκλησία), κι έτσι σχηματίστηκε η πρώτη «Ογδοάδα» Αιώνων. Από το πρώτο ζεύγος (Νους + Αλήθεια) προβλήθηκε πάλι κατά ζεύγη αρσενικού και θηλυκού η δεύτερη σειρά Αιώνων, η Δεκάδα: Βύθιος + Μείξις, Αγήρατος + Ένωσις, Αυτοφυής + Ηδονή, Ακίνητος + Σύγκρασις, Μονογενής + Μακαρία. Από το δεύτερο ζεύγος (Λόγος + Ζωή) προβλήθηκε η Δωδεκάδα: Παράκλητος + Πίστις, Πατρικός + Ελπίς, Μητρικός + Αγάπη, Αείνους + Σύνεσις, Εκκλησιαστικός + Μακαριότης, Θελητός + Σοφία ή Αχαμώθ. Όλοι αυτοί οι Αιώνες συγκροτούσαν το Πλήρωμα –όμως όλοι, εκτός από το Νου, αγνοούσαν τον Πατέρα και επιθυμούσαν να τον γνωρίσουν, και αυτή η αναζήτηση εισήγαγε την κρίση στο Πλήρωμα.
Ο τελευταίος Αιώνας, η Σοφία (το όνομα το πήρε από τις Παροιμίες, τη Σοφία Σολομώντος και τη Σοφία Σειράχ βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης), ξέπεσε και η δημιουργική της επιθυμία πρόβαλε το Έκτρωμα, με συνέπεια η πρώτη δυάδα (Νους + Αλήθεια) να προβάλει ένα άλλο ζεύγος (Χριστός + Πνεύμα), το οποίο απέκοψε το Έκτρωμα από τους Αιώνες. Ο ανώτατος Πατήρ πρόβαλε έναν ακόμα Αιώνα, το Σταυρό ή Όρο ή Μετοχέα, για να περιφρουρήσει τους Αιώνες και να τους διαχωρίσει από το Υστέρημα. Όμως, για τη λύτρωση της Σοφίας, που είχε μείνει εξόριστη έξω από το Πλήρωμα, στάλθηκε ως σύζυγός της ο Αιώνας Ιησούς, ο οποίος μετέβαλε τα πάθη της σε ενυπόστατες δημιουργικές ουσίες.
Έτσι, από το φόβο της προήλθε η «ψυχική» ουσία, από τη λύπη η «υλική» και από την απορία ή την έκπληξη η «δαιμονική» ουσία. Από τις ενυπόστατες αυτές ουσίες μορφοποιήθηκε αυτός εδώ ο κόσμος και προέκυψε ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι λοιπόν, κατά τον Ουαλεντίνο, χωρίζονται σε «πνευματικούς» (προορισμένους για τη σωτηρία), «ψυχικούς» (που μπορεί να σωθούν ή να καταστραφούν) και «υλικούς» (προορισμένους για την απώλεια).
Παρεμπιπτόντως, η έννοια του Πληρώματος στον Ουαλεντίνο και η διάκριση των ανθρώπων σε ψυχικούς, πνευματικούς και σωματικούς δεν προέρχονται από τον Πλάτωνα ή άλλο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά από τον Παύλο, και συνιστούν μια έμμεση μαρτυρία, πρώτον, ότι τα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης (ή τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά) είναι παλαιότερα από τα γνωστικά (ή έστω από το συγκεκριμένο γνωστικό) και, δεύτερον, ότι, παρά την εκμετάλλευσή τους από τους γνωστικούς και το ότι είναι δυσερμήνευτα εν γένει, η Εκκλησία τα δέχτηκε γιατί ήταν γνήσια.
Στο Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», προς Κολοσσαείς κεφ. 2, 9 – «εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι», στο ίδιο, κεφ. 1, 19 – σ’ αυτόν είναι «πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι», στο ίδιο, κεφ. 2, 3. Για την πλατωνικής προελεύσεως τριμερή διάκριση του ανθρώπου σε σώμα, ψυχή και πνεύμα στον Παύλο, βλ. επιστολή Α' προς Θεσσαλονικείς, κεφ. 5, 23, και αντίστοιχα των ανθρώπων σε σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς Α' προς Κορινθίους, κεφ. 2, 13 έως κεφ. 3, 4, ομοίως κεφ. 15, 44-46 κ.α., όπου όμως ποτέ δεν αναφέρεται η (μη χριστιανική) ιδέα ότι ο Θεός «προορίζει» τους ανθρώπους για σωτηρία ή απώλεια, σφάλμα που έκανε αργότερα ο Αυγουστίνος.
Ο Παύλος αντικαθιστά το πνεύμα των Ελλήνων με την ψυχήν και τον νουν με το πνεύμα× πρώτος το έκανε αυτό λίγο νωρίτερα στην Αλεξάνδρεια ο ελληνιστής φιλόσοφος Φίλων ο Ιουδαίος, βασισμένος στο Γενέσεως 2, 7, «και ενεφύσησεν ο Θεός εις τους μυκτήρας του ανθρώπου πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Ομοίως, το όνομα Σοφία προέρχεται από τη «σοφιολογική γραμματεία» της Παλαιάς Διαθήκης, που εκφράζεται κυρίως στα βιβλία Παροιμίες, Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ (τα δυο τελευταία ανήκουν στην ελληνόφωνη Βίβλο, τη μετάφραση των 70, και είναι απ’ αυτά που γράφτηκαν πρωτότυπα στα ελληνικά, χαρακτηρίζονται δευτεροκανονικά δε χρησιμοποιούνται πια από τους Εβραίους). Εκεί αναφέρεται η «Σοφία του Θεού», ένα ξεκάθαρα θεϊκό ον, το Οποίο δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο. Είναι «η μήτηρ της αγαπήσεως της καλής και της οσίας ελπίδος, του φόβου» (=του αισθήματος σεμνότητας, της αιδημοσύνης) «και της γνώσεως» (Σοφία Σειράχ, κεφ. 24). Κατά τους χριστιανούς, ταυτίζεται με τον Υιό. «Χριστός, Θεού δύναμις και Θεού σοφία» κατά τον απόστολο Παύλο και την ελληνική υμνογραφία «Νους, Λόγος, Σοφία, Υιός του Πατρός, και απόρροια, ως φως από Πυρός, το Πνεύμα» γράφει ο απολογητής Αθηναγόρας ο Αθηναίος (2ος αι.).
Το όνομα Σοφία για το Χριστό είναι τόσο βασικό, που η κολοσσιαία, πανέμορφη και γεμάτη θεολογικούς συμβολισμούς (μικρογραφία του σύμπαντος) καθεδρική εκκλησία των βυζαντινών, η αφιερωμένη σ’ Αυτόν (που βρίσκεται, εγκαταλελειμμένη δυστυχώς, στην Κωνσταντινούπολη), καθώς και ο σπουδαίος αντίστοιχος ρωσικός ναός του Κιέβου (11ος αιώνας), ονομάζεται Ναός της του Θεού Σοφίας, Αγία Σοφία.
Το λεγόμενο Απόκρυφον του Ιωάννου εκφράζει την κοσμολογία και την ανθρωπολογία του πρώιμου γνωστικισμού μέσα από μια υποτιθέμενη αποκάλυψη του Ιησού στον ευαγγελιστή Ιωάννη, όμως γνώρισε πολλές διασκευές, επεξεργασίες και μεταφράσεις, ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς διαφόρων γνωστικών σχολών.
2. Ιουδαιοχριστιανικά απόκρυφα
Πάμε τώρα σε μιαν άλλη ομάδα απόκρυφων έργων, αυτά που ανήκουν στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, δηλαδή στην παράδοση χριστιανών εβραϊκής καταγωγής, πρώην Ιουδαίων στο θρήσκευμα, που χωρίστηκαν σε δυο ρεύματα:
Ένα που παρέμεινε ορθόδοξο και συνυπήρξε αρμονικά με τους χριστιανούς από άλλα έθνη, πρώην ειδωλολάτρες (ή, αν προτιμάτε, πρώην εθνικούς), αποδεχόμενο τις αποφάσεις της αποστολικής συνόδου, που διαχώρισε το χριστιανισμό από τον ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. Οι χριστιανοί αυτοί είχαν πνευματικό πατέρα τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ως απόστολο και επίσκοπο των Ιεροσολύμων.
Και ένα δεύτερο ρεύμα, που αρνήθηκε το δικαίωμα στους εθνικούς να γίνονται χριστιανοί, εκτός κι αν έκαναν περιτομή και τηρούσαν όλες τις διατάξεις της ιουδαϊκής θρησκείας, δηλαδή του μωσαϊκού Νόμου. Αυτοί ουσιαστικά αρνήθηκαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν απ’ αυτήν. Προσπάθησαν να διαλύσουν τις ελληνικές και τις ρωμαϊκές Εκκλησίες, όπου ταξίδευαν και έλεγαν ότι το ευαγγέλιο που κήρυττε ο Παύλος ήταν ψεύτικο, επειδή δεν υποχρέωνε τους ανθρώπους να κάνουν περιτομή και να τηρούν το μωσαϊκό Νόμο. Ο Παύλος αντιμετωπίζει τέτοιους «ψευδάδελφους», όπως τους χαρακτηρίζει, στις επιστολές προς Ρωμαίους, προς Γαλάτας, τις δύο προς Κορινθίους κ.α., ενώ η επιστολή προς Εβραίους απευθύνεται σε ιουδαιοχριστιανούς, μάλλον της Ρώμης, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ορθοδοξία και τις αντιλήψεις των «ψευδαδέλφων».
Οι ιουδαιοχριστιανοί αυτοί, που κινήθηκαν στο περιθώριο του χριστιανισμού, αναγνώριζαν επίσης κύρος αγίου και αποστόλου στον άγιο Ιάκωβο και χρησιμοποίησαν δικά τους ευαγγέλια, όπως το Ευαγγέλιον των Ναζαρηνών, που συγγενεύει με το κανονικό ευαγγέλιο του Ματθαίου και η συγγραφή του, στα αραμαϊκά ή τα συριακά, τοποθετείται πολύ πρώιμα, μεταξύ 70 και 150 μ.Χ. Επίσης το Ευαγγέλιον των Εβιωναίων, συγγενές επίσης με το κατά Ματθαίον, που το χρησιμοποιούσε μια κοινότητα της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη (γράφτηκε ελληνικά τις αρχές του 2ου αιώνα και σώζεται αποσπασματικά), ή το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιον, πρώτο μισό του 2ου αιώνα στα αραμαϊκά, που εκφράζει συγκρητιστικές και γνωστικές τάσεις (π.χ. η Μαρία, μητέρα του Ιησού, θεωρείται υλοποίηση της «μεγάλης ουράνιας δύναμης που ονομάζεται Μιχαήλ») και τονίζει τον πρωτεύοντα ρόλο του αγίου Ιακώβου.
3. Ορθόδοξα απόκρυφα («ψυχωφελείς διηγήσεις» – ψευδεπίγραφα)
Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει η επόμενη ομάδα απόκρυφων. Πρόκειται για έργα ορθόδοξα (κάποια από τα οποία γνώρισαν μεταγενέστερη γνωστική επεξεργασία ή είχαν λίγες γνωστικές επιρροές), τα οποία: είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις για τη ζωή των προσώπων της Καινής Διαθήκης (της Θεοτόκου, των αποστόλων κ.λ.π.) είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, τις περισσότερες φορές αφελείς, και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν ψυχικά» τους χριστιανούς αναγνώστες τους. Είναι δηλαδή «ψυχωφελείς διηγήσεις», γραμμένες κυρίως από το 2ο ώς και τον 4ο αιώνα κατά μίμησιν των ευαγγελίων, των επιστολών, των αποκαλύψεων και των πράξεων των αποστόλων. Εφαρμόζουν, όπως είπαμε, την τακτική του vaticinium ex eventu, δηλαδή της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιο διάσημο συγγραφέα παλιότερης εποχής, που θεωρείται έγκυρος. Τα βιβλία αυτά, επαναλαμβάνω, συμβατικά τα ονομάζουμε «απόκρυφα», επειδή ο όρος έχει γίνει πλέον τεχνικός. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.
Το πιο σημαντικό από τα απόκρυφα αυτού του είδους είναι το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου ή Γέννησις Μαρίας – Αποκάλυψις Ιακώβου. Ο συγγραφέας του το αποδίδει στον Αδελφόθεο Ιάκωβο και το περιεχόμενό του έχει γίνει δεκτό από τη συνείδηση της Εκκλησίας και μάλιστα καθορίζει την παράδοσή μας για τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια της Παναγίας, τα ονόματα των γονιών της (Ιωακείμ και Άννα), την αφιέρωσή της στο Ναό της Ιερουσαλήμ σε ηλικία τριών ετών, λεπτομέρειες για τη γέννηση του Χριστού, όπως ότι γεννήθηκε σε σπήλαιο κ.λ.π. Αναφέρει επίσης το παράδοξο επεισόδιο της μαίας Σαλώμης (άσχετης με τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, που φυσικά δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε), η οποία θέλησε να διαπιστώσει με το δάχτυλό της ότι η Παναγία έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση του παιδιού της –το χέρι της, μετά τη διαπίστωση, παράλυσε και θεραπεύτηκε μετά την ομολογία της πίστης της. Το επεισόδιο αυτό, παρόλο που η μαία τοιχογραφήθηκε σε ναούς να λούζει το νεογέννητο Ιησού, δεν έγινε πιστευτό από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Όμως, παρόλο που το περιεχόμενο του βιβλίου έγινε δεκτό από την Εκκλησία, ζωγραφίστηκε στους ναούς, γέννησε βασικές χριστιανικές εορτές της Παναγίας κ.λ.π., δηλαδή θεωρήθηκε ότι απηχεί έγκυρες παραδόσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων (φαίνεται ότι γράφτηκε γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα), το ίδιο το βιβλίο δε μπήκε στον κανόνα, γιατί δε θεωρήθηκε γνήσιο έργο του αγίου Ιακώβου αλλά κάποιου άλλου ορθόδοξου χριστιανού, γνώστη των παραδόσεων, που το απέδωσε στον άγιο Ιάκωβο.
Δεδομένου ότι το έργο φαίνεται αρκετά πρώιμο (μέσα του 2ου αιώνα) δίνει στοιχεία για την άποψη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη σχετικά με τη ζωή της Παναγίας, την ύψιστη θέση της ανάμεσα στους αγίους και την ιδιότυπη παρθενία της.
Αξιοσημείωτο είναι και το Ευαγγέλιον της παιδικής ηλικίας του Κυρίου, που υποτίθεται ότι ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα βιβλία «του Ιωσήφ του αρχιερέα, που κάποιοι τον ονομάζουν Καϊάφα». Περιγράφει την ιστορία της αγίας οικογένειας από τη γέννηση του Ιησού μέχρι την επιστροφή από την Αίγυπτο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη φυγή στην Αίγυπτο, όπου εξιστορούνται συναρπαστικά και συχνά συγκινητικά επεισόδια και πλήθος θαυμάτων, που τελούνται από την Παναγία και το μικρό Ιησού. Ο σεβασμός του συγγραφέα προς την Παναγία είναι απεριόριστος. Το βιβλίο αυτό διαβάστηκε πολύ από τους χριστιανούς και αξιοποιήθηκε από τον άγιο Ρωμανό το Μελωδό στους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, ιδιαίτερα στον Οίκο «Λάμψας εν τη Αιγύπτω…».
· Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110 μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις επιστολές του Παύλου και τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
· Ο άγιος Κλήμης Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα ευαγγέλια.
· Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των επιστολών του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β' προς Θεσσαλονικείς, Α' και Β' προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια τουcorpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος που είπαμε παραπάνω.
· Η απόκρυφη Επιστολή Βαρνάβα, κεφ. 4, στ. 14, παραθέτει το Ματθ. 22, 14, εισάγοντάς το με το «ως γέγραπται» (=όπως έχει γραφτεί), στερεότυπη φράση που σημαίνει ότι το θεωρεί μέρος της Αγίας Γραφής.
· Επιπλέον, ο Παπίας Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου επισκόπου Καισάρειας της Μικράς Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι ο Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Πολύκαρπου Σμύρνης, αν και είχε επηρεαστεί από διάφορες δοξασίες που εντοπίζονταν στη Μικρά Ασία και παρέκκλιναν από την ορθόδοξη παράδοση.
· Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ως εμάς. Λέω «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας» είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, ορθόδοξα, που επίσης τα διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα, όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν κ.λ.π., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄ προς Κορινθίους δήθεν του Παύλου κ.λ.π.
· Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς άλλους.
(Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων, στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα ανωτέρω στοιχεία).
Το κριτήριο γνησιότητας: η αποστολικότητα
Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε όμως ότι οι χριστιανοί συγκέντρωσαν όλα αυτά τα βιβλία σε ένα σώμα, που το θεώρησαν μέρος της Αγίας Γραφής, είναι η μαρτυρία του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνων (Λυών) γύρω στο 170 μ.Χ. Φαίνεται ότι η αναφορά αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας στον «κανόνα» του αιρετικού διδασκάλου Μαρκίωνος, που είχε συγκροτήσει «κανόνα Καινής Διαθήκης» γύρω στο 160 μ.Χ., βάζοντας μέσα μόνο το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (κολοβωμένο, για να μην αναφέρεται η γέννηση του Χριστού, που ο Μαρκίων, ως γνωστικός, θεωρούσε ότι κατέβηκε στη Γη ενήλικος) και τις επιστολές του Παύλου προς Γαλάτας, Α' και Β' προς Κορινθίους, Ρωμαίους, Α' και Β' προς Θεσσαλονικείς, Εφεσίους (την οποία ονόμαζε προς Λαοδικείς), Κολοσσαείς, Φιλιππισίους και προς Φιλήμονα. Έκοψε δηλαδή ότι φανέρωνε πως ο Χριστός ήταν και κανονικός άνθρωπος, γιατί οι γνωστικοί Τον θεωρούσαν μόνον αιώνιο ουράνιο πνεύμα. Η Εκκλησία απάντησε καταρτίζοντας το δικό της κανόνα, που περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, τις 14 επιστολές του Παύλου, τις 7 λεγόμενες καθολικές επιστολές (τρεις του Ιωάννη, δύο του Πέτρου, μία του Ιακώβου και μία του Ιούδα –όχι φυσικά του Ισκαριώτη) και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Το μόνο κριτήριο, με το οποίο ένα βιβλίο μπήκε στην Καινή Διαθήκη ήταν το ποιος το έγραψε. Μπήκαν δηλαδή μόνον έργα των αποστόλων. Τα ευαγγέλια κατά Μάρκον και Λουκάν είναι επίσης αποστολικά έργα, γιατί ο Μάρκος έγραψε κατά την αφήγηση του Πέτρου («ερμηνευτής Πέτρου» κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα) και ο Λουκάς κατά την αφήγηση του Παύλου, ο οποίος είχε διδαχθεί εν οράματι όλη την επίγεια ζωή του Ιησού, όπως και οι άλλοι απόστολοι.
Γι’ αυτό πολλά βιβλία που θεωρήθηκαν κανονικά, επειδή θεωρήθηκαν έργα αποστόλων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς, περιέχουν αποσπάσματα δυσερμήνευτα, που συχνά φαίνεται να στηρίζουν απόψεις που τις θεωρούμε αιρετικές –κι όμως αυτά τα αποσπάσματα δεν εξοβελίστηκαν, αλλά παρέμειναν στα έργα, γιατί θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στο συγγραφέα! Επίσης ολόκληρη η Αποκάλυψη του Ιωάννη θα μπορούσε να στηρίζει τη μεγάλη αίρεση του μοντανισμού, που προερχόταν από τη Μικρά Ασία (όπως και η Αποκάλυψη) και βασιζόταν στις προφητείες, μία από τις οποίες ήταν και η Αποκάλυψη! Κι όμως η Αποκάλυψη μπήκε στην κανόνα, παρά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα των αιρετικών (μόνο τον 4ο αιώνα σημειώθηκε προσωρινά κάποια επιφύλαξη).
Άλλα βιβλία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από αιρετικούς, πριν καν συσταθεί επίσημα ο κανόνας της Καινής Διαθήκης. Μετά τον κανόνα του Μαρκίωνα, τα κείμενα του αποστόλου Παύλου έγιναν λάβαρο του μαρκιωνιτισμού. Κι όμως όλα αυτά τα βιβλία, που είχαν βεβαρημένο παρελθόν λόγω χρήσης από μία ισχυρότατη αίρεση, μπήκαν χωρίς συζήτηση στον εκκλησιαστικό κανόνα, ενώ η αίρεση αυτή ζούσε ακόμα! Ο λόγος; Θεωρήθηκαν γνήσια έργα του Λουκά και του Παύλου, και αυτό ήταν αρκετό.
Τέλος, κάποια βιβλία μπήκαν στον κανόνα επειδή θεωρήθηκαν, όπως είπαμε, γνήσια έργα εκείνων που αναφέρονταν ως συγγραφείς τους, ενώ κατά βάθος τίποτα καινούργιο δεν πρόσθεταν στη θεολογία ή την ηθική του χριστιανισμού. Τέτοια βιβλία είναι η επιστολή του Ιούδα, οι Β' και Γ' επιστολές του Ιωάννη, η επιστολή του Παύλου προς Φιλήμονα, αλλά και το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, που φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από το Ματθαίο και το Λουκά ως βάση για τη συγγραφή των δικών τους ευαγγελίων, ώστε τίποτα ιδιαίτερο δεν του έχει απομείνει: από τους 661 στίχους του, μόνο 35 δεν έχουν περιληφθεί στα δύο άλλα ευαγγέλια. Κι όμως μπήκε στον κανόνα, γιατί θεωρήθηκε γνήσιο έργο του Μάρκου.
Παράλληλα με τα έργα των αποστόλων υπήρχαν στις Εκκλησίες και άλλα βιβλία, γραμμένα από διάφορους χριστιανούς, ορθόδοξα, όχι αιρετικά, που τα τιτλοφορούσαν με το όνομα κάποιων αποστόλων για να τους δώσουν κύρος και τα οποία περιείχαν αληθινές ή φανταστικές λεπτομέρειες για τα παιδικά χρόνια του Ιησού ή για το πάθος και την ανάστασή Του, καθώς και για τη ζωή και την κοίμηση της Θεοτόκου και για τη δράση και τα μαρτύρια των αποστόλων. Τα βιβλία αυτά η Εκκλησία τα αποδέχτηκε και τα διάβασε (πολλά απ' αυτά άλλωστε περιελάμβαναν γνήσιες ιστορικές μαρτυρίες), τα αξιοποίησε στο εορτολόγιο και στην εικονογραφία, αλλά δεν τα συμπεριέλαβε στην Καινή διαθήκη, όχι γιατί δίδασκαν κάτι κακό, αλλά γιατί δεν ήταν γραμμένα από αποστόλους. Θα δούμε παρακάτω ποια είναι αυτά.
Ο γνωστικισμός: το New Age της αρχαιότητας
Ο γνωστικισμός ήταν ένα πολύμορφο θρησκευτικό κίνημα των δύο πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ένα μωσαϊκό ιουδαϊκών, χριστιανικών, ιρανικών, ελληνικών και αιγυπτιακών αντιλήψεων και δοξασιών ντυμένων με μια «φιλοσοφικότητα» λαϊκού τύπου, στα πλαίσια του φιλοσοφικού συγκρητισμού που είχε διαμορφωθεί με την επίδραση του στωικισμού, του νεοπλατωνισμού και του πυθαγορισμού, δηλαδή σχολών που είχαν επίσης λιγότερο ή περισσότερο μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις. Ήταν, θα έλεγα, κάτι ανάλογο με το σημερινό New Age και το συνονθύλευμα βουδιστικών και ινδουϊστικών αντιλήψεων που επαγγέλλεται τη λύτρωση στο σημερινό δυτικό κόσμο.
Κάθε γνωστικός δάσκαλος είχε το δικό του σύστημα δοξασιών, τη δική του «Γνώση», που μετέφερε στους ανθρώπους με την υπόσχεση ότι, όποιος τη γνωρίσει, σώζεται. Σωτηρία γι’ αυτούς βέβαια ήταν η λύτρωση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος, γιατί πίστευαν ότι Καλό είναι το πνεύμα, ενώ Κακό και έδρα του Κακού η ύλη.
Οι γνωστικοί διδάσκαλοι ήταν πάρα πολλοί, με «σχολές» πολύ διαδεδομένες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., κυρίως βέβαια στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου έτσι κι αλλιώς είχε γίνει ανακάτεμα θρησκειών από τους φοβισμένους κοσμοπολίτες που είχαν χάσει την ταυτότητά τους στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ένιωθαν έρμαια της Μοίρας και των διαφόρων σκοτεινών δυνάμεων, αναζητώντας τη λύτρωση όπου την έβρισκαν.
Οι γνωστικοί διδάσκαλοι ήταν πάρα πολλοί, με «σχολές» πολύ διαδεδομένες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., κυρίως βέβαια στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου έτσι κι αλλιώς είχε γίνει ανακάτεμα θρησκειών από τους φοβισμένους κοσμοπολίτες που είχαν χάσει την ταυτότητά τους στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ένιωθαν έρμαια της Μοίρας και των διαφόρων σκοτεινών δυνάμεων, αναζητώντας τη λύτρωση όπου την έβρισκαν.
- Οι σημαντικότεροι γνωστικοί ωστόσο ήταν ο Μένανδρος και ο μαθητής του Σατορνείλος, ο Κήρινθος, ο Βασιλείδης, ο Καρποκράτης, ο Ουαλεντίνος και ο Μαρκίων, ενώ στις παρυφές του γνωστικισμού κινήθηκε η θρησκεία του μανιχαϊσμού, περσικής προελεύσεως. Από τους προδρόμους του γνωστικισμού φαίνεται ότι ήταν ο Σαμαρείτης Σίμων ο Μάγος, με δράση στη Ρώμη, ενώ προδρομικές γνωστικές τάσεις αντιμετωπίζουν ήδη οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης στις επιστολές τους.
Ομοίως, στην Α' επιστολή προς το μαθητή του Τιμόθεο, πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μικράς Ασίας, ο Παύλος αντιμετωπίζει γνωστικά ρεύματα με «γενεαλογίας απεράντους», «βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως». Στη Β' επιστολή Πέτρου, κεφ. 2, 1-22, στην Α' Ιωάννου, κεφ. 5, 22, και αλλού, μέσα στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν επίσης σαφείς αναφορές σε γνωστικά ρεύματα ή τάσεις, που επαγγέλλονταν τη σωτηρία μέσω της Γνώσης που θα αποκάλυπταν στους ανθρώπους.
Εν πάση περιπτώσει, τα βασικά δόγματα του γνωστικισμού ήταν κοινά σ’ όλα τα συστήματα, αλλά διέφεραν στις λεπτομέρειες και τις μυθικές γενεαλογίες των πνευμάτων. Όλα ήταν ασυμβίβαστα με το χριστιανισμό, παρά το ότι θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν όχημα για την εξάπλωσή τους, γι’ αυτό και έγραψαν «απόκρυφα ιερά βιβλία», κατά μίμησιν των κανονικών, ή χρησιμοποίησαν τα κανονικά δίνοντας γνωστικές ερμηνείες όπου μπορούσαν. Τα δόγματα αυτά ήταν τα εξής:
Υπάρχει ένας ανώτατος, άγνωστος και καλός Θεός, από τον οποίο προήλθε με εκδίπλωση ή απορροή («στάξιμο») μια ολόκληρη ιεραρχημένη γενεαλογία πνευματικών όντων, που τα ονόμαζαν Αιώνες. Οι Αιώνες κάλυπταν το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου, περισώζοντας τη μονοθεΐα και παρακάμπτοντας το ακατανόητο για τους γνωστικούς δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Ένας Αιώνας, συνήθως ο τελευταίος στην ιεραρχική κλίμακα, ξεπέφτει από την αρχική λαμπρή ή αγαθή του θέση και, στα πλαίσια της έκπτωσής του, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, στον οποίο ζούμε εμείς και ο οποίος, συνεπώς, είναι δημιούργημα του Κακού και έδρα του Κακού. Έτσι δημιουργούνται τα ανθρώπινα σώματα, στα οποία, κατά κάποιους γνωστικούς, φυλακίζονται τα πνεύματα αγγέλων που ξέπεσαν και είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Ο έκπτωτος αυτός Αιώνας ταυτίζεται από τους γνωστικούς με το Γιαχβέ, το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο θεωρούσαν δίκαιο αλλά απάνθρωπο.
Ο μεγάλος άγνωστος Θεός στέλνει στη Γη έναν άλλο Αιώνα, τον Ιησού ή Χριστό ή Ιησού Χριστό, για να λυτρώσει τα πνεύματα από τη φυλακή της ύλης και να τα επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο του μεγάλου Θεού.
Εννοείται ότι για τους γνωστικούς ο Χριστός είναι ένα ανώτερο πνεύμα (Αιώνας), που φάνηκε σαν άνθρωπος χωρίς να πάρει στ’ αλήθεια ανθρώπινο σώμα, κατέβηκε στη Γη ενήλικος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε φαινομενικά –γιατί πίστευαν ότι το σώμα και κάθε τι υλικό είναι Κακό, επομένως δεν είναι δυνατόν ένα αγαθό πνεύμα να γίνει υλικός άνθρωπος! Επίσης, θεωρούσαν το γάμο αμαρτία και τον απαγόρευαν στους οπαδούς τους, γι’ αυτό και οι οπαδοί διαφόρων ρευμάτων παρέμεναν συνήθως στην τάξη των απλών κατηχούμενων, για τους οποίους ο γάμος ήταν ανεκτός.
Βασικά υπήρχαν δύο τάσεις: οι ακραία ασκητικοί (που προσπαθούσαν να εξοντώσουν το σώμα μέσω των στερήσεων και έτσι να απελευθερώσουν το φυλακισμένο στο σώμα πνεύμα τους) και οι λεγόμενοι νικολαΐτες ή βαλααμιστές, που επιδίδονταν σε σεξουαλικά όργια και καταχρήσεις κάθε μορφής, προσπαθώντας πάλι να εξοντώσουν το σώμα μέσω των καταχρήσεων και να απελευθερώσουν το φυλακισμένο πνεύμα τους. Οι τελευταίοι αναφέρονται ονομαστικά ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, στο 2ο κεφάλαιο της Β' επιστολής του αποστόλου Πέτρου και στο 1ο κεφ. της Αποκάλυψης, στίχ. 6 και 14-15. Μια άλλη ομάδα, οι οφίτες ή ναασινοί, που λάτρευαν τον όφη (εβραϊκά νάας) και διακλαδίζονταν σε αδαμιανούς, καϊνίτες, σηθιανούς, βαρβηλίτες, αρχοντικούς, κοεδιανούς, φιβιωνίτες κ.λ.π., πήγαιναν απ’ αλλού: μεταλάβαιναν ανθρώπινο σπέρμα και αίμα από πλακούντα ή έκαναν εκτρώσεις και έτρωγαν τα νεκρά έμβρυα.
Αυτές οι τρεις βασικές διδασκαλίες του γνωστικισμού «προσβάλλουν» τη ρίζα της χριστιανικής διδασκαλίας: η θεωρία περί Αιώνων, η ιδέα ότι ο υλικός κόσμος είναι Κακός και έδρα του Κακού και η ιδέα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι πραγματικά.
Η αποστροφή τους προς την ύλη φαίνεται και από τον τρόπο που μιμήθηκαν τη θεία Μετάληψη διάφορα γνωστικά ρεύματα. Όχι με ψωμί και κρασί (το κρασί το θεωρούσαν απαγορευμένο, ως φορέα υλικής ηδονής), αλλά με ψωμί και τυρί (αρτοτυρίτες) ή με ψωμί και νερό, όπως περιγράφεται στις απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων (π.χ. Πέτρου, Ανδρέα, Θωμά κ.λ.π.), που ήταν γραμμένες ή επεξεργασμένες από γνωστικούς.
Όπως είπαμε, οι γνωστικοί χρησιμοποίησαν χριστιανικό ένδυμα για να εδραιώσουν τις διδασκαλίες τους. Έδωσαν σε πολλούς Αιώνες ονόματα παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. Σοφία, Σαβαώθ, Αδονάι, Ελοχίμ κ.λ.π.) ή και από την Καινή Διαθήκη (Λόγος, Μονογενής, Παράκλητος, Ιησούς κ.λ.π.) –προσφέρουν έτσι και μια επιπλέον μαρτυρία ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε πριν από τα δικά τους βιβλία, γιατί αυτά τα ονόματα στην Καινή Διαθήκη έχουν νόημα, ενώ στα γνωστικά συστήματα όχι. Η τακτική της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιον διάσημο παλαιότερο συγγραφέα είναι ευρύτερα γνωστή από την εποχή εκείνη και ονομάζεται στη φιλολογική γλώσσα με το λατινικό τεχνικό όρο vaticinium ex eventu. Χρησιμοποιήθηκε και από ορθόδοξους συγγραφείς, αλλά και από ιουδαίους, καθώς και από Έλληνες των ελληνιστικών χρόνων, που χάλκευσαν σιβυλλικούς χρησμούς, ύμνους του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.ά.
Από τους γνωστικούς, πολλοί ερμήνευσαν τα ευαγγέλια με τρόπο ταιριαστό προς τις διδασκαλίες τους, όπως ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων, ή έγραψαν και οι ίδιοι «ευαγγέλια», κατά μίμησιν των κανονικών ευαγγελίων, όπως το Ευαγγέλιο της Αληθείας του Ουαλεντίνου και τα περισσότερα απόκρυφα. Έγραψαν επίσης Πράξεις και Αποκαλύψεις, επηρεασμένες τόσο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη όσο και από την Παλαιά Διαθήκη, που έχει κι αυτή τα δικά της Απόκρυφα (π.χ. Ανάληψις Μωυσέως, Ανάληψις Ησαΐα, Αποκάλυψις Ηλία, Ε΄ και Στ΄ Έσδρα, Ενώχ, Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών κ.π.ά.). Τα ιερά τους αυτά βιβλία τα χαρακτήρισαν οι ίδιοι «απόκρυφες βίβλους», ισχυριζόμενοι ότι, μέσω αυτών, αποκαλύπτουν στους μύστες της δικής τους θρησκείας μυστικές διδασκαλίες, που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο παραμένουν απόκρυφες.
Ο όρος απόκρυφα ευαγγέλια, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ότι δήθεν η Εκκλησία «απέκρυψε» αυτά τα βιβλία από τα μάτια των χριστιανών (ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο ούτε υπήρξε καταστροφή ή απαγόρευσή τους) αλλά στους ίδιους τους συντάκτες τους, που ήθελαν έτσι να εξηγήσουν πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα βιβλία, τα οποία είχαν γράψει οι ίδιοι και τα είχαν αποδώσει ψευδώς σε διάφορα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.
Ας έχουμε υπόψιν ότι στο χριστιανισμό δεν υπάρχει απόκρυφη γνώση ούτε απόκρυφα βιβλία. Η γνώση του Θεού, όπως τη διδάσκει ο χριστιανισμός (μέσω της τήρησης της εντολής της αγάπης και της ένταξης στο ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία), προορίζεται για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία ή την κοινωνική τάξη, και όχι για κάποιους εκλεκτούς «μύστες». Επίσης δεν υπήρξε ποτέ πολιτική καταστροφής και εξαφάνισης βιβλίων, παρά μόνο συμβολικό κάψιμο βιβλίων χριστιανών αιρετικών που είχαν προκαλέσει ταραχές (και αιματοχυσίες με την εμπλοκή πολιτικών προσώπων) στις χριστιανικές κοινότητες. Ακόμη και τα βιβλία που θεωρήθηκαν απαράδεκτα, αιρετικά, διαστροφικά κ.λ.π., κυκλοφορούσαν ελεύθερα και όποιος ήθελε μπορούσε να τα διαβάσει. Αναφέρομαι φυσικά στη θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας (παραθέτω τον όρο με την ιστορική του έννοια), που δεν ταυτίζεται με την παράδοση της δυτικής Ευρώπης. Δεν έχουμε Ιερά Εξέταση –η Ιερά Εξέταση υπήρξε εκεί όπου διαστρεβλώθηκε ο χριστιανισμός. Παντού δυστυχώς υπήρξαν φανατικοί που κατέστρεψαν, έκαψαν ή και σκότωσαν ακόμη για να επιβάλουν τις απόψεις τους, αλλά αυτοί δεν είναι οι άγιοι ούτε εκφράζουν τη γνησιότητα του χριστιανικού μηνύματος. Οι άγιοι αγάπησαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύνοδος της Καρθαγένης (Καρχηδόνας), που αποφάνθηκε για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης το 419 μ.Χ., ζήτησε –όπως και όφειλε– να μη διαβάζονται άλλα βιβλία «επ’ ονόματι θείων γραφών» (=ως βιβλία της Αγίας Γραφής), όχι να μη διαβάζονται καθόλου.
Τα γνωστικά ιερά κείμενα είναι πάρα πολλά. Δεν έχουν όλα χριστιανικό ένδυμα, αλλά απηχούν όλες τις παραδόσεις, από τις οποίες ανθολόγησαν στοιχεία οι γνωστικοί. Π.χ. Υπόστασις των Αρχόντων, Βροντή: Νους τέλειος, Η παράφρασις του Σηέμ, Εξήγησις περί της ψυχής, Περί Ογδοάδος και Εννεάδος (εννοεί ογδοάδα και εννεάδα Αιώνων), Ασκληπιός (αποκάλυψη, όχι επιστημονικό έργο), Λόγοι Αληθείας Ζωστριανού: Θεός αληθείας: Λόγοι Ζωροάστρου, Πρωτοέννοια τρίμορφος κ.ά.
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την περίφημη ανακάλυψη κοπτικών χειρογράφων του 1945/46 στο Nag Hammadi, κοντά στο αρχαίο Χηνοβόσκιο της Άνω Αιγύπτου, που ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη απόκρυφων και γνωστικών έργων του 20ού αιώνα (13 κώδικες, 53 έργα). Όταν δημοσιοποιήθηκαν, κάποιοι έσπευσαν να προαναγγείλουν την κατάρρευση του χριστιανισμού, επειδή δήθεν ανακαλύφθηκαν οι αληθινές ρίζες του, που, κατ’ αυτούς, είναι γνωστικές ή δεν ξέρω τι άλλο… Όμως πρέπει να έχουν υπόψιν τα εξής:
α) Αν θεωρούν ιστορικώς αξιόπιστα τα γνωστικά ευαγγέλια (για τα οποία δεν έχω μιλήσει ακόμη), και μάλιστα πιο αξιόπιστα από τα κανονικά, εκτός του ότι πρέπει να καθορίσουν το κριτήριο, με το οποίο τα αξιολογούν, θα πρέπει να θεωρήσουν αξιόπιστα και τα άλλα παράλληλα προς την Καινή Διαθήκη βιβλία (σήμερα τα ονομάζουμε «ορθόδοξα απόκρυφα», αν και δεν υπήρξαν ποτέ απόκρυφα, δηλαδή κρυμμένα), που δεν είναι γνωστικά, αλλά καλύπτουν τα κενά της ιστορίας του Ιησού (παιδικά χρόνια) και των πρώτων χριστιανικών χρόνων: βίος της Παναγίας, δράση των αποστόλων κ.τ.λ. Κοντολογίς, υπάρχουν «απόκρυφα» από τα οποία τεκμηριώνεται η αξιοπιστία του χριστιανικού κηρύγματος όπως το ξέρουμε, χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Από αυτά, κάποια στοιχεία έγιναν δεκτά από την εκκλησιαστική συνείδηση, γιατί προφανώς βασίζονταν σε παραδόσεις παλαιότερες από τα ίδια τα έργα, τις οποίες οι συγγραφείς των απόκρυφων συγκέντρωσαν και περιέλαβαν στα βιβλία τους, που είναι ορθόδοξα, αλλά δε μπήκαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, γιατί δεν ήταν αληθινά έργα των αποστόλων. Πώς λοιπόν κάποιοι αποδέχονται ή συζητούν σοβαρά την αξιοπιστία των γνωστικών απόκρυφων και δε συζητούν καθόλου την αξιοπιστία των ορθόδοξων, όπως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου;
β) Η γνωστική θεολογία είναι 100 φορές πιο υπερβατική από τη χριστιανική. Ενδιαφέρεται κυρίως για τις αποκαλύψεις «υπερβατικών αληθειών» σε διάφορα πρόσωπα (Αποκάλυψις Μωυσέως, Αποκάλυψις Ιωάννου –όχι η κανονική– Αποκάλυψις Ασκληπιού, Ιακώβου, Παύλου, Αδάμ κ.λ.π.), και οι αποκαλύψεις αυτές αφορούν στην αρχή του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση κ.τ.λ. –αντίθετα, η Καινή Διαθήκη έχει μόνο μία αποκάλυψη (το πρότυπο όλων αυτών), η οποία κλιμακώνεται σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και περιγράφει απείρως πιο αφαιρετικά τα έσχατα, τον παράδεισο και την «κρίση των εθνών».
Επιπλέον, τα απόκρυφα περιλαμβάνουν θαύματα ασυγκρίτως πιο εξωπραγματικά από τα θαύματα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Π.χ., στις Πράξεις Παύλου ο Παύλος βαφτίζει ένα λιοντάρι, που του ζητάει με ανθρώπινη φωνή να βαφτιστεί, και αργότερα, όταν τον ρίχνουν στην αρένα, εξαπολύουν εναντίον του το ίδιο λιοντάρι, το οποίο όχι μόνο δεν τον τρώει αλλά και τον προστατεύει – στις Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά (αρκετά αξιόλογο ως μυθοπλασία αλλά δύσκολο να αξιολογηθεί ιστορικά), ο απόστολος, στις Ινδίες, θανατώνει έναν οφιοειδή δράκοντα, που είναι, υποτίθεται, ο γιος του διαβόλου που εξαπάτησε, ως φίδι, την Εύα, και αργότερα καλεί άγρια γαϊδούρια, που ζεύονται στο αμάξι του και τον μεταφέρουν, μιλώντας ενίοτε με ανθρώπινη φωνή – σε όλες τις απόκρυφες Πράξεις οι απόστολοι συνεχώς ανασταίνουν νεκρούς, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ανάστησε μόνον τρεις, την κόρη του Ιάειρου, το γιο της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο, ενώ στις κανονικές Πράξεις των Αποστόλων, ο Πέτρος ανασταίνει την Ταββιθά, μια σημαντική προσωπικότητα της Εκκλησίας της Ιόππης (για όσους νομίζουν ότι η γυναίκα ήταν υποβαθμισμένη στην αρχαία Εκκλησία), και ο Παύλος ένα νέο που σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα παράθυρο στο χώρο όπου κήρυττε.
γ) Τα γνωστικά απόκρυφα έργα δεν παρουσιάζουν τον Ιησού με ανθρώπινο πρόσωπο και δεν αναφέρουν καθόλου επεισόδια από τη ζωή Του, αλλά μόνον «λόγους» και «διδασκαλίες» Του, γιατί πρεσβεύουν την αντίθετη προς τον υλικό κόσμο, το σώμα κ.λ.π. διδασκαλία των γνωστικών. Αν κάποιος την επιλέγει ως προτιμότερη γι’ αυτόν από τη χριστιανική (με την προϋπόθεση βέβαια ότι γνωρίζει τη χριστιανική στην αυθεντική –μου επιτρέπετε– μορφή της, και όχι σε διάφορα κακέκτυπα ιστορικά της μορφώματα που νομίζει για αυθεντικά), είναι δικαίωμά του, αλλά είναι πάλι θέμα πεποιθήσεων.
Αυτές οι τρεις βασικές διδασκαλίες του γνωστικισμού «προσβάλλουν» τη ρίζα της χριστιανικής διδασκαλίας: η θεωρία περί Αιώνων, η ιδέα ότι ο υλικός κόσμος είναι Κακός και έδρα του Κακού και η ιδέα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι πραγματικά.
Η αποστροφή τους προς την ύλη φαίνεται και από τον τρόπο που μιμήθηκαν τη θεία Μετάληψη διάφορα γνωστικά ρεύματα. Όχι με ψωμί και κρασί (το κρασί το θεωρούσαν απαγορευμένο, ως φορέα υλικής ηδονής), αλλά με ψωμί και τυρί (αρτοτυρίτες) ή με ψωμί και νερό, όπως περιγράφεται στις απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων (π.χ. Πέτρου, Ανδρέα, Θωμά κ.λ.π.), που ήταν γραμμένες ή επεξεργασμένες από γνωστικούς.
Τα απόκρυφα έργα
Όπως είπαμε, οι γνωστικοί χρησιμοποίησαν χριστιανικό ένδυμα για να εδραιώσουν τις διδασκαλίες τους. Έδωσαν σε πολλούς Αιώνες ονόματα παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. Σοφία, Σαβαώθ, Αδονάι, Ελοχίμ κ.λ.π.) ή και από την Καινή Διαθήκη (Λόγος, Μονογενής, Παράκλητος, Ιησούς κ.λ.π.) –προσφέρουν έτσι και μια επιπλέον μαρτυρία ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε πριν από τα δικά τους βιβλία, γιατί αυτά τα ονόματα στην Καινή Διαθήκη έχουν νόημα, ενώ στα γνωστικά συστήματα όχι. Η τακτική της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιον διάσημο παλαιότερο συγγραφέα είναι ευρύτερα γνωστή από την εποχή εκείνη και ονομάζεται στη φιλολογική γλώσσα με το λατινικό τεχνικό όρο vaticinium ex eventu. Χρησιμοποιήθηκε και από ορθόδοξους συγγραφείς, αλλά και από ιουδαίους, καθώς και από Έλληνες των ελληνιστικών χρόνων, που χάλκευσαν σιβυλλικούς χρησμούς, ύμνους του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.ά.
Από τους γνωστικούς, πολλοί ερμήνευσαν τα ευαγγέλια με τρόπο ταιριαστό προς τις διδασκαλίες τους, όπως ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων, ή έγραψαν και οι ίδιοι «ευαγγέλια», κατά μίμησιν των κανονικών ευαγγελίων, όπως το Ευαγγέλιο της Αληθείας του Ουαλεντίνου και τα περισσότερα απόκρυφα. Έγραψαν επίσης Πράξεις και Αποκαλύψεις, επηρεασμένες τόσο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη όσο και από την Παλαιά Διαθήκη, που έχει κι αυτή τα δικά της Απόκρυφα (π.χ. Ανάληψις Μωυσέως, Ανάληψις Ησαΐα, Αποκάλυψις Ηλία, Ε΄ και Στ΄ Έσδρα, Ενώχ, Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών κ.π.ά.). Τα ιερά τους αυτά βιβλία τα χαρακτήρισαν οι ίδιοι «απόκρυφες βίβλους», ισχυριζόμενοι ότι, μέσω αυτών, αποκαλύπτουν στους μύστες της δικής τους θρησκείας μυστικές διδασκαλίες, που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο παραμένουν απόκρυφες.
Ο όρος απόκρυφα ευαγγέλια, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ότι δήθεν η Εκκλησία «απέκρυψε» αυτά τα βιβλία από τα μάτια των χριστιανών (ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο ούτε υπήρξε καταστροφή ή απαγόρευσή τους) αλλά στους ίδιους τους συντάκτες τους, που ήθελαν έτσι να εξηγήσουν πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα βιβλία, τα οποία είχαν γράψει οι ίδιοι και τα είχαν αποδώσει ψευδώς σε διάφορα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.
Ας έχουμε υπόψιν ότι στο χριστιανισμό δεν υπάρχει απόκρυφη γνώση ούτε απόκρυφα βιβλία. Η γνώση του Θεού, όπως τη διδάσκει ο χριστιανισμός (μέσω της τήρησης της εντολής της αγάπης και της ένταξης στο ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία), προορίζεται για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία ή την κοινωνική τάξη, και όχι για κάποιους εκλεκτούς «μύστες». Επίσης δεν υπήρξε ποτέ πολιτική καταστροφής και εξαφάνισης βιβλίων, παρά μόνο συμβολικό κάψιμο βιβλίων χριστιανών αιρετικών που είχαν προκαλέσει ταραχές (και αιματοχυσίες με την εμπλοκή πολιτικών προσώπων) στις χριστιανικές κοινότητες. Ακόμη και τα βιβλία που θεωρήθηκαν απαράδεκτα, αιρετικά, διαστροφικά κ.λ.π., κυκλοφορούσαν ελεύθερα και όποιος ήθελε μπορούσε να τα διαβάσει. Αναφέρομαι φυσικά στη θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας (παραθέτω τον όρο με την ιστορική του έννοια), που δεν ταυτίζεται με την παράδοση της δυτικής Ευρώπης. Δεν έχουμε Ιερά Εξέταση –η Ιερά Εξέταση υπήρξε εκεί όπου διαστρεβλώθηκε ο χριστιανισμός. Παντού δυστυχώς υπήρξαν φανατικοί που κατέστρεψαν, έκαψαν ή και σκότωσαν ακόμη για να επιβάλουν τις απόψεις τους, αλλά αυτοί δεν είναι οι άγιοι ούτε εκφράζουν τη γνησιότητα του χριστιανικού μηνύματος. Οι άγιοι αγάπησαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύνοδος της Καρθαγένης (Καρχηδόνας), που αποφάνθηκε για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης το 419 μ.Χ., ζήτησε –όπως και όφειλε– να μη διαβάζονται άλλα βιβλία «επ’ ονόματι θείων γραφών» (=ως βιβλία της Αγίας Γραφής), όχι να μη διαβάζονται καθόλου.
Είναι αξιόπιστα τα απόκρυφα έργα;
Τα γνωστικά ιερά κείμενα είναι πάρα πολλά. Δεν έχουν όλα χριστιανικό ένδυμα, αλλά απηχούν όλες τις παραδόσεις, από τις οποίες ανθολόγησαν στοιχεία οι γνωστικοί. Π.χ. Υπόστασις των Αρχόντων, Βροντή: Νους τέλειος, Η παράφρασις του Σηέμ, Εξήγησις περί της ψυχής, Περί Ογδοάδος και Εννεάδος (εννοεί ογδοάδα και εννεάδα Αιώνων), Ασκληπιός (αποκάλυψη, όχι επιστημονικό έργο), Λόγοι Αληθείας Ζωστριανού: Θεός αληθείας: Λόγοι Ζωροάστρου, Πρωτοέννοια τρίμορφος κ.ά.
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την περίφημη ανακάλυψη κοπτικών χειρογράφων του 1945/46 στο Nag Hammadi, κοντά στο αρχαίο Χηνοβόσκιο της Άνω Αιγύπτου, που ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη απόκρυφων και γνωστικών έργων του 20ού αιώνα (13 κώδικες, 53 έργα). Όταν δημοσιοποιήθηκαν, κάποιοι έσπευσαν να προαναγγείλουν την κατάρρευση του χριστιανισμού, επειδή δήθεν ανακαλύφθηκαν οι αληθινές ρίζες του, που, κατ’ αυτούς, είναι γνωστικές ή δεν ξέρω τι άλλο… Όμως πρέπει να έχουν υπόψιν τα εξής:
α) Αν θεωρούν ιστορικώς αξιόπιστα τα γνωστικά ευαγγέλια (για τα οποία δεν έχω μιλήσει ακόμη), και μάλιστα πιο αξιόπιστα από τα κανονικά, εκτός του ότι πρέπει να καθορίσουν το κριτήριο, με το οποίο τα αξιολογούν, θα πρέπει να θεωρήσουν αξιόπιστα και τα άλλα παράλληλα προς την Καινή Διαθήκη βιβλία (σήμερα τα ονομάζουμε «ορθόδοξα απόκρυφα», αν και δεν υπήρξαν ποτέ απόκρυφα, δηλαδή κρυμμένα), που δεν είναι γνωστικά, αλλά καλύπτουν τα κενά της ιστορίας του Ιησού (παιδικά χρόνια) και των πρώτων χριστιανικών χρόνων: βίος της Παναγίας, δράση των αποστόλων κ.τ.λ. Κοντολογίς, υπάρχουν «απόκρυφα» από τα οποία τεκμηριώνεται η αξιοπιστία του χριστιανικού κηρύγματος όπως το ξέρουμε, χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Από αυτά, κάποια στοιχεία έγιναν δεκτά από την εκκλησιαστική συνείδηση, γιατί προφανώς βασίζονταν σε παραδόσεις παλαιότερες από τα ίδια τα έργα, τις οποίες οι συγγραφείς των απόκρυφων συγκέντρωσαν και περιέλαβαν στα βιβλία τους, που είναι ορθόδοξα, αλλά δε μπήκαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, γιατί δεν ήταν αληθινά έργα των αποστόλων. Πώς λοιπόν κάποιοι αποδέχονται ή συζητούν σοβαρά την αξιοπιστία των γνωστικών απόκρυφων και δε συζητούν καθόλου την αξιοπιστία των ορθόδοξων, όπως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου;
β) Η γνωστική θεολογία είναι 100 φορές πιο υπερβατική από τη χριστιανική. Ενδιαφέρεται κυρίως για τις αποκαλύψεις «υπερβατικών αληθειών» σε διάφορα πρόσωπα (Αποκάλυψις Μωυσέως, Αποκάλυψις Ιωάννου –όχι η κανονική– Αποκάλυψις Ασκληπιού, Ιακώβου, Παύλου, Αδάμ κ.λ.π.), και οι αποκαλύψεις αυτές αφορούν στην αρχή του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση κ.τ.λ. –αντίθετα, η Καινή Διαθήκη έχει μόνο μία αποκάλυψη (το πρότυπο όλων αυτών), η οποία κλιμακώνεται σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και περιγράφει απείρως πιο αφαιρετικά τα έσχατα, τον παράδεισο και την «κρίση των εθνών».
Επιπλέον, τα απόκρυφα περιλαμβάνουν θαύματα ασυγκρίτως πιο εξωπραγματικά από τα θαύματα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Π.χ., στις Πράξεις Παύλου ο Παύλος βαφτίζει ένα λιοντάρι, που του ζητάει με ανθρώπινη φωνή να βαφτιστεί, και αργότερα, όταν τον ρίχνουν στην αρένα, εξαπολύουν εναντίον του το ίδιο λιοντάρι, το οποίο όχι μόνο δεν τον τρώει αλλά και τον προστατεύει – στις Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά (αρκετά αξιόλογο ως μυθοπλασία αλλά δύσκολο να αξιολογηθεί ιστορικά), ο απόστολος, στις Ινδίες, θανατώνει έναν οφιοειδή δράκοντα, που είναι, υποτίθεται, ο γιος του διαβόλου που εξαπάτησε, ως φίδι, την Εύα, και αργότερα καλεί άγρια γαϊδούρια, που ζεύονται στο αμάξι του και τον μεταφέρουν, μιλώντας ενίοτε με ανθρώπινη φωνή – σε όλες τις απόκρυφες Πράξεις οι απόστολοι συνεχώς ανασταίνουν νεκρούς, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ανάστησε μόνον τρεις, την κόρη του Ιάειρου, το γιο της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο, ενώ στις κανονικές Πράξεις των Αποστόλων, ο Πέτρος ανασταίνει την Ταββιθά, μια σημαντική προσωπικότητα της Εκκλησίας της Ιόππης (για όσους νομίζουν ότι η γυναίκα ήταν υποβαθμισμένη στην αρχαία Εκκλησία), και ο Παύλος ένα νέο που σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα παράθυρο στο χώρο όπου κήρυττε.
γ) Τα γνωστικά απόκρυφα έργα δεν παρουσιάζουν τον Ιησού με ανθρώπινο πρόσωπο και δεν αναφέρουν καθόλου επεισόδια από τη ζωή Του, αλλά μόνον «λόγους» και «διδασκαλίες» Του, γιατί πρεσβεύουν την αντίθετη προς τον υλικό κόσμο, το σώμα κ.λ.π. διδασκαλία των γνωστικών. Αν κάποιος την επιλέγει ως προτιμότερη γι’ αυτόν από τη χριστιανική (με την προϋπόθεση βέβαια ότι γνωρίζει τη χριστιανική στην αυθεντική –μου επιτρέπετε– μορφή της, και όχι σε διάφορα κακέκτυπα ιστορικά της μορφώματα που νομίζει για αυθεντικά), είναι δικαίωμά του, αλλά είναι πάλι θέμα πεποιθήσεων.
Για να είμαι ακριβής, υπάρχει εσωτεριστική ερμηνεία της διδασκαλίας και των υποτυπωδών αφηγήσεων των γνωστικών κειμένων, δηλαδή ερμηνεία που προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιο μίτο εκλαμβάνοντάς τα ως αλληγορίες γεγονότων που συμβαίνουν μέσα στο νου και συμβολίζουν στάδια μιας πνευματικής/διανοητικής ανάτασης. Το πνεύμα της ερμηνείας αυτής διαφέρει από το χριστιανικό πνεύμα κυρίως σε δύο θεμελιώδη σημεία.
1. Συνδέει τη σωτηρία του ανθρώπου με την κατανόηση πραγμάτων, δηλαδή περίπλοκων υπερβατικών ουράνιων αληθειών. Η κατανόηση αυτή από μόνη της οδηγεί το νου σε ανάταση και τελικά ο άνθρωπος αναβαθμίζεται και περνάει, μέσα από στάδια υπερβατικής γνώσης, σε ουράνιες σφαίρες. Αντίθετα, στο χριστιανισμό, καθαρά και ξάστερα και χωρίς γρίφους, η σωτηρία είναι φυσική απόληξη της ανταπόκρισης του ανθρώπου στην αγάπη του Τριαδικού Θεού, που ένα από τα συμπτώματά της (το πιο αναγνωρίσιμο για το μέσο άνθρωπο) είναι η απόλυτη, χωρίς όρους, ανιδιοτελής αγάπη του ανθρώπου για τους συνανθρώπους του: «Γνώση του Θεού είναι η αγάπη» κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 7-21) και «όποιος λέει ότι αγαπά το Θεό, κι όμως μισεί τον αδελφό του (δηλαδή το συνάνθρωπό του), είναι ψεύτης». Φυσικά αυτή η αγάπη επιτυγχάνεται από λίγους, γιατί και η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού είναι επιλογή λίγων, πράγμα που, κατά το χριστιανισμό φυσικά, συνιστά και την κοσμική τραγωδία του ανθρώπου μέσα στην ιστορία.
2. Οι κατ’ αποκάλυψιν αλήθειες που επαγγέλλεται η γνωστική ερμηνεία απευθύνονται σε λίγους μυημένους, ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όλους. Η Γνώση προορίζεται για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο», το «γνωστικό», ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όποιον έχει αφτιά να τ’ ακούσει. Είναι αλήθεια ότι στην κατανόησή του υστερούν οι «σοφοί και συνετοί» και υπερτερούν οι «νήπιοι» (Λουκ. 10, 21), δηλαδή εκείνοι που διαθέτουν ταπεινή και αθώα ψυχή και δε φενακίζονται με την αυταπάτη της υποτιθέμενης αυτάρκειάς τους. Όμως κι αυτό παρερμηνεύεται και κάποιοι, ορμώμενοι από μη χριστιανικές αφετηρίες, αναζητούν γριφώδεις αλληγορίες στο χριστιανικό μήνυμα της θέωσης, δηλαδή της ένωσης του ανθρώπου με τον προσωπικό Τριαδικό Θεό μέσω της αγάπης. Ερμηνεύουν δηλαδή συνειδητά τα ευαγγέλια σα γνωστικά κείμενα, νομίζοντας ότι αποκαλύπτουν κάποιο κρυμμένο νόημα που, κατά τη γνώμη τους, θά ’πρεπε νά ’χουν.
Και στο χριστιανισμό ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της τέλειας γνώσης, γι’ αυτό και συγγραφείς όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας θεωρούν «αληθινούς γνωστικούς» τους χριστιανούς. Όμως η γνώση ως καθαρά διανοητική διαδικασία θεωρείται εξωτερική και ως εκ τούτου ατελής. Τέλεια γνώση (η οποία σώζει) είναι εκείνη που προϋποθέτει την αγάπη. Γνωρίζω αληθινά μόνο ό,τι ή όποιον αγαπώ. Τότε ενώνομαι μαζί του –και η σωτηρία κατά το χριστιανισμό είναι ένωση, όχι εκμάθηση. Όσα κι αν μάθω για το Θεό, αν δεν πυρποληθώ από αγάπη δεν ενώνομαι μαζί Του, επομένως δεν γίνομαι θεός.
Βασικές πηγές για το γνωστικισμό και τα γνωστικά απόκρυφα, εκτός των χειρογράφων του Nag Hammadi, είναι: οι κοπτικοί κώδικες Askevianus και Brucianus (είναι του 4ου και 5ουαιώνα και βρέθηκαν στην Αγγλία το β' ήμισυ του 18ου αιώνα) – ο κοπτικός πάπυρος Berolinensis 8502 (του 5ου αι. μ.Χ.) – ο πάπυρος Oxyrhynchus 1081 – χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, όπως ο άγιος Ειρηναίος (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (Πανάριον) κ.ά., που βέβαια επιχειρούν αναίρεση του γνωστικισμού, αλλά μας δίνουν και πολύτιμες πληροφορίες (γνωστές την εποχή τους, αλλά άγνωστες για μας).
Ορισμένα χαρακτηριστικά απόκρυφα έργα
Το κατά Φίλιππον ευαγγέλιον. Καταγράφει, υποτίθεται, αποφθέγματα του Χριστού, με καταγραφέα τον απόστολο Φίλιππο. Η συγγραφή του τοποθετείται στο β΄ μισό του 2ου αιώνα (150-200 μ.Χ.) και ανήκει στο γνωστικό σύστημα του Ουαλεντίνου, για το οποίο και προσφέρει αρκετό υλικό, που επιβεβαιώνει τις αρχαίες αναφορές. Όπως όλα τα γνωστικά κείμενα, αναλώνεται σε μυθοπλασίες χωρίς ηθικές ή θεολογικές προεκτάσεις, που υποτίθεται ότι συνιστούν μια απόκρυφη γνώση των ουράνιων αληθειών, που προσφέρεται στους μυημένους για να τους «σώσει».
Βασικοί άξονες: ο Ιησούς δεν έγινε άνθρωπος αλλά «φάνηκε σαν άνθρωπος», για να γίνει ορατός από τους ανθρώπους – στην κοινή ανάσταση των νεκρών οι άνθρωποι δε θα έχουν σώμα και στη θεία Μετάληψη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν είναι αληθινά (όπως πιστεύουν οι χριστιανοί), αλλά ο λόγος και το πνεύμα.
Στο κατά Φίλιππον ευαγγέλιο περιλαμβάνεται η περίφημη αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή ως «σύντροφο» του Ιησού, που χρησιμοποιήθηκε εσχάτως και ως συγγραφικό πυροτέχνημα και απέδωσε εκατομμύρια δολάρια, προκαλώντας όμως σύγχυση στους αναγνώστες, που εξέλαβαν τις πληροφορίες τους ως –ακριβώς– απόκρυφες και ιστορικές, αγνοώντας ότι το ευαγγέλιο του Φιλίππου είναι ανιστορικό, και ότι τόσο ο Ιησούς όσο και η Μαγδαληνή μέσα σ’ αυτό δεν είναι ιστορικά πρόσωπα, ούτε καν άνθρωποι, αλλά Αιώνες που εμφανίστηκαν σαν άνθρωποι στην υπερβατική πάλη για τη σωτηρία του έκπτωτου Αιώνα Σοφία, που συμβολίζεται με τη Μαγδαληνή. Οι άνθρωποι εκεί είναι απλώς υποπροϊόντα της κοσμικής αγωνίας, πιόνια μιας σκακιέρας, που για τον εαυτό τους είναι σημαντικοί (και αγωνιούν για τη σωτηρία τους), για τους Αιώνες όμως είναι εντελώς ασήμαντοι.
Ο Ουαλεντίνος δίδασκε[2] ότι από την αρχική Μονάδα του Πατρός, ο οποίος είχε σύζυγο τη Σιγή, προβλήθηκε μια πρώτη δυάδα Αιώνων (Νους + Αλήθεια), από αυτή μια δεύτερη (Λόγος + Ζωή) και από αυτή μια Τρίτη (Άνθρωπος + Εκκλησία), κι έτσι σχηματίστηκε η πρώτη «Ογδοάδα» Αιώνων. Από το πρώτο ζεύγος (Νους + Αλήθεια) προβλήθηκε πάλι κατά ζεύγη αρσενικού και θηλυκού η δεύτερη σειρά Αιώνων, η Δεκάδα: Βύθιος + Μείξις, Αγήρατος + Ένωσις, Αυτοφυής + Ηδονή, Ακίνητος + Σύγκρασις, Μονογενής + Μακαρία. Από το δεύτερο ζεύγος (Λόγος + Ζωή) προβλήθηκε η Δωδεκάδα: Παράκλητος + Πίστις, Πατρικός + Ελπίς, Μητρικός + Αγάπη, Αείνους + Σύνεσις, Εκκλησιαστικός + Μακαριότης, Θελητός + Σοφία ή Αχαμώθ. Όλοι αυτοί οι Αιώνες συγκροτούσαν το Πλήρωμα –όμως όλοι, εκτός από το Νου, αγνοούσαν τον Πατέρα και επιθυμούσαν να τον γνωρίσουν, και αυτή η αναζήτηση εισήγαγε την κρίση στο Πλήρωμα.
Ο τελευταίος Αιώνας, η Σοφία (το όνομα το πήρε από τις Παροιμίες, τη Σοφία Σολομώντος και τη Σοφία Σειράχ βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης), ξέπεσε και η δημιουργική της επιθυμία πρόβαλε το Έκτρωμα, με συνέπεια η πρώτη δυάδα (Νους + Αλήθεια) να προβάλει ένα άλλο ζεύγος (Χριστός + Πνεύμα), το οποίο απέκοψε το Έκτρωμα από τους Αιώνες. Ο ανώτατος Πατήρ πρόβαλε έναν ακόμα Αιώνα, το Σταυρό ή Όρο ή Μετοχέα, για να περιφρουρήσει τους Αιώνες και να τους διαχωρίσει από το Υστέρημα. Όμως, για τη λύτρωση της Σοφίας, που είχε μείνει εξόριστη έξω από το Πλήρωμα, στάλθηκε ως σύζυγός της ο Αιώνας Ιησούς, ο οποίος μετέβαλε τα πάθη της σε ενυπόστατες δημιουργικές ουσίες.
Έτσι, από το φόβο της προήλθε η «ψυχική» ουσία, από τη λύπη η «υλική» και από την απορία ή την έκπληξη η «δαιμονική» ουσία. Από τις ενυπόστατες αυτές ουσίες μορφοποιήθηκε αυτός εδώ ο κόσμος και προέκυψε ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι λοιπόν, κατά τον Ουαλεντίνο, χωρίζονται σε «πνευματικούς» (προορισμένους για τη σωτηρία), «ψυχικούς» (που μπορεί να σωθούν ή να καταστραφούν) και «υλικούς» (προορισμένους για την απώλεια).
Παρεμπιπτόντως, η έννοια του Πληρώματος στον Ουαλεντίνο και η διάκριση των ανθρώπων σε ψυχικούς, πνευματικούς και σωματικούς δεν προέρχονται από τον Πλάτωνα ή άλλο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά από τον Παύλο, και συνιστούν μια έμμεση μαρτυρία, πρώτον, ότι τα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης (ή τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά) είναι παλαιότερα από τα γνωστικά (ή έστω από το συγκεκριμένο γνωστικό) και, δεύτερον, ότι, παρά την εκμετάλλευσή τους από τους γνωστικούς και το ότι είναι δυσερμήνευτα εν γένει, η Εκκλησία τα δέχτηκε γιατί ήταν γνήσια.
Στο Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», προς Κολοσσαείς κεφ. 2, 9 – «εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι», στο ίδιο, κεφ. 1, 19 – σ’ αυτόν είναι «πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι», στο ίδιο, κεφ. 2, 3. Για την πλατωνικής προελεύσεως τριμερή διάκριση του ανθρώπου σε σώμα, ψυχή και πνεύμα στον Παύλο, βλ. επιστολή Α' προς Θεσσαλονικείς, κεφ. 5, 23, και αντίστοιχα των ανθρώπων σε σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς Α' προς Κορινθίους, κεφ. 2, 13 έως κεφ. 3, 4, ομοίως κεφ. 15, 44-46 κ.α., όπου όμως ποτέ δεν αναφέρεται η (μη χριστιανική) ιδέα ότι ο Θεός «προορίζει» τους ανθρώπους για σωτηρία ή απώλεια, σφάλμα που έκανε αργότερα ο Αυγουστίνος.
Ο Παύλος αντικαθιστά το πνεύμα των Ελλήνων με την ψυχήν και τον νουν με το πνεύμα× πρώτος το έκανε αυτό λίγο νωρίτερα στην Αλεξάνδρεια ο ελληνιστής φιλόσοφος Φίλων ο Ιουδαίος, βασισμένος στο Γενέσεως 2, 7, «και ενεφύσησεν ο Θεός εις τους μυκτήρας του ανθρώπου πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Ομοίως, το όνομα Σοφία προέρχεται από τη «σοφιολογική γραμματεία» της Παλαιάς Διαθήκης, που εκφράζεται κυρίως στα βιβλία Παροιμίες, Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ (τα δυο τελευταία ανήκουν στην ελληνόφωνη Βίβλο, τη μετάφραση των 70, και είναι απ’ αυτά που γράφτηκαν πρωτότυπα στα ελληνικά, χαρακτηρίζονται δευτεροκανονικά δε χρησιμοποιούνται πια από τους Εβραίους). Εκεί αναφέρεται η «Σοφία του Θεού», ένα ξεκάθαρα θεϊκό ον, το Οποίο δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο. Είναι «η μήτηρ της αγαπήσεως της καλής και της οσίας ελπίδος, του φόβου» (=του αισθήματος σεμνότητας, της αιδημοσύνης) «και της γνώσεως» (Σοφία Σειράχ, κεφ. 24). Κατά τους χριστιανούς, ταυτίζεται με τον Υιό. «Χριστός, Θεού δύναμις και Θεού σοφία» κατά τον απόστολο Παύλο και την ελληνική υμνογραφία «Νους, Λόγος, Σοφία, Υιός του Πατρός, και απόρροια, ως φως από Πυρός, το Πνεύμα» γράφει ο απολογητής Αθηναγόρας ο Αθηναίος (2ος αι.).
Το όνομα Σοφία για το Χριστό είναι τόσο βασικό, που η κολοσσιαία, πανέμορφη και γεμάτη θεολογικούς συμβολισμούς (μικρογραφία του σύμπαντος) καθεδρική εκκλησία των βυζαντινών, η αφιερωμένη σ’ Αυτόν (που βρίσκεται, εγκαταλελειμμένη δυστυχώς, στην Κωνσταντινούπολη), καθώς και ο σπουδαίος αντίστοιχος ρωσικός ναός του Κιέβου (11ος αιώνας), ονομάζεται Ναός της του Θεού Σοφίας, Αγία Σοφία.
Δείτε: 27 Δεκεμβρίου 530 μ.Χ: Τα θυρανοίξια της Αγιάς Σοφιάς
Εξυπακούεται ότι, κατά τη χριστιανική θεολογία, ο Θεός, ως Πνεύμα και εντελώς Άλλος στους όρους ύπαρξης από μας (με θεμελιώδες όμως κοινό μας χαρακτηριστικό την Αγάπη ως ελεύθερη επιλογή) δεν έχει φύλο. Γλωσσικά στην Αγία Τριάδα συμπυκνώνονται και τα τρία γένη: εκτός από το Άγιο Πνεύμα, που Το προσαγορεύουμε στο ουδέτερο, βλέπουμε πως και το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός, ονομάζεται με ένα θηλυκό όνομα ιδιαίτερης βαρύτητας: Σοφία. Ο χριστιανικός Θεός λοιπόν δεν είναι αρσενικός, ούτε φυσικά …ανδρόγυνος (αυτό θα έλεγε μια θρησκεία της Θεάς Φύσης) αλλά πάνω από φύλο. Το γένος των ονομάτων Του υπακούει στις σχέσεις που θέλουμε να προσδιορίσουμε κάθε φορά εμείς, οι άνθρωποι.
Συνεχίζω με το κατά Θωμάν ευαγγέλιον. Είναι κι αυτό, όπως και του Φιλίππου, συλλογή «αποφθεγμάτων του Ιησού», που κατέγραψε υποθετικά ο Θωμάς και τα οποία είναι γνωστικής προελεύσεως. Ο Θωμάς χαρακτηρίζεται «Δίδυμος» βάσει του Ιωάνν. 20, 24, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του στα εβραϊκά. Η απόκρυφη γραμματεία τον θεωρεί δίδυμο του Χριστού, άνθρωπο όμως (όχι Αιώνα), και υπαινίσσεται ότι, λόγω αυτής της ιδιότυπης συγγένειας, που είναι φαινομενική γιατί ο Χριστός, για τους γνωστικούς, δεν είναι άνθρωπος, ο Θωμάς κατέχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις.
Εδώ όμως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, που προκαλεί το ενδιαφέρον: στο βιβλίο περιλαμβάνονται και αποφθέγματα ξένα προς το κλίμα του γνωστικισμού, που προϋποθέτουν όμως παράδοση διαφορετική από τα κανονικά ευαγγέλια. Έτσι, έχουμε είτε μια παράδοση παράλληλη προς την κανονική, είτε μια διπλή επεξεργασία του κειμένου, τη μια από ορθόδοξο συντάκτη και την άλλη από γνωστικό. Γεγονός είναι ότι το ευαγγέλιο αυτό το χρησιμοποιούσαν οι μανιχαϊκοί κύκλοι τον 3ο αιώνα (γνωστικού τύπου θρησκεία περσικής προελεύσεως, με βασικό της δόγμα την ύπαρξη δύο ισοδύναμων θεών, που ο ένας, ο Καλός, δημιούργησε τα πνεύματα και ο άλλος, ο Κακός, την ύλη). Η σύνταξη του τοποθετείται από τους ερευνητές γύρω στο 140 μ.Χ. και πατρίδα του θεωρείται η Έδεσσα της Συρίας.
Ένα άλλο γνωστικό απόκρυφο είναι η Σοφία Ιησού Χριστού. Έργο του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα ή των αρχών του 3ου, με χαλαρό χριστιανικό ένδυμα, κατά το οποίο οι απόστολοι και εφτά γυναίκες συναντούν σ’ ένα βουνό το Χριστό, που έχει ήδη αναστηθεί, και δέχονται απ’ Αυτόν αποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σε όλα τα προβλήματα και εξηγήσεις όλων των μυστηρίων. Είναι ένα έργο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που ανακατεύει ελληνικές, γνωστικές και ανατολικές θρησκευτικές αντιλήψεις στα πλαίσια των συνηθισμένων γνωστικών αποκαλύψεων, αλλά δεν προσθέτει κάτι σε θεολογικό επίπεδο.
Το ίδιο και το επόμενο γνωστικό βιβλίο, ο Διάλογος του Σωτήρος, όπου ο Χριστός απαντάει σε διάφορα κοσμολογικά, ανθρωπολογικά και εσχατολογικά ερωτήματα των μαθητών του, ανάκατα με οράματα κ.τ.λ., ενώ συναντάμε κι εδώ απηχήσεις των κανονικών ευαγγελίων, που είναι προγενέστερα φυσικά, καθώς και κάποιων παλαιότερων απόκρυφων, όπως το Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους (ένα απόκρυφο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα με ασκητικές και γνωστικές τάσεις, που σώζεται μόνον αποσπασματικά).
Το Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων («Το ιερόν βιβλίον του μεγάλου αοράτου Πνεύματος»), δεν ταυτίζεται με το προαναφερόμενο Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους, αλλά γράφτηκε από τους λεγόμενους σηθιανούς (που αναγνώριζαν ιδιαίτερη αποκάλυψη του Θεού μέσω του Σηθ, τρίτου γιου του Αδάμ, που αναφέρεται στη Γένεση και τιμάται και από εμάς ως άγιος και πρόγονος του Ιησού κατά το Λουκ. 3, 38), αν και υπάρχουν θεαματικές επιρροές από τον Παύλο και τον Ιωάννη. Διακρίνεται σε τέσσερα κύρια μέρη και περιλαμβάνει 50 μυθικά ονόματα και 20 κρυπτογράμματα. Διηγείται τη δημιουργία του κόσμου, το φωτός και του σύμπαντος. Ο Ιησούς θεωρείται …ενσάρκωση του Σηθ, που εμφανίζεται στους πλανημένους απογόνους του για να τους σώσει μέσω της απόκρυφης γνώσης, του βαφτίσματος και της λατρείας.
Το βιβλίον του Θωμά του αθλητού αρχίζει με μια αποκάλυψη του «Σωτήρος» προς το Θωμά, την οποίο υποτίθεται ότι καταγράφει ο Ματθαίος, και τελειώνει με μια μακρά ομιλία του Σωτήρος πριν την ανάληψή του, όπου διατυπώνονται εγκρατιτικές τάσεις (δηλαδή τάσεις που έχουν υψώσει τον ασκητισμό σε δόγμα θεωρώντας γενικά το γάμο απαράδεκτο, επειδή θεωρούν την ύλη και το σώμα έδρα του Κακού –βασικό στοιχείο, όπως είπαμε, του γνωστικισμού).
Το Ευαγγέλιον της τελειώσεως, που το γνωρίζουμε μόνο από αναφορές, ήταν ένα έργο που απευθυνόταν στους τελείους και υποσχόταν την τελείωση της θεϊκής αποκάλυψης. Γενικά η μεταφυσική αυτών των έργων είναι εξαιρετικά υπερβατική και πετάει από αποκάλυψη σε αποκάλυψη «απόκρυφων αληθειών», που η γνώση τους θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία από τα δεσμά του κόσμου τούτου.
Το μυστικό ευαγγέλιο του Μάρκου προέρχεται από τον κύκλο του γνωστικού Καρποκράτη και φαίνεται ότι γράφτηκε για… βαριά μύηση, που περιελάμβανε και ομοφυλοφιλικές διαβατήριες τελετουργίες. Σώζονται μόλις δυο μικρά αποσπάσματα σε παραθέματα του Κλήμη του Αλεξανδρέα (2ος-3ος αιώνας), όπου ένα νεαρός, τον οποίο ο Ιησούς ανάστησε στη Βηθανία (το χωριό του Λάζαρου), «Τον αγάπησε μόλις Τον είδε» και αργότερα συζήτησε μαζί Του αποκαλύψεις για τη βασιλεία του Θεού σε μια ολονύκτια συνάντηση, στην οποία ο νέος προσήλθε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα λινό χιτώνα (έτσι προφανώς έρχονταν για τις τελετές μύησης οι προσήλυτοι του Καρποκράτη).
Κατά το κανονικό κατά Μάρκον, 14, 51-52, τη σύλληψη του Ιησού στη Γεθσημανή παρακολούθησε ένας άγνωστος νέος, τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι. Οι στρατιώτες προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και τό ’σκασε γυμνός. Πουθενά δε γίνεται ξανά λόγος γι’ αυτόν. Πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής Μάρκος, η μητέρα του οποίου ήταν μαθήτρια του Ιησού και στο σπίτι της έγινε, κατά την παράδοση, το γεγονός της Πεντηκοστής και πιθανόν ο Μυστικός Δείπνος. Ο νεαρός Μάρκος λοιπόν (πόσο μικρός; δεκαπέντε; δώδεκα; δεκατριών;), αντί να πέσει για ύπνο, έφυγε απ’ το κρεβάτι, ακολούθησε με το σεντόνι τον Ιησού και τους αποστόλους στη Γεθσημανή και παρακολούθησε τα τεκταινόμενα. Σ’ αυτό το σημείο βασίζεται η διήγηση του Καρποκράτη.
Το Βιβλίο του Ελκεσάι, ιουδαϊκού χαρακτήρα με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και επιφανειακών στοιχείων, προέρχεται από την αίρεση των Ελκεσαϊτών και αφιερώνεται στους sobiai, δηλαδή τους βαφτισμένους. Συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που πήγε στη Ρώμη το 220 μ.Χ. και μίλησε με κάποιον υποθετικό Ελκεσάι, τον οποίο τοποθετεί στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, γύρω στο 100 μ.Χ., και ο οποίος είχε δεχτεί αποκάλυψη απευθείας από το Χριστό. Ο Χριστός θεωρείται υιός του Θεού και μέγας βασιλέας, έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές και θα ξαναγεννηθεί (μετενσάρκωση που θυμίζει τις αβατάρα του ινδικού Βίσνου, δόγμα από το οποίο πιθανόν να επηρεάστηκε).
Το Ευαγγέλιον κατά Μαριάμ σώζεται τμηματικά στο ελληνικό πρωτότυπο και σε κοπτική μετάφραση (πολλά απόκρυφα σώζονται σε μεταφράσεις, κυρίως κοπτικές από το Nag Hammadi) και τοποθετείται γενικά στο 2ο αιώνα. Στο πρώτο μέρος του έχουμε και πάλι το αγαπημένο μοτίβο της συζήτησης του αναστημένου Χριστού με τους μαθητές του, ενώ το δεύτερο αρχίζει με παράκληση του Πέτρου προς τη Θεοτόκο, για να κοινοποιήσει αποκαλύψεις, που είναι στην πραγματικότητα οράματα. Το έργο δεν έχει βάθος ούτε για τους γνωστικούς, αλλά είναι προφανές ότι συντάχτηκε από τέτοιους κύκλους.
Στο Ευαγγέλιον του Βαρθολομαίου, που σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο, οι απόστολοι, μέσω του Βαρθολομαίου (που παρουσιάζεται ως ο πιο θαρραλέος απ’ αυτούς), ζητούν από την Παναγία να μεσιτεύσει στον αναστημένο Χριστό για να τους παράσχει τις τρομερές αποκαλύψεις Του. Αυτό συμβαίνει σε διάφορα βουνά, με αποκορύφωμα τη θέα της αβύσσου κάτω απ’ τη γη, που τυλίχτηκε σαν ένας πάπυρος, και τον εκτενή διάλογο του Βαρθολομαίου με το Βελίαλ (το διάβολο), που «εμφανίστηκε απ’ την άβυσσο μαζί με 660 αγγέλους δεμένους με πυρωμένες αλυσίδες». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ευαγγελίου είναι ο εντυπωσιακός εγκωμιασμός της Θεοτόκου, που χαρακτηρίζεται κιβωτός του Υψίστου, ακηλίδωτη, σκεύος εκλεκτό, μήτρα μεγαλύτερη από όλη τη δημιουργία κ.τ.λ. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με το ορθόδοξο πνεύμα και απηχούν την τιμή που αποδόθηκε στην Παναγία ήδη από την αρχή του χριστιανισμού.
Με πρότυπο το Ευαγγέλιον του Βαρθολομαίου ή το κατά Μαριάμ, αντικαθιστώντας απλώς την Παναγία με τη Μαγδαληνή, συντάχτηκε και το λεγόμενο Ευαγγέλιον της Μαρίας ή της Μαγδαληνής, σε κοπτική γλώσσα (δηλαδή αιγυπτιακή διάλεκτο), που περιλαμβάνεται στον Κώδικα του Βερολίνου και ανάγεται στον 5ο αιώνα μ.Χ., αν και ένα ελληνικό απόσπασμα τοποθετείται στις αρχές του 3ου. Ο τίτλος δεν υπονοεί ότι γράφτηκε από τη Μαγδαληνή (τότε θα έπρεπε να είναι το κατά Μαγδαληνήν ευαγγέλιο, δηλ. το ευαγγέλιο του Χριστού κατά τη Μαγδαληνή, από τη σκοπιά της Μαγδαληνής –αυτό σημαίνει κατά Μάρκον, κατά Ματθαίον κ.τ.λ.) αντίστοιχα, το Eυαγγέλιο του Βαρθολομαίου δεν εμφανίζεται να γράφτηκε από το Βαρθολομαίο, ενώ το απόκρυφο του Θωμά του αθλητού π.χ. γράφτηκε, υποτίθεται, από το Ματθαίο. Σημαίνει απλώς ότι η Μαγδαληνή είναι το κέντρο της συζήτησης, που καταγράφεται σ’ αυτό και αφορά σε, τι άλλο, υπερβατικές αποκαλύψεις. Είναι γραμμένο με πρότυπο το προγενέστερο ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου, αντικαθιστώντας απλώς την Παναγία με τη Μαγδαληνή.
Εκεί οι απόστολοι, μετά την ανάληψη του Ιησού, ρωτούν τη Μαγδαληνή για λόγια που είχε εμπιστευτεί μόνο σ’ εκείνη. Η Μαγδαληνή αποδίδεται σ’ ένα περίπου μονόλογο αποκρυφιστικού χαρακτήρα περί ύλης, ψυχής κ.λ.π., χωρίς θεολογικό ή ηθικό μήνυμα, και τελικά ο Πέτρος αμφισβητεί τα λόγια της από… ζήλια, επειδή «ο Κύριος την αγαπούσε περισσότερο από τους αποστόλους» (ο σεβασμός του Πέτρου στις γυναίκες και η εμπιστοσύνη του στον πολύτιμο και άφθαρτο «κρυπτόν της καρδίας» εαυτό τους είναι φανερά στην Α' επιστολή Πέτρου, κεφ. 3). Άλλη μια έμμεση πιθανή αναφορά στην υποτιθέμενη ερωτική σχέση του Ιησού με τη Μαγδαληνή, χωρίς όμως ιστορικές αξιώσεις.
Σημειωτέον ότι, από θεολογική άποψη, στο πρόσωπο του Χριστού συντελείται ένας υπερκόσμιος γάμος Θεού και ανθρωπότητας: ο Θεός, από θεϊκό έρωτα για τον άνθρωπο (μέγας Εραστής μανικότατος του ανθρώπου), ενώνεται μαζί του –όλη η θεότητα και όλη η ανθρωπότητα συγκεφαλαιώνονται και ανακεφαλαιώνονται στο μέγιστο πρόσωπο του Θεού και Ανθρώπου Ιησού, του Χριστού, που είναι «υιός του ανθρώπου» (=άνθρωπος, όρος που αναφέρεται σε όραμα του προφήτη Δανιήλ), αλλά και «ο Κύριος της δόξης» (Α' Κορινθ. 2, 8: «ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν») και Θεός: Α' προς Τιμόθεον, 3, 16: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη».
Γι’ αυτό το λόγο είναι άτοπο να υποθέσουμε ότι ο Χριστός θα μπορούσε να παντρευτεί με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αφού ο Ίδιος είναι «ο Νυμφίος της Εκκλησίας», δηλαδή όλης της Ανθρωπότητας, και έδωσε το αίμα Του υπέρ της «νύμφης» Του –βλ. και το τέλος της Αποκάλυψης, όπου περιγράφεται ο πανηγυρικός γάμος της Νύμφης (=ανθρωπότητας) με το «Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου, που κάθεται στο θρόνο του Θεού», που καταλήγει στην «ουράνια Ιερουσαλήμ», δηλαδή την ανακαινισμένη Γη, όλο το Σύμπαν.
Από τον άγιο Επιφάνιο, στο Πανάριον, αναφέρονται οι Ερωτήσεις Μαρίας, που δε σώζονται και ανήκουν στους ναασινούς. Εντάσσονται στον τύπο των γνωστικών ευαγγελίων και ξεκινούν με το γνωστό μοτίβο: ο Ιησούς ανεβαίνει σ’ ένα βουνό και προβαίνει σε αποκαλύψεις… Οι ναασινοί όμως προχωράνε πιο πέρα: ο Ιησούς έχει ανεβεί εκεί πάνω με τη «Μαρία» (δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά της, πρόκειται μάλλον για ένα ανιστορικό συμβολικό πρόσωπο, που χρησιμοποιεί ο συντάκτης υιοθετώντας απλά ένα γνωστό όνομα από την Καινή Διαθήκη) και, κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων, της ζητάει να… θηλάσει το σπέρμα Του, ενώ βγάζει κι από την πλευρά Του μια γυναίκα κι αρχίζει να κάνει έρωτα μαζί της (μίμηση της δημιουργίας της Εύας). Όταν η Μαρία σκανδαλίζεται από την προτροπή, ο Ιησούς της λέει «ολιγόπιστη, γιατί δίστασες;», μιμούμενος το Ματθ. 14, 31, όπου απευθύνεται με τα ίδια λόγια στον Πέτρο.
Από τον άγιο Επιφάνιο αναφέρεται και ένα Eυαγγέλιον της Εύας (που τοποθετείται στο είδος που ανακατεύει Παλαιά και Καινή Διαθήκη), ενώ υπήρχε και το Eυαγγέλιον του Ιούδα, που σωζόταν αποσπασματικά, αλλά ανακαλύφθηκε σ’ έναν φθαρμένο πάπυρο τη δεκαετία του 1970 και δημοσιεύθηκε το 2006, αφού διαβάστηκε με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Προερχόταν από τους λεγόμενους καϊνίτες, που θεωρούσαν ότι είναι απόγονοι του Κάιν (του γιου του Αδάμ) και τιμούσαν τον Ιούδα ως άγιο, κι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο. Μόνο που τώρα η αποκάλυψη των γνωστών «ουράνιων μυστηρίων» δίνεται στον Ιούδα, που θεωρείται ο ωριμότερος μαθητής, και ο νεφελώδης, σχεδόν χωρίς ιστορική υπόσταση και ανθρώπινη μορφή «Ιησούς», τον καλεί να Τον προδώσει για να Τον βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από το φαινομενικό ανθρώπινο σώμα Του («τον άνθρωπο, με τον οποίο είναι ντυμένος»).
Υπάρχουν αρκετά απόκρυφα ακόμα στον τύπο των ευαγγελίων, αλλά δεν προσθέτει τίποτα να η μνημόνευσή τους. Μπορείτε να βρείτε σοβαρές επιστημονικές εκδόσεις στις βιβλιοθήκες και τα σπουδαστήρια των πανεπιστημιακών τμημάτων θεολογίας, θρησκειολογίας, φιλολογίας και πιθανόν φιλοσοφίας και ιστορίας ή σε εκδοτικούς οίκους που ασχολούνται με τη φιλολογική κριτική της Καινής Διαθήκης ή της Βίβλου γενικά. Βέβαια, υπάρχουν και εκδόσεις τους με αποκρυφιστικό χαρακτήρα, που απλώς έχουν αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη στην Καινή Διαθήκη με καχυποψία απέναντι σε κάθε τι χριστιανικό και με εμπιστοσύνη σε κάθε τι απόκρυφο. Αν θέλετε να επιλέξετε αυτά, αξιολογήστε τα κατά τις προϋποθέσεις σας.
Τα κυριότερα είναι:
Η Επιστολή των αποστόλων, ένα σημαντικό κείμενο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα, που γράφτηκε από χριστιανό και επιχειρεί να αναιρέσει το γνωστικισμό και ιδίως το δοκητισμό του γνωστικού Κήρινθου (δοκητισμός = το δόγμα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι αληθινά). Όμως ο συντάκτης του έχει επηρεαστεί από το γνωστικισμό και εκφράζεται σε γνωστικό κλίμα, ενώ αντλεί και από ιουδαϊκές πηγές, από τα ελληνιστικά έργα του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.λ.π., χωρίς να είναι άσχετος και με τους Εσσαίους. Περιγράφει κι αυτό συνομιλίες των αποστόλων με τον Ιησού, τις οποίες εκείνοι απευθύνουν με επιστολή σε όλο τον κόσμο. Θεωρεί ότι ο Λόγος (όνομα του Χριστού από το κατά Ιωάννην, αλλά εδώ ταυτιζόμενος μάλλον με το Άγιο Πνεύμα) έρχεται με τη μορφή του Γαβριήλ από τον ουρανό, όπως οι Αιώνες, και γίνεται άνθρωπος κ.τ.λ. Αναφέρεται στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, στην κάθοδο στον Άδη, στην ανάσταση των σωμάτων κ.λ.π., τονίζει την ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού, αλλά δίνει υπερβολική έμφαση στην ενότητα του Θεού Πατέρα και του Υιού, σε σημείο που να μοιάζει σαν να Τους ταυτίζει. Είναι χρήσιμο από ιστορική άποψη, γιατί δίνει πληροφορίες για τη ζωή των χριστιανών και μάλιστα συγκεκριμένων ιουδαιοχριστιανικών κύκλων.
Στο Nag Hammadi βρέθηκε κι ένα ακέφαλο έργο (λείπει, δηλαδή, η αρχή του) με μορφή επιστολής προς άγνωστο παραλήπτη, που περιγράφει ένα είδος εσωτερικής αποκάλυψης κάποιου Ιακώβου, πιθανόν του Αδελφόθεου, ενός από τους αδελφούς του Ιησού, που είναι κι αυτοί απόστολοι και θεωρούνται από μας σπουδαίοι άγιοι της πρώτης Εκκλησίας. Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που αναφέρεται συχνά στην Καινή Διαθήκη, είναι και ένας από τους συγγραφείς της, έχει γράψει την κανονική επιστολή Ιακώβου, ένα από τα σημαντικότερα χριστιανικά κείμενα. Το όνομά του χρησιμοποιείται και σε άλλα απόκρυφα. Το συγκεκριμένο έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα, προέρχεται μάλλον από τη σχολή του Κήρινθου και το ονομάζουμε συμβατικά Απόκρυφον του Ιακώβου.
Η επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (που πιο πολύ ταιριάζει στον τύπο των ευαγγελίων), η επιστολή Παύλου προς Λαοδικείς (ο Μαρκίων την ανέφερε αλλά η σωζόμενη δεν πρέπει να είναι τόσο παλιά, γράφτηκε μάλλον προς τον 3ο ή τον 4ο αιώνα και βασίζεται σε μια αναφορά του Παύλου στην προς Κολοσσαείς, κεφ. 4, 16, όπου αναφέρει μια επιστολή του προς τη Λαοδίκεια, η οποία όμως δε σώζεται, όπως δε σώζεται και μια Γ' προς Κορινθίους και ίσως κι άλλες) κ.ά., συμπληρώνουν τον κυκεώνα των απόκρυφων επιστολών, χωρίς όμως ιδιαίτερες αξιώσεις σε κανένα επίπεδο.
Η Αποκάλυψις Πέτρου, η Αποκάλυψις Παύλου, το Αναβατικόν Παύλου (Καϊνίτες), δύο κείμενα με τον τίτλο Αποκάλυψις Ιακώβου (του Αδελφόθεου) κ.λ.π. σχηματίζουν μια ογκώδη αποκαλυπτική γραμματεία, με χαρακτήρα όμως εντελώς διαφορετικό από την κανονική Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μεγάλη διαφορά έγκειται όχι τόσο στις γνωστικές διδασκαλίες που περιέχουν (έτσι κι αλλιώς η κανονική Αποκάλυψη είναι εξαιρετικά δυσνόητη και μπορεί να ερμηνευτεί όπως θέλεις) αλλά στο ότι ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για την τύχη των νεκρών μετά το Θάνατο, αφηγούνται την υποτιθέμενη πορεία τους στον άλλο κόσμο, τον παράδεισο και την κόλαση, όπου περιγράφονται απίστευτα βασανιστήρια των αμαρτωλών (η Θεία Κωμωδία του Δάντη βασίζεται σ’ αυτά τα κείμενα) κ.λ.π. Η πρώτη Αποκάλυψις Ιακώβου ανήκει στον Ουαλεντίνο και μιλάει για τον Αιώνα Σοφία, τους 12 Άρχοντες-Αιώνες, τους 72 ουρανούς κ.λ.π. Γενικά πρόκειται για ουράνιες μυθοπλασίες.
Συνεχίζω με το κατά Θωμάν ευαγγέλιον. Είναι κι αυτό, όπως και του Φιλίππου, συλλογή «αποφθεγμάτων του Ιησού», που κατέγραψε υποθετικά ο Θωμάς και τα οποία είναι γνωστικής προελεύσεως. Ο Θωμάς χαρακτηρίζεται «Δίδυμος» βάσει του Ιωάνν. 20, 24, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του στα εβραϊκά. Η απόκρυφη γραμματεία τον θεωρεί δίδυμο του Χριστού, άνθρωπο όμως (όχι Αιώνα), και υπαινίσσεται ότι, λόγω αυτής της ιδιότυπης συγγένειας, που είναι φαινομενική γιατί ο Χριστός, για τους γνωστικούς, δεν είναι άνθρωπος, ο Θωμάς κατέχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις.
Το Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων («Το ιερόν βιβλίον του μεγάλου αοράτου Πνεύματος»), δεν ταυτίζεται με το προαναφερόμενο Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους, αλλά γράφτηκε από τους λεγόμενους σηθιανούς (που αναγνώριζαν ιδιαίτερη αποκάλυψη του Θεού μέσω του Σηθ, τρίτου γιου του Αδάμ, που αναφέρεται στη Γένεση και τιμάται και από εμάς ως άγιος και πρόγονος του Ιησού κατά το Λουκ. 3, 38), αν και υπάρχουν θεαματικές επιρροές από τον Παύλο και τον Ιωάννη. Διακρίνεται σε τέσσερα κύρια μέρη και περιλαμβάνει 50 μυθικά ονόματα και 20 κρυπτογράμματα. Διηγείται τη δημιουργία του κόσμου, το φωτός και του σύμπαντος. Ο Ιησούς θεωρείται …ενσάρκωση του Σηθ, που εμφανίζεται στους πλανημένους απογόνους του για να τους σώσει μέσω της απόκρυφης γνώσης, του βαφτίσματος και της λατρείας.
Το βιβλίον του Θωμά του αθλητού αρχίζει με μια αποκάλυψη του «Σωτήρος» προς το Θωμά, την οποίο υποτίθεται ότι καταγράφει ο Ματθαίος, και τελειώνει με μια μακρά ομιλία του Σωτήρος πριν την ανάληψή του, όπου διατυπώνονται εγκρατιτικές τάσεις (δηλαδή τάσεις που έχουν υψώσει τον ασκητισμό σε δόγμα θεωρώντας γενικά το γάμο απαράδεκτο, επειδή θεωρούν την ύλη και το σώμα έδρα του Κακού –βασικό στοιχείο, όπως είπαμε, του γνωστικισμού).
Το Ευαγγέλιον της τελειώσεως, που το γνωρίζουμε μόνο από αναφορές, ήταν ένα έργο που απευθυνόταν στους τελείους και υποσχόταν την τελείωση της θεϊκής αποκάλυψης. Γενικά η μεταφυσική αυτών των έργων είναι εξαιρετικά υπερβατική και πετάει από αποκάλυψη σε αποκάλυψη «απόκρυφων αληθειών», που η γνώση τους θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία από τα δεσμά του κόσμου τούτου.
Το μυστικό ευαγγέλιο του Μάρκου προέρχεται από τον κύκλο του γνωστικού Καρποκράτη και φαίνεται ότι γράφτηκε για… βαριά μύηση, που περιελάμβανε και ομοφυλοφιλικές διαβατήριες τελετουργίες. Σώζονται μόλις δυο μικρά αποσπάσματα σε παραθέματα του Κλήμη του Αλεξανδρέα (2ος-3ος αιώνας), όπου ένα νεαρός, τον οποίο ο Ιησούς ανάστησε στη Βηθανία (το χωριό του Λάζαρου), «Τον αγάπησε μόλις Τον είδε» και αργότερα συζήτησε μαζί Του αποκαλύψεις για τη βασιλεία του Θεού σε μια ολονύκτια συνάντηση, στην οποία ο νέος προσήλθε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα λινό χιτώνα (έτσι προφανώς έρχονταν για τις τελετές μύησης οι προσήλυτοι του Καρποκράτη).
Κατά το κανονικό κατά Μάρκον, 14, 51-52, τη σύλληψη του Ιησού στη Γεθσημανή παρακολούθησε ένας άγνωστος νέος, τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι. Οι στρατιώτες προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και τό ’σκασε γυμνός. Πουθενά δε γίνεται ξανά λόγος γι’ αυτόν. Πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής Μάρκος, η μητέρα του οποίου ήταν μαθήτρια του Ιησού και στο σπίτι της έγινε, κατά την παράδοση, το γεγονός της Πεντηκοστής και πιθανόν ο Μυστικός Δείπνος. Ο νεαρός Μάρκος λοιπόν (πόσο μικρός; δεκαπέντε; δώδεκα; δεκατριών;), αντί να πέσει για ύπνο, έφυγε απ’ το κρεβάτι, ακολούθησε με το σεντόνι τον Ιησού και τους αποστόλους στη Γεθσημανή και παρακολούθησε τα τεκταινόμενα. Σ’ αυτό το σημείο βασίζεται η διήγηση του Καρποκράτη.
Το Βιβλίο του Ελκεσάι, ιουδαϊκού χαρακτήρα με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και επιφανειακών στοιχείων, προέρχεται από την αίρεση των Ελκεσαϊτών και αφιερώνεται στους sobiai, δηλαδή τους βαφτισμένους. Συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που πήγε στη Ρώμη το 220 μ.Χ. και μίλησε με κάποιον υποθετικό Ελκεσάι, τον οποίο τοποθετεί στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, γύρω στο 100 μ.Χ., και ο οποίος είχε δεχτεί αποκάλυψη απευθείας από το Χριστό. Ο Χριστός θεωρείται υιός του Θεού και μέγας βασιλέας, έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές και θα ξαναγεννηθεί (μετενσάρκωση που θυμίζει τις αβατάρα του ινδικού Βίσνου, δόγμα από το οποίο πιθανόν να επηρεάστηκε).
Το Ευαγγέλιον κατά Μαριάμ σώζεται τμηματικά στο ελληνικό πρωτότυπο και σε κοπτική μετάφραση (πολλά απόκρυφα σώζονται σε μεταφράσεις, κυρίως κοπτικές από το Nag Hammadi) και τοποθετείται γενικά στο 2ο αιώνα. Στο πρώτο μέρος του έχουμε και πάλι το αγαπημένο μοτίβο της συζήτησης του αναστημένου Χριστού με τους μαθητές του, ενώ το δεύτερο αρχίζει με παράκληση του Πέτρου προς τη Θεοτόκο, για να κοινοποιήσει αποκαλύψεις, που είναι στην πραγματικότητα οράματα. Το έργο δεν έχει βάθος ούτε για τους γνωστικούς, αλλά είναι προφανές ότι συντάχτηκε από τέτοιους κύκλους.
Εκεί οι απόστολοι, μετά την ανάληψη του Ιησού, ρωτούν τη Μαγδαληνή για λόγια που είχε εμπιστευτεί μόνο σ’ εκείνη. Η Μαγδαληνή αποδίδεται σ’ ένα περίπου μονόλογο αποκρυφιστικού χαρακτήρα περί ύλης, ψυχής κ.λ.π., χωρίς θεολογικό ή ηθικό μήνυμα, και τελικά ο Πέτρος αμφισβητεί τα λόγια της από… ζήλια, επειδή «ο Κύριος την αγαπούσε περισσότερο από τους αποστόλους» (ο σεβασμός του Πέτρου στις γυναίκες και η εμπιστοσύνη του στον πολύτιμο και άφθαρτο «κρυπτόν της καρδίας» εαυτό τους είναι φανερά στην Α' επιστολή Πέτρου, κεφ. 3). Άλλη μια έμμεση πιθανή αναφορά στην υποτιθέμενη ερωτική σχέση του Ιησού με τη Μαγδαληνή, χωρίς όμως ιστορικές αξιώσεις.
Σημειωτέον ότι, από θεολογική άποψη, στο πρόσωπο του Χριστού συντελείται ένας υπερκόσμιος γάμος Θεού και ανθρωπότητας: ο Θεός, από θεϊκό έρωτα για τον άνθρωπο (μέγας Εραστής μανικότατος του ανθρώπου), ενώνεται μαζί του –όλη η θεότητα και όλη η ανθρωπότητα συγκεφαλαιώνονται και ανακεφαλαιώνονται στο μέγιστο πρόσωπο του Θεού και Ανθρώπου Ιησού, του Χριστού, που είναι «υιός του ανθρώπου» (=άνθρωπος, όρος που αναφέρεται σε όραμα του προφήτη Δανιήλ), αλλά και «ο Κύριος της δόξης» (Α' Κορινθ. 2, 8: «ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν») και Θεός: Α' προς Τιμόθεον, 3, 16: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη».
Γι’ αυτό το λόγο είναι άτοπο να υποθέσουμε ότι ο Χριστός θα μπορούσε να παντρευτεί με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αφού ο Ίδιος είναι «ο Νυμφίος της Εκκλησίας», δηλαδή όλης της Ανθρωπότητας, και έδωσε το αίμα Του υπέρ της «νύμφης» Του –βλ. και το τέλος της Αποκάλυψης, όπου περιγράφεται ο πανηγυρικός γάμος της Νύμφης (=ανθρωπότητας) με το «Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου, που κάθεται στο θρόνο του Θεού», που καταλήγει στην «ουράνια Ιερουσαλήμ», δηλαδή την ανακαινισμένη Γη, όλο το Σύμπαν.
Από τον άγιο Επιφάνιο, στο Πανάριον, αναφέρονται οι Ερωτήσεις Μαρίας, που δε σώζονται και ανήκουν στους ναασινούς. Εντάσσονται στον τύπο των γνωστικών ευαγγελίων και ξεκινούν με το γνωστό μοτίβο: ο Ιησούς ανεβαίνει σ’ ένα βουνό και προβαίνει σε αποκαλύψεις… Οι ναασινοί όμως προχωράνε πιο πέρα: ο Ιησούς έχει ανεβεί εκεί πάνω με τη «Μαρία» (δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά της, πρόκειται μάλλον για ένα ανιστορικό συμβολικό πρόσωπο, που χρησιμοποιεί ο συντάκτης υιοθετώντας απλά ένα γνωστό όνομα από την Καινή Διαθήκη) και, κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων, της ζητάει να… θηλάσει το σπέρμα Του, ενώ βγάζει κι από την πλευρά Του μια γυναίκα κι αρχίζει να κάνει έρωτα μαζί της (μίμηση της δημιουργίας της Εύας). Όταν η Μαρία σκανδαλίζεται από την προτροπή, ο Ιησούς της λέει «ολιγόπιστη, γιατί δίστασες;», μιμούμενος το Ματθ. 14, 31, όπου απευθύνεται με τα ίδια λόγια στον Πέτρο.
Από τον άγιο Επιφάνιο αναφέρεται και ένα Eυαγγέλιον της Εύας (που τοποθετείται στο είδος που ανακατεύει Παλαιά και Καινή Διαθήκη), ενώ υπήρχε και το Eυαγγέλιον του Ιούδα, που σωζόταν αποσπασματικά, αλλά ανακαλύφθηκε σ’ έναν φθαρμένο πάπυρο τη δεκαετία του 1970 και δημοσιεύθηκε το 2006, αφού διαβάστηκε με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Προερχόταν από τους λεγόμενους καϊνίτες, που θεωρούσαν ότι είναι απόγονοι του Κάιν (του γιου του Αδάμ) και τιμούσαν τον Ιούδα ως άγιο, κι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο. Μόνο που τώρα η αποκάλυψη των γνωστών «ουράνιων μυστηρίων» δίνεται στον Ιούδα, που θεωρείται ο ωριμότερος μαθητής, και ο νεφελώδης, σχεδόν χωρίς ιστορική υπόσταση και ανθρώπινη μορφή «Ιησούς», τον καλεί να Τον προδώσει για να Τον βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από το φαινομενικό ανθρώπινο σώμα Του («τον άνθρωπο, με τον οποίο είναι ντυμένος»).
Υπάρχουν αρκετά απόκρυφα ακόμα στον τύπο των ευαγγελίων, αλλά δεν προσθέτει τίποτα να η μνημόνευσή τους. Μπορείτε να βρείτε σοβαρές επιστημονικές εκδόσεις στις βιβλιοθήκες και τα σπουδαστήρια των πανεπιστημιακών τμημάτων θεολογίας, θρησκειολογίας, φιλολογίας και πιθανόν φιλοσοφίας και ιστορίας ή σε εκδοτικούς οίκους που ασχολούνται με τη φιλολογική κριτική της Καινής Διαθήκης ή της Βίβλου γενικά. Βέβαια, υπάρχουν και εκδόσεις τους με αποκρυφιστικό χαρακτήρα, που απλώς έχουν αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη στην Καινή Διαθήκη με καχυποψία απέναντι σε κάθε τι χριστιανικό και με εμπιστοσύνη σε κάθε τι απόκρυφο. Αν θέλετε να επιλέξετε αυτά, αξιολογήστε τα κατά τις προϋποθέσεις σας.
Εκτός από ευαγγέλια, όπως έχουμε ήδη πει, η απόκρυφη γραμματεία περιλαμβάνει πράξεις, κηρύγματα, επιστολές και αποκαλύψεις που αποδίδονται από τους συντάκτες τους σε διάφορους αποστόλους.
Η Επιστολή των αποστόλων, ένα σημαντικό κείμενο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα, που γράφτηκε από χριστιανό και επιχειρεί να αναιρέσει το γνωστικισμό και ιδίως το δοκητισμό του γνωστικού Κήρινθου (δοκητισμός = το δόγμα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι αληθινά). Όμως ο συντάκτης του έχει επηρεαστεί από το γνωστικισμό και εκφράζεται σε γνωστικό κλίμα, ενώ αντλεί και από ιουδαϊκές πηγές, από τα ελληνιστικά έργα του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.λ.π., χωρίς να είναι άσχετος και με τους Εσσαίους. Περιγράφει κι αυτό συνομιλίες των αποστόλων με τον Ιησού, τις οποίες εκείνοι απευθύνουν με επιστολή σε όλο τον κόσμο. Θεωρεί ότι ο Λόγος (όνομα του Χριστού από το κατά Ιωάννην, αλλά εδώ ταυτιζόμενος μάλλον με το Άγιο Πνεύμα) έρχεται με τη μορφή του Γαβριήλ από τον ουρανό, όπως οι Αιώνες, και γίνεται άνθρωπος κ.τ.λ. Αναφέρεται στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, στην κάθοδο στον Άδη, στην ανάσταση των σωμάτων κ.λ.π., τονίζει την ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού, αλλά δίνει υπερβολική έμφαση στην ενότητα του Θεού Πατέρα και του Υιού, σε σημείο που να μοιάζει σαν να Τους ταυτίζει. Είναι χρήσιμο από ιστορική άποψη, γιατί δίνει πληροφορίες για τη ζωή των χριστιανών και μάλιστα συγκεκριμένων ιουδαιοχριστιανικών κύκλων.
Στο Nag Hammadi βρέθηκε κι ένα ακέφαλο έργο (λείπει, δηλαδή, η αρχή του) με μορφή επιστολής προς άγνωστο παραλήπτη, που περιγράφει ένα είδος εσωτερικής αποκάλυψης κάποιου Ιακώβου, πιθανόν του Αδελφόθεου, ενός από τους αδελφούς του Ιησού, που είναι κι αυτοί απόστολοι και θεωρούνται από μας σπουδαίοι άγιοι της πρώτης Εκκλησίας. Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που αναφέρεται συχνά στην Καινή Διαθήκη, είναι και ένας από τους συγγραφείς της, έχει γράψει την κανονική επιστολή Ιακώβου, ένα από τα σημαντικότερα χριστιανικά κείμενα. Το όνομά του χρησιμοποιείται και σε άλλα απόκρυφα. Το συγκεκριμένο έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα, προέρχεται μάλλον από τη σχολή του Κήρινθου και το ονομάζουμε συμβατικά Απόκρυφον του Ιακώβου.
Η επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (που πιο πολύ ταιριάζει στον τύπο των ευαγγελίων), η επιστολή Παύλου προς Λαοδικείς (ο Μαρκίων την ανέφερε αλλά η σωζόμενη δεν πρέπει να είναι τόσο παλιά, γράφτηκε μάλλον προς τον 3ο ή τον 4ο αιώνα και βασίζεται σε μια αναφορά του Παύλου στην προς Κολοσσαείς, κεφ. 4, 16, όπου αναφέρει μια επιστολή του προς τη Λαοδίκεια, η οποία όμως δε σώζεται, όπως δε σώζεται και μια Γ' προς Κορινθίους και ίσως κι άλλες) κ.ά., συμπληρώνουν τον κυκεώνα των απόκρυφων επιστολών, χωρίς όμως ιδιαίτερες αξιώσεις σε κανένα επίπεδο.
Η Αποκάλυψις Πέτρου, η Αποκάλυψις Παύλου, το Αναβατικόν Παύλου (Καϊνίτες), δύο κείμενα με τον τίτλο Αποκάλυψις Ιακώβου (του Αδελφόθεου) κ.λ.π. σχηματίζουν μια ογκώδη αποκαλυπτική γραμματεία, με χαρακτήρα όμως εντελώς διαφορετικό από την κανονική Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μεγάλη διαφορά έγκειται όχι τόσο στις γνωστικές διδασκαλίες που περιέχουν (έτσι κι αλλιώς η κανονική Αποκάλυψη είναι εξαιρετικά δυσνόητη και μπορεί να ερμηνευτεί όπως θέλεις) αλλά στο ότι ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για την τύχη των νεκρών μετά το Θάνατο, αφηγούνται την υποτιθέμενη πορεία τους στον άλλο κόσμο, τον παράδεισο και την κόλαση, όπου περιγράφονται απίστευτα βασανιστήρια των αμαρτωλών (η Θεία Κωμωδία του Δάντη βασίζεται σ’ αυτά τα κείμενα) κ.λ.π. Η πρώτη Αποκάλυψις Ιακώβου ανήκει στον Ουαλεντίνο και μιλάει για τον Αιώνα Σοφία, τους 12 Άρχοντες-Αιώνες, τους 72 ουρανούς κ.λ.π. Γενικά πρόκειται για ουράνιες μυθοπλασίες.
Το λεγόμενο Απόκρυφον του Ιωάννου εκφράζει την κοσμολογία και την ανθρωπολογία του πρώιμου γνωστικισμού μέσα από μια υποτιθέμενη αποκάλυψη του Ιησού στον ευαγγελιστή Ιωάννη, όμως γνώρισε πολλές διασκευές, επεξεργασίες και μεταφράσεις, ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς διαφόρων γνωστικών σχολών.
2. Ιουδαιοχριστιανικά απόκρυφα
Πάμε τώρα σε μιαν άλλη ομάδα απόκρυφων έργων, αυτά που ανήκουν στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, δηλαδή στην παράδοση χριστιανών εβραϊκής καταγωγής, πρώην Ιουδαίων στο θρήσκευμα, που χωρίστηκαν σε δυο ρεύματα:
Ένα που παρέμεινε ορθόδοξο και συνυπήρξε αρμονικά με τους χριστιανούς από άλλα έθνη, πρώην ειδωλολάτρες (ή, αν προτιμάτε, πρώην εθνικούς), αποδεχόμενο τις αποφάσεις της αποστολικής συνόδου, που διαχώρισε το χριστιανισμό από τον ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. Οι χριστιανοί αυτοί είχαν πνευματικό πατέρα τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ως απόστολο και επίσκοπο των Ιεροσολύμων.
Και ένα δεύτερο ρεύμα, που αρνήθηκε το δικαίωμα στους εθνικούς να γίνονται χριστιανοί, εκτός κι αν έκαναν περιτομή και τηρούσαν όλες τις διατάξεις της ιουδαϊκής θρησκείας, δηλαδή του μωσαϊκού Νόμου. Αυτοί ουσιαστικά αρνήθηκαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν απ’ αυτήν. Προσπάθησαν να διαλύσουν τις ελληνικές και τις ρωμαϊκές Εκκλησίες, όπου ταξίδευαν και έλεγαν ότι το ευαγγέλιο που κήρυττε ο Παύλος ήταν ψεύτικο, επειδή δεν υποχρέωνε τους ανθρώπους να κάνουν περιτομή και να τηρούν το μωσαϊκό Νόμο. Ο Παύλος αντιμετωπίζει τέτοιους «ψευδάδελφους», όπως τους χαρακτηρίζει, στις επιστολές προς Ρωμαίους, προς Γαλάτας, τις δύο προς Κορινθίους κ.α., ενώ η επιστολή προς Εβραίους απευθύνεται σε ιουδαιοχριστιανούς, μάλλον της Ρώμης, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ορθοδοξία και τις αντιλήψεις των «ψευδαδέλφων».
Οι ιουδαιοχριστιανοί αυτοί, που κινήθηκαν στο περιθώριο του χριστιανισμού, αναγνώριζαν επίσης κύρος αγίου και αποστόλου στον άγιο Ιάκωβο και χρησιμοποίησαν δικά τους ευαγγέλια, όπως το Ευαγγέλιον των Ναζαρηνών, που συγγενεύει με το κανονικό ευαγγέλιο του Ματθαίου και η συγγραφή του, στα αραμαϊκά ή τα συριακά, τοποθετείται πολύ πρώιμα, μεταξύ 70 και 150 μ.Χ. Επίσης το Ευαγγέλιον των Εβιωναίων, συγγενές επίσης με το κατά Ματθαίον, που το χρησιμοποιούσε μια κοινότητα της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη (γράφτηκε ελληνικά τις αρχές του 2ου αιώνα και σώζεται αποσπασματικά), ή το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιον, πρώτο μισό του 2ου αιώνα στα αραμαϊκά, που εκφράζει συγκρητιστικές και γνωστικές τάσεις (π.χ. η Μαρία, μητέρα του Ιησού, θεωρείται υλοποίηση της «μεγάλης ουράνιας δύναμης που ονομάζεται Μιχαήλ») και τονίζει τον πρωτεύοντα ρόλο του αγίου Ιακώβου.
Γιατί, θα ρωτήσετε, απορρίφθηκαν αυτά τα κείμενα; Η απάντηση είναι ότι η συνείδηση της Εκκλησίας, η παράδοση των χριστιανών όλης της χριστιανικής οικουμένης και η πίστη των αγίων δεν τα θεώρησε γνήσια αποστολικά έργα, αλλά δεν εκφράζουν και τη γνήσια χριστιανική διδασκαλία, αφού περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
3. Ορθόδοξα απόκρυφα («ψυχωφελείς διηγήσεις» – ψευδεπίγραφα)
Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει η επόμενη ομάδα απόκρυφων. Πρόκειται για έργα ορθόδοξα (κάποια από τα οποία γνώρισαν μεταγενέστερη γνωστική επεξεργασία ή είχαν λίγες γνωστικές επιρροές), τα οποία: είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις για τη ζωή των προσώπων της Καινής Διαθήκης (της Θεοτόκου, των αποστόλων κ.λ.π.) είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, τις περισσότερες φορές αφελείς, και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν ψυχικά» τους χριστιανούς αναγνώστες τους. Είναι δηλαδή «ψυχωφελείς διηγήσεις», γραμμένες κυρίως από το 2ο ώς και τον 4ο αιώνα κατά μίμησιν των ευαγγελίων, των επιστολών, των αποκαλύψεων και των πράξεων των αποστόλων. Εφαρμόζουν, όπως είπαμε, την τακτική του vaticinium ex eventu, δηλαδή της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιο διάσημο συγγραφέα παλιότερης εποχής, που θεωρείται έγκυρος. Τα βιβλία αυτά, επαναλαμβάνω, συμβατικά τα ονομάζουμε «απόκρυφα», επειδή ο όρος έχει γίνει πλέον τεχνικός. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.
