Άμα κρατάς εσύ το άσχημο, τότε νοιώθεις όμορφα. Άμα το δίνεις στον άλλον, τότε νοιώθεις άσχημα. Όταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό, στην καρδιά σου. Τότε ο Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο [1], μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση. Για δοκιμάστε, βρε παιδιά, να ζήσετε αυτήν την χαρά! Να μάθετε να χαίρεσθε με αυτήν την πνευματική χαρά, όχι με την κοσμική. Πάσχα θα έχετε τότε κάθε μέρα.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την χαρά που νοιώθεις, όταν δέχεσαι την αδικία. Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά, σας λέω, την γλυκύτερη πνευματική χαρά την ένοιωσα μέσα στην αδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, όταν κάποιος με πει πλανεμένο; «Δόξα σοι ο Θεός, λέω, από αυτό έχω μισθό, ενώ αν με πουν άγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει!
Ένα πρωί στο καλύβι χτύπησε κάποιος το σιδεράκι στην πόρτα. Κοίταξα από το παράθυρο να δω ποιος είναι, γιατί δεν ήταν ακόμα η ώρα να ανοίξω. Είδα έναν νέο με φωτεινό πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε βιώματα πνευματικά, αφού τον πρόδιδε η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό, αν και ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό που έκανα, άνοιξα την πόρτα, τον πήρα μέσα, του πρόσφερα νερό και με τρόπο άρχισα να τον ρωτάω για την ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο.
«Τι δουλειά κάνεις, παλληκάρι;» τον ρώτησα.
«Τι δουλειά, πάτερ; μου λέει. Εγώ στην φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα πέρασα. Τώρα είμαι είκοσι έξι χρονών».
«Καλά βρε παλληκάρι, τι έκανες και σε έκλειναν φυλακή;», τον ρώτησα. Κι εκείνος μου άνοιξε την καρδιά του:
«Από μικρός, μου είπε, πονούσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον από την ενορία μου αλλά και από άλλες ενορίες. Επειδή ο παπάς της ενορίας μας με τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτήρια, αίθουσες κτλ, ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθεί τελείως οι φτωχές οικογένειες. Εγώ δεν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά που έφτιαχναν, αλλά έβλεπα να υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι.
Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα από τα χρήματα που μάζευαν από τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά, δεν τα έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τα άφηνα κρυφά έξω από τα σπίτια των φτωχών και αμέσως, για να μην πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: «Εγώ έκλεψα τα χρήματα από την εκκλησία και τα ξόδεψα», χωρίς να πω τίποτε άλλο.
Με άρχιζαν στο ξύλο και στο βρισίδι, «αλήτη, κλέφτη», εγώ σιωπούσα. Με έκλειναν μετά στην φυλακή. Αυτή η δουλειά γινόταν για χρόνια. Όλη η πόλη όπου έμενα - τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – και άλλες πόλεις με είχαν μάθει, και «αλήτη» με ανέβαζαν, «κλέφτη» με κατέβαζαν. Εγώ σιωπούσα και ένοιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα με είχαν κλείσει στην φυλακή τρία ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές με έκλειναν άδικα στην φυλακή και, όταν έπιαναν τον ένοχο, με άφηναν. Αν δεν τον έπιαναν καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε να καθίσει εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στις φυλακές».
Αφού τον άκουσα με προσοχή, του είπα: «Βρε παλληκάρι, όσο καλά και αν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό και να μην το ξανακάνης. Άκου τι θα σου πω. Θα με ακούσης;».
«Θα σε ακούσω πάτερ» μου λέει. «Να απομακρυνθείς από αυτή την πόλη, του λέω, να πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη, και εγώ θα φροντίσω να συνδεθής με καλούς ανθρώπους. Να εργάζεσαι και να βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από το υστέρημα σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. Αλλά, και όταν κανείς δεν έχει τίποτα να δώσει σε έναν φτωχό και πονάει η καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με το αίμα της καρδιάς του. Γιατί εάν είχε κάτι και το έδινε, θα αισθανόταν και χαρά, ενώ, όταν δεν έχει να δώσει, αισθάνεται πόνο στην καρδιά».
Μου υποσχέθηκε ότι θα ακούσει την συμβουλή μου και έφυγε χαρούμενος.
Έπειτα από επτά μήνες παίρνω ένα γράμμα από τις φυλακές Κορυδαλλού, στο οποίο έγραφε τα εξής; «Ασφαλώς, πάτερ μου, θα απορήσεις που σου γράφω πάλι από την φυλακή μετά από τόσες συμβουλές που μου έδωσες και μετά τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Μάθε ότι αυτή την φορά υπηρετώ μία φυλάκιση την οποία είχα υπηρετήσει, κάποιο λάθος έγινε. Ευτυχώς που δεν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θα αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι επειδή θα έχαναν τον ουράνιο μισθό».
Όταν διάβασα αυτά τα τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, που είχε πάρει τόσο ζεστά την πνευματική ζωή και είχε συλλάβει τόσο βαθιά το βαθύτερο νόημα της ζωής!
Δια Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δεν μπορούσε να φρενάρει τον εαυτό του από την χαρά που ένοιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε!
- Γέροντα, από το ρεζίλι ερχόταν η χαρά;
- Από την αδικία ερχόταν η χαρά. Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε συναξάρια, ούτε Πατερικά είχε διαβάσει και, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τον έκλειναν στην φυλακή, τον είχαν μέσα στην πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο, για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δεν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος, και δεν φρόντιζε να αποκατασταθή, αλλά πώς να βοηθήσει τους άλλους! Τους μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δεν τους κλείνουν ούτε μία φορά στη φυλακή, ενώ αυτόν τον δόλιο τον φυλάκισαν για την ίδια κλοπή δύο φορές και για άλλες κλοπές τον φυλάκισαν άδικα, μέχρι να βρουν τον πραγματικό κλέφτη! Την χαρά όμως που είχε αυτός δεν την είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δεν συμπλήρωναν την δική του χαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι ένας πνευματικός άνθρωπος δεν έχει θλίψεις. Όταν η αγάπη αυξηθεί και καεί η καρδιά από τον θείο έρωτα, δεν μπορεί να σταθεί πλέον η θλίψη. Η μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες που του προξενούν οι άνθρωποι.
Γ. Παϊσίου Αγιορείτου, «Λόγοι», τ. Γ’, σελ. 74-77, Β’ Έκδοση, Ι. Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος». www.sophia-ntrekou.gr
A… thief for God !
An excerpt from the Elder (Geron) Paisios
In spiritual life, things are reversed. If you keep the unpleasant things for yourself, you will feel wonderful. If you give the unpleasant things to another person, then you will feel bad. When you embrace injustice and you offer excuses for your neighbour’s actions, that is when you will be receiving the exceedingly wronged Christ into your heart; that is when Christ will reside inside you on a permanent lease [1], and will fill you with peace and joy. Just give it a try, won’t you my children? Try living this kind of joy! Learn how to rejoice with this kind of spiritual joy, and not the secular kind of joy. Every day will then be like Easter Day!
There is no greater joy than the one you feel when you accept being wronged. I wish everyone would wrong me! Honestly, the sweetest spiritual joy that I ever felt was inside the attacks of injustice. Have you any idea how much joy it gives me, to be called “deluded”? “Thank God”, I say to myself; “I will receive wages from this insult, whereas if they called me a saint, I would be indebted”. Nothing is sweeter than being wronged!
One morning, somebody was knocking on the door of my hut with the little piece of metal hanging there. I looked out of my window to see who it was, because it was still too early to open. I saw a young man with radiant features standing outside, and it was obvious to me that he must have spiritual experiences, since the Grace of God had made it so apparent in his countenance. That was why, although I was preoccupied, I interrupted whatever I was doing, I opened the door and showed him in; I offered him a drink of water and very politely began to ask him about his life, because I could tell that he had a spiritual content.
“What line of work are you in, my child?” I asked him.
“What line of work, father?” he replied. “Well, basically, I grew up in prison. I have spent most of my years in there. I am presently twenty-six years old.”
“My goodness, child, what have you been doing that made them lock you up in a prison?” I asked him
So he opened up his heart to me:
“Ever since I was a little boy” he said, “I was always deeply pained whenever I saw people living in misery. I had come to know all of those who were suffering, not only in my own parish, but in other parishes also. Well, seeing how the priest in my own parish was constantly collecting money with the other church council members and using it to construct buildings, offices etc., or spending it on various ornamental projects, I realized that all the poor families were being totally neglected. I can’t judge whether these projects were necessary or not, but I could see that there were many unfortunate people around. So, I would secretly go and steal the money that they collected through their fundraisers. I would take quite a bit of the money, but I wouldn’t take all of it though. Then I would go and purchase food and various other things, I would secretly leave them outside the homes of the poor, and then –before they could unjustly arrest someone else –I would immediately go to the police and say to them: ‘I stole the money from the church and I spent it’ and I would say nothing more. They then beat me and cursed me, calling me a tramp, a thief… but I wouldn’t say anything. Then they would put me in jail. This went on for years. The entire town that I lived in –about thirty thousand inhabitants- as well as cerain other towns, all knew me and they all called me a tramp and a thief. I always kept silent, and I felt immense joy. In fact, I was imprisoned for three whole years at one time. Sometimes they would put me in jail by mistake, and when they eventually located the culprit, they would release me. If they didn’t catch the culprit, I would remain in jail for as long as he had to stay. That’s why I told you, father, that I have spent most of my life in jail.”
Having listened to him very carefully, I told him:
“My child, no matter how good it may seem, it really isn’t a good thing to do and you should not repeat it. Listen to what I have to say to you. Will you listen to my advice?”
“I will listen to your advice, father”, he said.
“You must move out of the town that you live in”, I told him, “and go to another, unfamiliar environment, in the town of …and I will ensure that you become connected to good people. You must go to work and you must help –as much as you can- all the suffering people there, from your earnings, because that is more precious. But, even if one doesn’t have anything to give to the poor but his heart aches for them, then his charity is even more precious, because he is giving alms with the blood of his heart. Because, if he did have something and offered it, he would still feel joy, but, when he doesn’t have anything, he will surely feel pain in his heart.”
The young man promised to heed my advice, and he left, feeling quite happy. Seven months later, I received a letter from Korydallos Prison, in which he wrote the following:
“I am quite sure, my father, that you are surprised to see that I am writing to you from prison once again, after all the advice that you had given me and the promises that I had given you. You must know that this time, I am serving time for an imprisonment that I have already served; it is most probably on account of some sort of mistake. It is fortunate that human justice is nonexistent, because spiritual people would be shortchanged, as they would lose their heavenly wages”.
When I read these last words, I truly felt great admiration for that young man, who had taken spiritual life so seriously and who had grasped the deeper meaning of life so profoundly!! A thief for God!! He had Christ inside him. He couldn’t stop himself from feeling the joy that he felt… He was enjoying a divine lunacy, a veritable festivity!
- Geron, can there be joy, from within humiliation?
- Joy came from within the injustice. This was a secular person; he hadn’t read any prayer books or Patristic texts, yet, while he was being unjustly beaten and thrown in jail as a tramp, a rascal, a thief and was indeed being humiliated, he wouldn’t say a word and would confront everything so spiritually! Such a young person, yet he did not concern himself with his reinstatement; he only cared about helping others! More often than not, the major thieves are never imprisoned, not even once, whereas this poor soul was imprisoned for the same thing twice, and was also unjustly imprisoned for other thefts, until the true culprit was found! Ah, but the joy that he had inside him could not be found in all of the townspeople put together…. Thirty thousand joys couldn’t compare with his joy!
That is what I mean when I say that a spiritual person has no sorrows. When love increases to such a degree that the heart is aflame with divine love, there can be no place for sorrow. Our greater love for Christ overcomes all the pains and the sorrows that people bring upon us.
[1] Permanent lease is a legal provision for those paying rent, giving them an indefinite extension of stay in the premises rented, even after the original lease has expired.
Source: “Lectures” by the Elder (Geron) Paisios of the Holy Mountain, Vol.3, pages 74-77, 2nd Edition, Published by the Holy Recluse “Evangelist John the Theologian”.
Translated by: K. N. Greek text [www.oodegr.com]
Source: “Lectures” of the Elder (Geron) Paisios of the Holy Mountain, Vol.3, pages 74-77, 2nd Edition, Published by the Holy Recluse «Evangelist John the Theologian». www.sophia-ntrekou.gr
Σχετικά θέματα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου