Ο Κωστής Παλαμάς στα αποκαλυπτήρια της προτομής του
Διονυσίου Σολωμού στον τότε Βασιλικό Κήπο (σήμερα Εθνικός Κήπος),
στο νότιο του άκρο. Η προτομή του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού
είναι έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου. Ο Κ. Ελευθερουδάκης ανέλαβε
την πρωτοβουλία και την δαπάνη για την κατασκευή της προτομής
και ανέθεσε την πραγματοποίηση στον γλύπτη Θωμόπουλο.
Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 30 Μάιου του 1925.
της Σοφίας Ντρέκου
Οι ποιητές Κωστής Παλαμάς και Νίκος Καρούζος, επίσης
οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι Δ. Λιαντίνης και Ν. Λυγερός,
Ο Κωστής Παλαμάς για το Διονύσιο Σολωμό - Από τα βάθη του τάφου.ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Πρόκειται για για ένα άρθρο του Κωστή Παλαμά που δημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό «Ο Νουμάς» και αφορά το μεγάλο γλωσσικό ζήτημα που ταλαιπώρησε την Ελλάδα από την αρχαιότητα ακόμα μέχρι και το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα: το γλωσσικό διχασμό ανάμεσα σε γραπτό λόγο και καθομιλούμενη γλώσσα.
Ο Παλαμάς τονίζει πως το θέμα αυτό το επεσήμανε ο Διονύσιος Σολωμός, πολύ πριν πεθάνει, σε ένα γράμμα του που βρέθηκε χρόνια μετά το θάνατό του και εξακολουθούσε να είναι ακόμα επίκαιρο, σαν να του έπαιρνε κάποιος συνέντευξη από τα βάθη του τάφου του. Ο Σολωμός αναφέρει ότι οι δάσκαλοι της Ελλάδας, θέλοντας να δείξουν ότι είναι πιστοί στις αρχές, γυρίζουν πολύ πίσω ενώ θα ήταν προτιμότερο να παίρνουν για αρχή τους τα δημοτικά τραγούδια.
«Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, τὰ Θεοφάνεια τὴ νύχτα, σὲ μιὰ στιγμὴ γιομάτη μυστήριο, ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ὅποιος προφτάση τότε νὰ ζητήσῃ ὅ,τι θέλει, θὰ τἀποχτήσῃ αὐτὸ ποὺ θέλει...»
Ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ εἶναι σὰν ἕνας μυστικὸς οὐρανὸς τὴ νύχτα τὰ Θεοφάνεια. Πάντα χαρίζει θεῖα χαρίσματα. Ὅμως πρέπει κανεὶς ὄχι νὰ προφτάσῃ γιὰ νὰ ζητήσῃ• πρέπει νὰ φτάσῃ ν' ἀποχτήσῃ τὰ μάτια ἐκεῖνα ποὺ ξανοίγουν τοῦ ποιητῆ τὰ χαρίσματα, καὶ τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦνε ν' ἁπλώνωνται πρὸς τὰ χαρίσματα καὶ δικά τους νὰ τὰ κάνουν.
Ἔπειτα ὁ ποιητής μᾶς δίνει πάντα κάτι ἀπὸ τὴν αἰώνιαν ἀλήθεια ποὺ εἶναι γιὰ τὸν αἰώνιον ἄνθρωπο• ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔτυχε νὰ θέλουμε• ἀλλ' ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ πρέπει νὰ θέλουμε. Μπορεῖ νὰ τὸ σβύσαμε κάποιο φῶς• ἢ μπορεῖ νὰ μή μᾶς ἦρθε ἀκόμα αὐτὸ τὸ φῶς.
Ὁ ποιητὴς πάντα μὲ τὸ φῶς αὐτὸ θὰ μᾶς φωτίσῃ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ὅσο ἀπὸ τὰ περασμένα κι ἄν μᾶς ἔρχεται, ποτὲ δὲν εἶναι παλιωμένος, πάντα καινούριος εἶναι• καὶ πάντα ὅσο κι ἂν τύχη νὰ παραξενέψῃ, ἔχει κάτι τι ταιριαστό, κάτι τι ἐπίκαιρο, κάτι «τῆς τελευταίας ὥρας», σὰ νὰ εἰποῦμε• γιατί μιλεῖ πρὸς τὸν παντοτεινὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ οὐσία του δὲν ἀλλάζει.
Δὲν ξέρω γιατὶ τὸ στοχασμὸν αὐτὸ μοῦ τὸν ξύπνησε μέσα μου τὸ γράμμα τοῦ Σολωμοῦ τὸ ἀνέκδοτο ὡς τώρα, ἀπὸ τὰ 1833 πρὸς τὸν ποιητὴ Τερτζέτη• τὸ ηὗρε ψάχνοντας κάποια χειρόγραφα στὴ Ζάκυνθο ὁ κ. Α. Σ. Μάτεσις• ἰταλικὰ γραμμένο τὸ ἔβαλε στὴ γλῶσσα μας, καὶ τὸ ἔδωκε καὶ τυπώθηκε στὰ «Παναθήναια».