Το πιο σημαντικό από τα απόκρυφα αυτού του είδους είναι το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου ή Γέννησις Μαρίας – Αποκάλυψις Ιακώβου. Ο συγγραφέας του το αποδίδει στον Αδελφόθεο Ιάκωβο και το περιεχόμενό του έχει γίνει δεκτό από τη συνείδηση της Εκκλησίας και μάλιστα καθορίζει την παράδοσή μας για τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια της Παναγίας, τα ονόματα των γονιών της (Ιωακείμ και Άννα), την αφιέρωσή της στο Ναό της Ιερουσαλήμ σε ηλικία τριών ετών, λεπτομέρειες για τη γέννηση του Χριστού, όπως ότι γεννήθηκε σε σπήλαιο κ.λ.π. Αναφέρει επίσης το παράδοξο επεισόδιο της μαίας Σαλώμης (άσχετης με τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, που φυσικά δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε), η οποία θέλησε να διαπιστώσει με το δάχτυλό της ότι η Παναγία έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση του παιδιού της –το χέρι της, μετά τη διαπίστωση, παράλυσε και θεραπεύτηκε μετά την ομολογία της πίστης της. Το επεισόδιο αυτό, παρόλο που η μαία τοιχογραφήθηκε σε ναούς να λούζει το νεογέννητο Ιησού, δεν έγινε πιστευτό από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Όμως, παρόλο που το περιεχόμενο του βιβλίου έγινε δεκτό από την Εκκλησία, ζωγραφίστηκε στους ναούς, γέννησε βασικές χριστιανικές εορτές της Παναγίας κ.λ.π., δηλαδή θεωρήθηκε ότι απηχεί έγκυρες παραδόσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων (φαίνεται ότι γράφτηκε γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα), το ίδιο το βιβλίο δε μπήκε στον κανόνα, γιατί δε θεωρήθηκε γνήσιο έργο του αγίου Ιακώβου αλλά κάποιου άλλου ορθόδοξου χριστιανού, γνώστη των παραδόσεων, που το απέδωσε στον άγιο Ιάκωβο.
Δεδομένου ότι το έργο φαίνεται αρκετά πρώιμο (μέσα του 2ου αιώνα) δίνει στοιχεία για την άποψη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη σχετικά με τη ζωή της Παναγίας, την ύψιστη θέση της ανάμεσα στους αγίους και την ιδιότυπη παρθενία της.
Αξιοσημείωτο είναι και το Ευαγγέλιον της παιδικής ηλικίας του Κυρίου, που υποτίθεται ότι ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα βιβλία «του Ιωσήφ του αρχιερέα, που κάποιοι τον ονομάζουν Καϊάφα». Περιγράφει την ιστορία της αγίας οικογένειας από τη γέννηση του Ιησού μέχρι την επιστροφή από την Αίγυπτο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη φυγή στην Αίγυπτο, όπου εξιστορούνται συναρπαστικά και συχνά συγκινητικά επεισόδια και πλήθος θαυμάτων, που τελούνται από την Παναγία και το μικρό Ιησού. Ο σεβασμός του συγγραφέα προς την Παναγία είναι απεριόριστος. Το βιβλίο αυτό διαβάστηκε πολύ από τους χριστιανούς και αξιοποιήθηκε από τον άγιο Ρωμανό το Μελωδό στους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, ιδιαίτερα στον Οίκο «Λάμψας εν τη Αιγύπτω…».
Οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου ή αλλιώς, Ακάθιστος Ύμνος (Πρωτότυπο, Μετάφραση, Ιστορία, Εικόνες και Βίντεο)Ένα άλλο απόκρυφο με κάποιο ενδιαφέρον είναι το λεγόμενο Ευαγγέλιον του Θωμά ή Τα παιδικά του Κυρίου, που ο παλιός του τίτλος είναι Θωμά του Ισραηλίτου φιλοσόφου ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου ή Σύγγραμμα του αγίου αποστόλου Θωμά περί της παιδικής αναστροφής του Κυρίου. Είναι ενδιαφέρον, γιατί αποκλείστηκε από τον κανόνα (ως ψευδεπίγραφο και ιστορικά αναξιόπιστο), ενώ η αποδοχή του θα κάλυπτε ένα κενό των κανονικών ευαγγελίων, το οποίο τώρα, όπως και τότε, επικαλούνται πολλοί ως επιχείρημα κατά της αξιοπιστίας τους: τα «κρυμμένα χρόνια» του Ιησού, από δώδεκα έως τριάντα.
Αφηγείται φανταστικά επεισόδια από την καθημερινή ζωή του μικρού Ιησού, από πέντε μέχρι δώδεκα χρόνων. Δεν έχει θεολογικό βάθος ούτε καμιά ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ο μικρός Ιησούς κάνει θαύματα για παιχνίδι ή ακόμα και για εκδίκηση, εξευτελίζει τους δασκάλους του με τις γνώσεις του, προκαλεί το θάνατο ή την ανάσταση ανθρώπων που προσπάθησαν να τον βλάψουν και τα τοιαύτα, μέσα σ’ ένα παιδικό κλίμα, όπως η γνωστή ιστοριούλα με τα 12 πουλιά από πηλό που έπλασε και μετά, επειδή ήταν Σάββατο και ο Ιωσήφ τον μάλωσε, τους έδωσε ζωή κι έφυγαν πετώντας (αυτό είναι και το μόνο επεισόδιο αυτού του βιβλίου που παρέμεινε στην παράδοση). Το βιβλίο αυτό, αν και δεν περιέχει αιρετικές διδασκαλίες (παρ’ όλα αυτά το διάβαζαν οι οπαδοί του γνωστικού Μάρκου μετά τα μέσα του 2ου αιώνα), παρόλο που είχε διαδοθεί πολύ, γιατί σώζονται μεταφράσεις και διασκευές του στα λατινικά, τα σλαβικά, τα αραβικά και τα συριακά (γράφτηκε ελληνικά), και παρόλο που θα βόλευε τους υποτιθέμενους «σκοτεινούς κύκλους» που φαντάζονται κάποιοι ότι μαγείρεψαν τη χριστιανική θεολογία κατά το συμφέρον τους, αποκλείστηκε από τον κανόνα και καμιά αξιοπιστία δεν του αποδόθηκε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λ.π. Το κυριότερο είναι το Του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε, όπως γνωρίζετε, στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.
Τέλος υπάρχουν τα λεγόμενα ευαγγέλια των Παθών, επίσης ορθόδοξα, που επικεντρώνουν αποκλειστικά στο θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αφηγούνται λεπτομέρειες που υποτίθεται ότι λείπουν από τα κανονικά, ή παρέχουν τεκμήρια για την αξιοπιστία της χριστιανικής πίστης. Σ’ αυτά ανήκει το λεγόμενο Χαμένο ευαγγέλιο του Πέτρου, που ανάγεται μάλλον στο 2ο αιώνα, γιατί μνημονεύεται από το Σεραπίωνα Αντιοχείας το 190 μ.Χ., και βρέθηκε το 1886 στην Αίγυπτο, στην περιοχή της αρχαίας Πανόπολης. Δεν προσφέρει όμως τίποτα καινούργιο, απλά επαναλαμβάνει τις διηγήσεις του πάθους όπως τις ξέρουμε από τα κανονικά ευαγγέλια προσθέτοντας μερικές ευφάνταστες λεπτομέρειες, όπως την υποτιθέμενη σκηνή της ανάστασης του Ιησού, που οι φρουροί του τάφου Τον βλέπουν να βγαίνει κρατώντας ένα σταυρό, με το κεφάλι Του να φτάνει στον ουρανό και συνοδευόμενος από δυο αγγέλους.
Το κάπως πιο ενδιαφέρον από τα ευαγγέλια των Παθών είναι το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου. Πρόκειται για μια διήγηση των παθών του Χριστού που καταγράφηκε, υποτίθεται, από τον «κρυφό μαθητή» Του, τον άγιο Νικόδημο, που ήταν φαρισαίος και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου που καταδίκασε τον Ιησού (βλ. γι’ αυτόν στο κατά Ιωάννην, κεφ. 3, κεφ. 7, 50-53, και 19, 39), αν και ο ίδιος νωρίτερα είχε προσπαθήσει να Τον υπερασπίσει. Τα τελευταία κεφάλαιά του όμως αναλώνονται σ’ ένα τυπικό μοτίβο, στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, τη μάχη Του με το διάβολο και την απελευθέρωση των πρωτοπλάστων (τα οποία αφηγούνται κάποιοι από τους δίκαιους άνδρες που αναστήθηκαν όταν πέθανε ο Κύριος, κατά την αναφορά του Ματθ. 27, 52-53). Φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό προέρχεται από κάποιο υποτιθέμενο γραπτό του ίδιου του Πιλάτου που κυκλοφορούσε ήδη το 2ο αιώνα, τα λεγόμενα acta Pilati, δηλαδή Πράξεις Πιλάτου, το οποίο γνώριζαν ο άγιος Ιουστίνος γύρω στο 150 μ.Χ. (Α' Απολογία, 35, 9 και 48, 3) και ο Τερτυλλιανός (Apologeticum), ο οποίος μιλάει για αλληλογραφία του Πιλάτου με τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Με το Νικόδημο φαίνεται να συνδέθηκε αργότερα, κατά τον 4ο αιώνα. Το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου αξιοποιήθηκε από τους χριστιανούς στην εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», δηλαδή την ορθόδοξη εικόνα της ανάστασης του Χριστού, όπου στα βάθη του Άδη ανασύρει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, με τους διάφορους νεκρούς να παρακολουθούν, μεταξύ των οποίων ο δίκαιος Άβελ, διάφοροι προφήτες και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος που δείχνει τον Κύριο με το δάχτυλό του.
Απόκρυφες πράξεις αποστόλων
Και περνάμε στο άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο, τις απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων, που περιλαμβάνουν ανεξάρτητα έργα ή μπερδεμένα αποσπάσματα που έχουν συρραφεί πότε έτσι πότε αλλιώς δίνοντας κείμενα όλων των κατηγοριών που προανέφερα.
Από το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα αξιομνημόνευτες είναι οι διάφορες απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, Πράξεις Παύλου, Πράξεις Ανδρέου και Πράξεις Ιωάννου, που περιλαμβάνουν διάφορες εκδοχές: τις Πράξεις Πέτρου μετά Σίμωνος (δημόσια μάχη …θαυμάτων ανάμεσα στον Πέτρο και το Σίμωνα το Μάγο στη Ρώμη), το Μαρτύριον του αγίου αποστόλου Πέτρου, τη Διήγηση περί των θυγατέρων του Πέτρου (με ένα φρικτό επεισόδιο, όπου ο Πέτρος δήθεν αφήνει με κυνισμό την κόρη του παράλυτη, ενώ μπορεί να τη θεραπεύσει, για να εξαγνιστεί, επειδή πήγε με κάποιον άντρα) κ.λ.π., τις Πράξεις Παύλου και Θέκλης (απ’ όπου ξέρουμε τα σχετικά με το βίο της αγίας ισαποστόλου Θέκλας από την Κύπρο), το Μαρτύριον του Παύλου, αφηγήσεις ταξιδιών του Παύλου σε διάφορους τόπους κ.λ.π., δράση του Ιωάννη στην Έφεσο και αλλού, του Ανδρέα στην Πάτρα, αφήγηση της σταύρωσης του Ανδρέα, του θανάτου του Ιωάννη στην Έφεσο, της εξαφάνισης του σώματός του από τον τάφο και διάφορα άλλα.
Τα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι εν πολλοίς αφελή, ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για θαύματα (οι νεκροί ανασταίνονται κατά ριπάς…) και, το κυριότερο, είναι γραμμένα από εγκρατιτικούς κύκλους ή πειραγμένα από εγκρατιτικό χέρι: ο γάμος θεωρείται ασυμβίβαστος με την ιδιότητα του χριστιανού, όλοι οι χριστιανοί που παρουσιάζονται σ’ αυτές είναι άγαμοι ή αρνούνται το γάμο τους και ορκίζονται ολοκληρωτική και αποκλειστική αφοσίωση στο Χριστό (ακόμη κι ένα λιοντάρι που …βαφτίζει ο Παύλος κάποια στιγμή, αποφεύγει τη λιονταρίνα του και το σκάει στα βουνά) και η θεία Μετάληψη τελείται με ψωμί και νερό, όχι με ψωμί και κρασί, γιατί το κρασί το θεωρούσαν σύμβολο της υλικής ηδονής, άρα απαράδεκτο!
Στις Πράξεις Ιωάννου, που τοποθετούνται κατά προσέγγισιν στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που αποκλίνουν από το χριστιανισμό: η υποτιθέμενη αποκάλυψη που κάνει ο Ιησούς στον αγαπημένο Του μαθητή, σε μια σπηλιά του Όρους των Ελαιών, την ώρα που Τον έχουν σταυρώσει. Εκεί του «αποκαλύπτει» ότι ποτέ δεν έγινε αληθινός άνθρωπος, αλλά φαινομενικά γεννήθηκε και φαινομενικά σταυρώθηκε (αναγνωρίζετε ελπίζω το δοκητισμό, τη γνωστική δοξασία που είχαμε αναφέρει νωρίτερα) – ένας ύμνος που απευθύνει εν χορώ προς το Θεό ο Χριστός με τους αποστόλους (με τεχνοτροπία του 3ου και των αρχών του 4ου αιώνα), με σαφές γνωστικό περιεχόμενο (Ογδοάδα, δωδέκατος αριθμός κ.λ.π.) – η απόρριψη από τον Ιωάννη της προσωπογραφίας του, την οποία χαρακτηρίζει «νεκρή εικόνα ενός νεκρού», απηχώντας μάλλον τη νεοπλατωνική ιδέα ότι το σώμα είναι σήμα (=τάφος) και φυλακή της ψυχής (ανάλογο επεισόδιο καταγράφει ο Πορφύριος για την άρνηση του μεγάλου νεοπλατωνικού φιλοσόφου του 3ου αιώνα μ.Χ. Πλωτίνου να τον ζωγραφίσουν).
Ωστόσο, όλες αυτές οι Πράξεις περιλαμβάνουν και πράγματα αποδεκτά, στοιχεία από την παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή από τη μνήμη των πρώτων γενεών των χριστιανών. Μεταξύ αυτών, το μαρτύριο του Πέτρου και του Παύλου στη Ρώμη και του Ανδρέα στην Πάτρα, ο τρόπος του θανάτου τους (σταύρωση για τον Πέτρο, που ζήτησε να σταυρωθεί ανάποδα, γιατί θεωρούσε ότι δεν του αξίζει να πεθάνει ακριβώς όπως ο Χριστός, σταύρωση για τον Ανδρέα, αποκεφαλισμός για το Ρωμαίο πολίτη Παύλο), ο θάνατος του Ιωάννη στην Έφεσο και η εξαφάνιση του σώματός του, που θεωρείται ενσώματη μετάσταση στον ουρανό, η καθ’ υπαγόρευσιν γραφή της Αποκάλυψης από το μαθητή του Ιωάννη Πρόχορο, ο βίος της αγίας Θέκλας, μαθήτρια του Παύλου, που τιμάται ως ισαπόστολος και προστάτιδα της Κύπρου, μαζί με τρεις από τους 70 αποστόλους (το Λάζαρο, το Βαρνάβα και τον αδερφό του, τον άγιο Αριστόβουλο, πεθερό του Πέτρου ιδρυτή της πρώτης Εκκλησίας της Βρετανίας), και άλλα…
Οι πιο συναρπαστικές απόκρυφες Πράξεις θα έλεγα πως είναι του Θωμά, δηλαδή οι Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά, του και Διδύμου. Πρόκειται για ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, μάλλον του 3ου αιώνα, με αρκετά ενδιαφέροντα επεισόδια, που απηχεί όμως σαφείς εγκρατιτικές και γνωστικές τάσεις και εξιστορεί τις περιπέτειες του αποστόλου Θωμά (που έχει ξεπεράσει το στιγμιαίο δισταγμό του προς την ανάσταση του Χριστού και είναι πλέον μέγας και θαυματουργός απόστολος) στις βορειοδυτικές Ινδίες, όπου αρχικά πουλιέται ως δούλος και τελικά, μετά από πολλά γεγονότα, θανατώνεται από κάποιον τοπικό βασιλιά, επειδή έχει στρέψει τις αρχόντισσες του βασιλείου του στην εγκράτεια.
Οι Πράξεις του Θωμά απηχούν κάπως πρόχειρα την άποψη ότι ο Θωμάς είναι «δίδυμος του Χριστού», δεν της δίνουν όμως έκταση ούτε αναφέρουν πουθενά ότι ήταν αδελφός Του. Μάλλον υπονοούν κάποιου είδους «πνευματική εγγύτητα», που θα μπορούσε να στηρίξει τη χαρακτηριστική γνωστική άποψη ότι οι αναγνώστες τους έχουν τις προϋποθέσεις για μια βαθύτερη μύηση από τους άλλους.
Η ιστορική βάση του έργου είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, όμως ξέρουμε από την παράδοση ότι ο Θωμάς κήρυξε το ευαγγέλιο (δηλαδή το χριστιανικό μήνυμα) στη νότια Ινδία, στο Μαλαμπάρ, όπου βρίσκεται η Εκκλησία του Αγίου Θωμά, μια από τις τέσσερις αρχαίες Εκκλησίες που αρνήθηκαν το δόγμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), αποδεχόμενες το μονοφυσιτισμό (αντιχαλκηδόνιες).
Εκτός από τα παραπάνω, σώζονται αρκετές δεκάδες απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων, κείμενα που αφηγούνται υποτιθέμενα κηρύγματα αποστόλων, μαρτύρια κ.λ.π., που τα περισσότερα τοποθετούνται στον 4ο αιώνα ή και μεταγενέστερα, μέχρι και τον 6ο αιώνα. Οι Πράξεις Φιλίππου, το Μαρτύριο του Βαρθολομαίου, το Μαρτύριο του Ματθαίου, το Μαρτύριο του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, οι Πράξεις Βαρνάβα (υπάρχει και Επιστολή Βαρνάβα από τον 1ο ή τις αρχές του 2ου αιώνα, όπως είπαμε στην αρχή), οι Πράξεις Θαδδαίου (με τη διήγηση για τον βασιλιά της Έδεσσας της Συρίας Άβγαρο, που ζήτησε από το Χριστό να πάει να τον θεραπεύσει, αλλά Εκείνος πλύθηκε και του έστειλε το μαντήλι πάνω στο οποίο είχε αποτυπωθεί η μορφή Του όταν σκουπίστηκε σ’ αυτό –το περίφημο «ιερό μανδήλιο» των Βυζαντινών, η «αχειροποίητος εικών» του Κυρίου), οι Πράξεις Ανδρέου και Ματθία στη χώρα των ανθρωποφάγων (ο Ματθίας πήρε τη θέση του Ιούδα για να συμπληρωθεί ο αριθμός 12, κατά τις κανονικές Πράξεις των αποστόλων, 1, 15-26) και πολλές άλλες. Κάποιες απ’ αυτές έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, άρα είχαν διαβαστεί αρκετά.
Αν και γενικά δεν είναι αξιομνημόνευτες, φαίνεται ότι απηχούν αρκετές ιστορικές παραδόσεις για τη δράση των αποστόλων μετά την Πεντηκοστή. Στην ιστορικότητα του πυρήνα τους συνηγορεί η αστραπιαία διάδοση του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, αλλά και σε βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, όπου, ήδη το 2ο αιώνα και παρά τους απηνείς διωγμούς, ήταν κατάσπαρτη από χριστιανικές Εκκλησίες. Σύμφωνα με τις παραδόσεις που περιλαμβάνονται στις απόκρυφες Πράξεις, ο Πέτρος έδρασε κυρίως στην Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μ. Ασία, τη Ρώμη κ.α. και σταυρώθηκε ανάποδα στη Ρώμη. Ο Ανδρέας, αδερφός του Πέτρου, έφτασε ως την Αχαΐα και σταυρώθηκε σε σταυρό σχήματος Χ στην Πάτρα. Ο Ιωάννης, ο ευαγγελιστής της αγάπης, έδρασε κυρίως στη Μ. Ασία και πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο της Μ. Ασίας. Ο Ιάκωβος, αδερφός του Ιωάννη, ξέρουμε από τις κανονικές Πράξεις ότι σκοτώθηκε στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα. Ο Φίλιππος, με δράση στη Μικρά Ασία μαζί με την αδελφή του, την αγία ισαπόστολο Μαριάμνη, σταυρώθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Ο Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος έδρασε στην Αραβία, την Περσία και την Ινδία, για να θανατωθεί τελικά στην Αρμενία. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ή Λευί, μετά από πολλές περιπέτειες, κάηκε ζωντανός. Ο Θωμάς, όπως είπαμε, ταξίδεψε στην Ινδία, όπου και θανατώθηκε. Ο Ιάκωβος του Αλφαίου κήρυξε «εις πολλά έθνη» και τελικά σταυρώθηκε. Ο Θαδδαίος εντοπίζεται στην Έδεσσα της Συρίας και στη Μεσοποταμία, όπου και μαρτύρησε. Τέλος, ο Σίμων ο Κανανίτης κήρυξε στη Βόρεια Αφρική, όπου και μαρτύρησε.
Όπως και τα απόκρυφα ευαγγέλια, και οι απόκρυφες Πράξεις των πρώτων αιώνων δίνουν μια επιπλέον μαρτυρία για τα κανονικά ευαγγέλια, γιατί περιέχουν αυτούσιους ή απηχούν πάρα πολλούς στίχους απ’ αυτά.
Στην απόκρυφη γραμματεία περιλαμβάνονται και επιστολές, όπως η υποτιθέμενη αλληλογραφία Σενέκα και Παύλου, η προς Λαοδικείς του Παύλου (μιλήσαμε γι’ αυτήν νωρίτερα) ή η Επιστολή Λεντούλου, του υποθετικού ανθύπατου της Ιουδαίας Πόπλιου Λεντούλου, που περιγράφει τη μορφή του Χριστού, όπως την ξέρουμε από τη ζωγραφική –μάλλον αυτό το κείμενο επηρέασε τους ζωγράφους, κυρίως της Ευρώπης, γιατί τοποθετείται πολύ όψιμα, στο 13ο αιώνα. Όλα αυτά τα κείμενα είναι ορθόδοξα, αλλά απλοϊκά και κανένα ενδιαφέρον δεν παρουσιάζουν.
Τέλος, υπάρχουν τα ψευδο-Κλημέντια, μια μυθιστορία που αποδίδεται στον άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγείται, υποτίθεται, τις περιπέτειές του στο πλευρό του αποστόλου Πέτρου. Θεολογικά δεν έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Φιλολογικά ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί διαβάστηκε πάρα πολύ μέχρι και το Μεσαίωνα και σε κάποιο επεισόδιό του οφείλεται ο μύθος του δόκτορα Φάουστ του Γκαίτε, του επιστήμονα που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να γίνει νέος, πέφτοντας έτσι σε μια παγίδα με ολέθρια αποτελέσματα.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται για την επιστημονική βιβλιογραφία, που είναι ογκωδέστατη, ας αναζητήσει τα σχετικά έργα και άρθρα των C. Tischendorf, W. Baur, M. Bonnet, R. Lipsius, R. Wilson, J. K. Elliot, F. Lapham, Th. Zahn, Dodd και πολλών άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Υπάρχουν επίσης άφθονες εκδόσεις των αποκρύφων, όπως είπαμε και νωρίτερα, που φυσικά κυκλοφορούν ελεύθερα παρά τον… «απόκρυφο» χαρακτηρισμό τους.
Βασική βιβλιογραφία
Α. Εκδόσεις αποκρύφων
C. Tischendorf, Evagelia Apocrypha, Lipsiae, Avenarius et Mendelssohn, MDCCCLIII, ελλ. έκδ. C. Tischendorf, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Αθήναι, χ.χ., οίκος Κωνστ. Χ. Σπανού.
Του ίδιου, Apocalypses Apocryphae, Mosis, Esdrae, Pauli, Iohannis, item Mariae Dormitio, additis Evageliorum et actuum Apocryphorum, Lipsiae, Hermann Mendelssohn,MDCCCLXVI.
Acta Apostolorum Apocrypha, τόμοι 4, Georg Olms Verlag Hildeshein, New York 1972.
Ιωάννη Κ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα, Α', απόκρυφα Ευαγγέλια, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, Β', Απόκρυφες πράξεις, επιστολές, αποκαλύψεις, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004.
Σάββα Αγουρίδου (επιμ.), Χριστιανικός Γνωστικισμός – Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο, Κέντρο βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1989 (περιέχει πολλά κείμενα και αποσπάσματα σε μετάφραση).
Θανάση Γεωργιάδη (μετάφρ.), Απόκρυφα ευαγγέλια (2 τόμοι – Ευαγγέλια της παιδικής ηλικίας και Ευαγγέλια του πάθους), Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Θεόδωρου Ρηγινιώτη, Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης, Πύρρα, Αθήνα 2006 (περιέχει παράρτημα με απόκρυφα κείμενα).
Ρούντολφ Κασέρ, Μάρβιν Μάιερ, Γκρέγκορ Βουρστ (επιμ.), Το ευαγγέλιο του Ιούδα, ελληνική μετάφραση Μαρία Μαυροματάκη, Ελίνα Σινοπούλου, National Geographic Society, 2006.
Γρηγορίου Κατσαρέα, Βιβλίον του Ενώχ (το χαρακτηρισθέν ως απόκρυφον), Σπανός, Αθήνα 1973.
Ιστορία Ιακώβου του Αδελφοθέου εις την Γέννησιν της Παναγίας Θεοτόκου, μετέφρασεν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, Συνέχεια, 1991.
Δημήτρη Κουτσούκη (μετάφραση), Απόκρυφα κείμενα Καινής Διαθήκης (7 μικροί τόμοι με μεταφράσεις), Πύρινος Κόσμος, Αθήνα (αποκρυφιστές). Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται κατά λάθος και τα κείμενα των αποστολικών Πατέρων.
Β. Λοιπά βοηθήματα
Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, στο J. P. Migne, Patrologia Graeca, Paris 1857-1866, τόμ. 7, στ. 433-1321.
Επιφανίου Σαλαμίνος της Κύπρου, Πανάριον, στο J. P. Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 41, στ. 173-1200.
Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Παπαδημητρίου, 1959 (ανατύπωση 1998).
Σάββα Αγουρίδου, Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης και η Καινή Διαθήκη, Αθήναι 1959.
Του ίδιου, Τα γνωστικά χειρόγραφα του Nag-Hammadi – ο Κώδιξ Jung, εν Αθήναις 1959.
Του ίδιου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, Αθήναι 1971.
Μ. Σιώτη, Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης, εν Αθήναις 1961.
Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α', Εισαγωγή, Β' και Γ' αιώνες, Αθήναι 1977, Πατρολογία Β', Δ' Αιώνας, Αθήνα 1990, κεντρική διάθεση Παρουσία.
Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α', Αθήναι 1992. www.oodegr.com
[1] Βλ., για τους πρώτους 4 αιώνες, τους καταλόγους του Στ. Παπαδόπουλου στη δίτομη Πατρολογία του.
[2] Αρχαία πηγή γι’ αυτά ο άγιος Ειρηναίος Λυών, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως. Βλ. τα οικεία κεφάλαια στο Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α'.
Πηγή, επιμέλεια: sophia-ntrekou.gr/2013/12/H-gennisi-toy-xristoy-sta-apokryfa
Περισσότερα Θέματα: Θεόδωρος Ρηγινιώτης
*Ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης (1971) είναι θεολόγος με λογοτεχνικά και λαογραφικά ενδιαφέροντα, έγγαμος και πατέρας μιας κόρης. Ζει και εργάζεται στο Ρέθυμνο.
Η σύζυγός του ονομάζεται Ειρήνη Σπανουδάκη και η κόρη τους Νεκταρία - Μαρία (2008). Έχει διατελέσει επί σειρά ετών μέλος του Δ.Σ. του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, είναι συνεργάτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και μέλος της διαδικτυακής Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας (oodegr.com), της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Ρεθύμνου και άλλων πολιτιστικών φορέων.
Αρθρογραφεί επίσης σε θεολογικές ιστοσελίδες (όπως Sophia-Ntrekou.gr) και στον έντυπο και ηλεκτρονικό τοπικό τύπο, ενώ άρθρα του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά.
Διάλογοι FaceBook:
Φυγή Ιησού Χριστού στην Αίγυπτο
διά χειρός Ιωάννη Χ. Βρανού
IFIGENEIA GEORGIADES είπε... 3 Μαρτίου 2014 - 1:29 μ.μ. : ιφιγένεια γεωργιάδου: "μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών." Θέλω να εκφράσω την μεγάλη ευχαρίστηση που αισθάνομαι από την ουσιαστική και πολύτιμη σε επιστημονική ανάπτυξη και μελέτη πρόταση του καθηγητή κ. Καραβιδόπουλου που αυτομάτως αποδεικνύει και το υψηλό επίπεδο επιστημονικής επάρκειας που εμπεριέχει η θαρραλέα παρουσίαση βιβλιογραφίας ικανής να μας κατατοπίσει και να μας πληροφορήσει για ένα πλήθος γεγονότων που η παράδοση της Εκκλησίας παρουσιάζει μέσα από τους θεσπέσιους ύμνους η τις συμβολικά σημειολογικές αγιογραφίες της !!! 28 Δεκεμβρίου 2013 στις 11:51 μ.μ.
Konstantinos Kottis: Μια παρατήρηση στον Καραβιδόπουλο: Πως είναι δυνατόν στην εικόνα ο βους και η όνος να θεωρούνται επίδραση αποκρύφων και όχι άμεσα του Ησαΐα, όταν το αποδίδουν στον Ψευδο-Ματθαίο τον οποίο τοποθετούν στον 8ο αιώνα, ενώ η κοπτική εικόνα της Γεννήσεως η οποία εμπεριέχει τα δύο ζώα, είναι πρωιμότερη αυτού του κειμένου και χρονολογείται στον 6ο ή 7ο αιώνα; 19 Δεκεμβρίου στις 11:21 μ.μ.
4 σχόλια:
Εξαιρετικό κείμενο.
Α, ας έχουμε υπόψιν ότι το Κοράνι, που σε μεγάλο βαθμό αντλεί από απόκρυφα, χρησιμοποιεί κάπως παραλλαγμένη την πληροφορία για τη χουρμαδιά (από τη διήγηση της φυγής στην αίγυπτο).
Σύμφωνα με το Κοράνι, σούρα 19, η Μαριάμ γέννησε κάτω από μια χουρμαδιά, έπεσαν πάνω της οι χουρμάδες, για να τραφεί, και εμφανίστηκε δίπλα της ένα ρυάκι, για να πιει νερό. Ο Ιησούς μίλησε από βρέφος και ανάγγειλε σοφά λόγια του Θεού (19, 33-33).
Για τη σχέση του Κορανίου με τα απόκρυφα κείμενα, επίτρεψέ μου τα παρακάτω:
Ο Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου Ζορζ Κοντρ επισημαίνει:
«Εντούτοις, όποιος συγκρίνει με κριτικό μάτι, δίχως πίστη στην κορανική αποκάλυψη, διαπιστώνει πρόδηλες ομοιότητες με το βιβλικό κείμενο και τα χριστιανικά απόκρυφα. Τα δάνεια από τα απόκρυφα είναι τόσο φανερά, ώστε μπορεί κανείς να παραθέσει σε παράλληλη σύνοψη – και έχει γίνει στη δυτική μελέτη – κορανικά κείμενα και χριστιανικά απόκρυφα. Το κορανικό περιεχόμενο δείχνει κάτι παραπάνω από μια απλή ομοιότητα. Ο ουλεμάς, στον οποίο μετέφερα αυτές τις γραπτές αποδείξεις, μου είπε: “εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, ο Θεός αποκάλυψε τα χριστιανικά απόκρυφα, το ίδιο και το Κοράνιο”». (Μητροπολίτου Όρους Λιβάνου Ζορζ (Κοντρ), Η φύση του Ισλάμ, μετάφραση Ρόνι Μπού Σάμπα, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2009, σελ. 27-28)
Βέβαια, αυτή η απάντηση δεν ευσταθεί, κατ’ αρχάς γιατί ένα βιβλίο, που δανείζεται στοιχεία από άλλα βιβλία, είναι προφανώς γραμμένο από άνθρωπο κι όχι ακριβές αντίγραφο ενός αιώνιου ουράνιου βιβλίου.
Οι διηγήσεις του Κορανίου για τον Ιησού περιέχουν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των απόκρυφων διηγήσεων: το υπερβολικό υπερφυσικό στοιχείο, που τονίζεται με έμφαση για εντυπωσιασμό των αναγνωστών ή ακροατών. Κατ’ αυτό, ο Ιησούς μίλησε από βρέφος και ανάγγειλε σοφά λόγια του Θεού (σούρα 19, 29-33). Το περιστατικό θυμίζει το απόκρυφο κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας, που περιγράφει φανταστικά την παντογνωσία και τα θαύματα του Ιησού ως παιδιού (πράγματα που δεν αναφέρονται καθόλου στην ΚΔ), εκτρεπόμενο σε διηγήσεις χωρίς καμία σοβαρότητα (π.χ. ο Ιησούς κάνει θαύματα για παιχνίδι ή ακόμη και για εκδίκηση – θανατώνει ένα άλλο παιδί και μετά το ανασταίνει – προσβάλλει το δάσκαλό του με επίδειξη γνώσεων κ.τ.λ.).
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Κοράνι κάνει αναφορές και σε πληροφορίες που περιέχονται σε απόκρυφα κείμενα. Δύο τέτοιες αναφορές είναι η φροντίδα της Μαριάμ από το Ζαχαρία και η διατροφή της απευθείας από το Θεό (αναφέρεται στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και στο Κοράνι, 3, 35-37. 5, 110) και το θαύμα των χωματένιων πτηνών, που ο (μικρός) Ιησούς τα φύσηξε και έγιναν αληθινά πουλιά (αναφέρεται στο κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου και στο Κοράνι 3, 49-50).
[συνεχίζεται]
[συνέχεια]
Δύο παρατηρήσεις: α) οι γονείς της Μαριάμ στο Πρωτευαγγέλιο ονομάζονται Ιωακείμ και Άννα, β) η ζωή που προέρχεται από το φύσημα του Ιησού είναι κάτι αντίστοιχο με τη ζωή που προήλθε από το φύσημα του Θεού στον Αδάμ (Γένεσις, 2, 7), πράγμα που βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς, εκτός από άνθρωπος, είναι και Θεός. Η φράση βέβαια του ισλαμικού κορανίου, ότι αυτό θα γίνει «με την άδεια του Αλλάχ», δεν υπάρχει καθόλου στο χριστιανικό κείμενο, που φυσικά είναι πολύ αρχαιότερο (του 2ου ή του 3ου αιώνα).
Μία άλλη αναφορά είναι ότι η πτώση του διαβόλου από τη θεία δόξα συνίσταται στο ότι αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αδάμ, όπως τον διέταξε ο Θεός (σούρα 2, 30-34. 17, 61-62, κ.α.). Η διήγηση αυτή – αν και δίνεται πιο λιτά – προέρχεται από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου.
Από τα γνωστικά κείμενα, το Κοράνι έχει διατηρήσει την πεποίθηση ότι ο Ιησούς δε σταυρώθηκε, αλλά ο Θεός «έκανε τους εχθρούς Του να νομίζουν ότι Τον σταυρώνουν», ενώ στην πραγματικότητα Τον έκρυψε. Η πεποίθηση αυτή ήταν θεμελιώδης στο γνωστικισμό, που αρνιόταν ότι ο Ιησούς διέθετε αληθινό ανθρώπινο σώμα* – το Ισλάμ τη διατηρεί, επειδή πιστεύει πως ο Θεός είναι Θεός πολεμικής νίκης, συνεπώς δε μπορεί να επέτρεψε σ’ ένα μεγάλο προφήτη να υποστεί τόσα βάσανα. Ας σημειωθεί ότι στο ουράνιο ταξίδι (Meraj) που, κατά τη μουσουλμανική παράδοση, πραγματοποίησε ο Μωάμεθ καβάλα στον Μπούρακ, το ουράνιο άλογο, με οδηγό το Γαβριήλ, συνάντησε τον Ιησού στο 2ο από τους 7 ουρανούς (Βλ. Elias, Mufti A.H. «Jesus (Isa) A.S. in Islam, and his Second Coming», Islam.tc. Retrieved 2012-04-20, στο http://www.islam.tc/prophecies/jesus.html).
Για το λεγόμενο "Ευαγγέλιο του Βαρνάβα", που συντάχθηκε το μεσαίωνα και προωθεί τις θέσεις του Κορανίου για το Χριστό, δείτε εδώ: http://www.oodegr.com/oode/islam/genika/dialeksi_1.htm#10.
Ευχαριστώ - καλή κι ευλογημένη νέα χρονιά (και συγγνώμη για την πολυλογία)!...
* Παραδείγματα: «Ο Βασιλείδης, πιθανώς Σύρος παρουσιάσθη εν Αλεξανδρεία ως διδάσκαλος (περί το 130)… Όπως και ο Σατουρνείλος, ούτω και ο Βασιλείδης τον Σωτήρα ωνόμαζε “νουν” (όνομα, ως είδομεν, ειλημμένον εκ της ελληνικής φιλοσοφίας), ώριζεν όμως σαφώς, ότι ούτος είναι η πρώτη απόρροια του θεού. Ο Σωτήρ ενεφανίσθη εν φαινομενικώ σώματι, ο δε θάνατος αυτού ήτο επίσης φαινομενικός. Αντ’ αυτού εσταυρώθη Σίμων ο Κηρυναίος, εις τον οποίον ο Σωτήρ έδωκε την μορφήν αυτού, αυτός δε έλαβε την μορφήν του Σίμωνος και ίστατο πλησίον του σταυρού…». Ο Βαλεντίνος: «Την σωτηρίαν των ανθρώπων ετέλεσεν ο Σωτήρ, αλλ’ η περί αυτού διδασκαλία είναι ασαφής. Πάντως ήτο θείον ον, το οποίον ενηνθρώπησε και έπαθε φαινομενικώς». Ο Μαρκίων: «Ενώ ο Μαρκίων εδέχετο φαινομενικόν σώμα του Χριστού και επομένως φαινομενικόν σταυρικόν θάνατον, απέδιδεν εις αυτόν πραγματικήν σωτηριώδη ενέργειαν» (αρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, καθηγητού του πανεπιστημίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, Παπαδημητρίου 61998, σελ. 65-68).
"μια νηφαλιότερη επιστημονική αποτίμηση των κειμένων αυτών." Θέλω να εκφράσω την μεγάλη ευχαρίστηση που αισθάνομαι από την ουσιαστική και πολύτιμη σε επιστημονική ανάπτυξη και μελέτη πρόταση του καθηγητή κ.Καραβιδόπουλου που αυτομάτως αποδεικνύει και το υψηλό επίπεδο επιστημονικής επάρκειας που εμπεριέχει η θαρραλέα παρουσίαση βιβλιογραφίας ικανής να μας κατατοπίσει και να μας πληροφορήσει για ένα πλήθος γεγονότων που η παράδοση της Εκκλησίας παρουσιάζει μέσα από τους θεσπέσιους ύμνους η τις συμβολικά σημειολογικές αγιογραφίες της!!!
Δημοσίευση σχολίου