Κανεὶς νομίζει πὼς κάποιος ρεπόρτερ σοφίστηκε καὶ πῆγε στὸν τάφο τοῦ Σολωμοῦ, ὅπως θὰ πήγαινε στὸ σπίτι του, καὶ πῆρε μ' ἐκεῖνον συνέντευξιν γιὰ μερικὰ ζητήματα ποὺ τώρα ἴσα ἴσα συγκινοῦν—ἀδιάφορο ἂν στοχαστικὰ ἢ ἠλίθια—τοὺς κύκλους ἐκείνους τῶν ἀνθρώπων, καὶ στὸν κόσμο τὸ δικό μας, ποὺ ζητᾶνε νὰ ζήσουν «οὐκ ἐπ' ἂρτῳ μόνῳ».
Καὶ τὰ εἶπε, κι ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου του, ὁ ἀθάνατος, ὅπως πάντα τὰ ἔλεγε, εἴτε σὲ στίχους, εἴτε σὲ πεζά, μετρημένα, λακωνικά, πλαστικὰ καὶ σὰ νὰ φιλαργυρεύονταν νὰ τὰ βγάλῃ ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκειο τῆς μεγάλης Σιωπῆς.
Καὶ πρῶτα πρῶτα τὸ κορυφαῖο ζήτημα, τὸ γλωσσικό:
«Διὰ τὴν γλῶσσαν πηγαίνει ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Μακιαβέλλος δι’ ὅλους τοὺς θεσμοὺς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἡ μόνη σωτηρία σὲ κάθε διαφθορὰν εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὲς ἀρχές. Οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἑλλάδος γυρίζουν πολὺ ὀπίσω. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιστροφὴ στὲς ἀρχές. Χαίρομαι νὰ παίρνωνται γιὰ ξεκίνημα τὰ δημοτικὰ τραγούδια...»
Χρόνια ὕστερ' ἀπὸ τὸ Σολωμὸ ὁ μέγας γερμανὸς διδάσκαλος Κούρτιος, πρόδρομος τοῦ Κρουμπάχερ, τὴν ἴδιαν ἰδέα, μὲ ἄλλα λόγια, ξανάρριχνε πρὸς τοὺς «διδασκάλους τῆς Ἑλλάδος» ποὺ θυμιάτιζαν τὴ σοφία του, ὅταν ἔγραφε κάπου γιὰ τὴν καθιερωμένη γλῶσσα της, γιὰ τὴν καθαρεύουσα: «Λείπει ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ γράφετε τὸ νερὸ ποὺ δροσίζει καὶ ζωντανεύει, τὸ νερὸ τὸ χυμένο ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ».
Καὶ σ' ἕναν ἄλλο κύκλον ἰδεῶν, χρόνια ὕστερ' ἀπὸ τὸ Σολωμό, ὁ κοσμοξάκουστος Βάγνερ ὅταν ἀγωνίζονταν τὸ μουσικὸ Δρᾶμα νὰ πλάσῃ στοῦ Μύθου τὰ θεμέλια, τὸν ἴδιο λόγο πέταξε κατὰ τῶν διδασκάλων τοῦ καιροῦ του, ὅταν εἶπε τὴν Ὄπερα «τεχνητὸ εἶδος, ποὺ δὲ βγῆκεν ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λαοῦ». Πρὸς τὶς αἰώνιες Ἀρχές, a principi, ποὺ εἶναι σὰν τὲς «Μητέρες» τοῦ Γκαῖτε, πήγαινε νὰ γυρίση τὴ Μουσική.
Καὶ νὰ γιατί ἡ γλῶσσα «τῶν διδασκάλων τῆς Ἑλλάδος» ποὺ «γυρίζουν πολὺ ὀπίσω» εἶναι γλῶσσα Βαβέλικη καὶ γλῶσσα «ποὺ σκοτώνει τὸν πολιτισμὸν τῆς Ἑλλάδος».
Ὅμως δὲν εἶναι μόνο τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας. Εἶναι, ὅμοια κορυφαῖο καὶ μέγα, ὅμοια παρεξηγημένο καὶ παραστρατισμένο, καὶ τὸ ζήτημα τῆς Τέχνης.
Βέβαια. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια πρέπει νὰ παίρνωνται γιὰ ξεκίνημα. Δὲν πρέπει ὁ ποιητὴς νὰ κολλιέται ἀπάνω τοὺς σὰ στρείδι• πρέπει κανεὶς νὰ στυλώνεται ἀπάνου τους σὰ μάτι. Ὄχι νὰ σέρνεται ἀπὸ ἐκεῖνα, στὰ χαμένα, ἀλλὰ νὰ τὰ σέρνῃ πρὸς τὴν ψυχή του, καὶ νὰ τὰ μεταχειρίζεται σὰν τὰ πιὸ κατάλληλα ὄργανα γιὰ τὸ ξεσκέπασμα τῆς ψυχῆς του.
Πᾶρτε τῆς κλέφτικης γλώσσας, τὴν οὐσία, τὴν ἀρετή, τὴ δύναμη• (καὶ πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ ξεχωριστοῦν ἀπὸ τὴ γραμματική της;) ὅμως δὲν εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ δεθῆτε χεροπόδαρα καὶ στὸ ὕφος τῆς γλώσσας αὐτῆς.
Τοῦ ποιητῆ τὸ ἔργο δὲν εἶναι νὰ σταματήση στὴν μίμησιν τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ• μὰ τὴν ὁρμή του παίρνοντας ἀπὸ τὸ τραγοῦδι τοῦτο, «νὰ ὑψωθῇ κατακόρυφα», ὅπως ὑψώνεται ὁ κορυδαλὸς ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὰ αἰθέρια. «Τὸ ἔθνος ζητεῖ ἀπό μας τὸ θησαυρὸ τῆς διανοίας μας τῆς ἀτομικῆς, ἐνδυμένον ἐθνικά».
Ἐθνικὸς ποιητὴς σ' ἕνα ἔθνος εἶναι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε γιὰ θέμα τοῦ ἔργου του τὰ ἱστορικὰ ἢ τὰ κοινωνικὰ ἰδεώδη τοῦ τόπου του, ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ κατορθώνει βαθιά, ὁλόβαθα νὰ τὰ σφραγίζῃ τὰ ἰδεώδη αὐτὰ μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ἀτομικῆς του ψυχῆς. Καὶ ἡ ψυχὴ γιὰ νάχη κάποιαν ἀτομικὴν ἀξία, δὲ μπορεῖ παρὰ δυνατὴ καὶ βαθιὰ κι αὐτὴ νὰ εἶναι στῆς ἐνεργείας της τὸν κύκλο. Δὲ φτάνει λοιπὸν νὰ μελετᾶτε τὰ δημοτικὰ τραγούδια, νὰ γράφετε τὰ δημοτικά, νὰ παίρνετε θέματα πατριωτικά, καὶ νὰ διαλαλεῖτε τὰ πάτρια.
Ἄν ἔφταναν αὐτά, ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς θὰ ἦταν ὁ κ. Ἀντωνιάδης, καὶ ὁ μέγας πεζογράφος μας ὁ κ. Βουτυρᾶς. Χρειάζεται ψυχή, ποὺ νὰ ξεχωρίζῃ σὰν κάποια πρόσωπα, ποὺ τὰ βλέπετε, καὶ σᾶς ἐντυπώνονται ἀξέχαστα.
Καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ πρέπει νὰ δείχνεται ἐλεύθερη καὶ ἀνεμπόδιστη. Γιατί ἀλλιώτικα, νοθεύεται, καὶ ἀδυνατίζει. «Πρόσεχε, γράφοντας νὰ μὴ φορέσης τὰ μανικέτια». Τὰ μανικέτια εἶναι ἡ ρητορικὴ καὶ ἡ ἀνειλικρίνεια.
Κ' ἐπρεπεν ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου νὰ ἀκουστῇ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ φωνὴ τοῦ ποιητῆ γιὰ νὰ φυσήξῃ στ' αὐτιά μας τὴν αἰώνιαν ἀλήθειαν, τόσον ὀλιγόλογα, καὶ τόσο ζωγραφιστά![1]
περισσότερα: Κωστής Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, Θεοφάνια, Ιωάννης Βαπτιστής
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας ώστε οι μαθητές να προβληματιστούν για την σοβαρότητα του γλωσσικού ζητήματος κατά τον προηγούμενο αιώνα. Σε συνδυασμό με τη μελέτη κειμένων γραμμένων στην καθαρεύουσα οι μαθητές θα κατανοήσουν τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης κατά των Τούρκων μέχρι και πριν περίπου 50 χρόνια, όταν έπρεπε να χρησιμοποιούν άλλη γλώσσα στον γραπτό και άλλη στον προφορικό τους λόγο.
Νίκος Καρούζος - Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1798 − 9 Φεβρουαρίου 1857) γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας.... Περισσότερα ΕΔΩ
ΔΕΙΤΕ: Ύμνος εις την Ελευθερίαν - Διονύσιος Σολωμός
Παραπομπές
1. Από το Διονύσιος Σολωμός, Επιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, Αθήνα 1981, εκδ. Ερμής.
2. Νίκος Καρούζος: «Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου» από εδώ
1. Από το Διονύσιος Σολωμός, Επιμέλεια Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής, Αθήνα 1981, εκδ. Ερμής.
2. Νίκος Καρούζος: «Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου» από εδώ
Περισσότερα: Δ. Λιαντίνης, Θεοφάνεια, Νίκος Λυγερός, Κωστής Παλαμάς
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Αίθουσα του Δημοτικού
Συμβουλίου του Δήμου Αχαρνών. Ο ηθοποιός Λάζος
Τερζάς θα απαγγείλει αποσπάσματα από το έργο.
Από τον καθηγητή φιλοσοφίας και σύγχρονου
και αειμνήστου δασκάλου, Δημήτρη Λιαντίνη
κι ας τον ακούσουμε στην ομιλία του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου