Η Σμύρνη μάνα καίγεται: Μπήκαν στην Πόλη οι Οχτροί... Eξιστορεί μια καθηγήτρια αυτόπτης μάρτυρας


«Η Σμύρνη μάνα καίγεται» Μπήκαν
οι Τούρκοι στην Σμύρνη... ή αλλιώς,
Μπήκαν στην Πόλη οι Οχτροί...

Επιμέλεια, Έρευνα Σοφία Ντρέκου

Η καταστροφή της Σμύρνης ή
Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης

Διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου
(με το παλαιό ημερολόγιο). Σήμερα η επέτειος είναι η
13η Σεπτεμβρίου έως και 17 Σεπτεμβρίου 1922
καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη το νέο ημερολόγιο.

Η καταστροφή της Σμύρνης ή αλλιώς Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της πόλης, που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1922.

Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη. 

Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά.

Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν.

Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο)

Σήμερα η επέτειος αυτή στην πραγματικότητα είναι η 13η Σεπτεμβρίου, καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο.[1]

► ΕΠΕΤΕΙΟΣ: Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος

Ξεχνιούνται αυτά;
Τα διεθνή «παιχνίδια»,
οι υπέρμετρες πολιτικές φιλοδοξίες,
οι πολιτικές & «συμμαχικές» προδοσίες,
οι παλιές όμορφες και άσχημες στιγμές,
αυτά που έμειναν πίσω,
οι σφαγές, ο πόνος του αποχωρισμού,
ο ξεριζωμός, ο θάνατος.
Πώς να ξεχαστούν; 
Αν δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία, 
δεν φταίει η Ιστορία μας.

Το δειλινό της 26ης Αυγούστου 1922 διατάσσεται ο
απόπλους των ελληνικών πολεμικών από τη Σμύρνη.

Η αγωνία του Σαββάτου

Πολλοί πέφτουν στη θάλασσα και πνίγονται μέσα στον πανικό

Ξημέρωνε Σάββατο 27 του Αυγούστου (με το παλαιό ημερολόγιο) κι η αγωνία μετά την κατάρρευση του μετώπου κορυφωνόταν. Πρώτοι οι Τσέτες ιππείς μπήκαν στην πόλι γύρω στις 10 και μισή κι άρχισαν τις πρώτες σφαγές. Ο Τουρκικός στρατός κι ο τουρκικός όχλος συνέχισαν μετά τίς σφαγές και τις λεηλασίες.

Εκατοντάδες ιερείς με πρώτο τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο λιντσάρονται και σφαγιάζονται από τον Τουρκικό όχλο. Άλλους κάρφωσαν στα δένδρα, άλλους στραγγάλισαν, άλλους σούβλισαν, άλλους έθαψαν ζωντανούς. Οι Ορθόδοξες εκκλησίες καταστράφηκαν, έγιναν τζαμιά, στάβλοι ή αποθήκες.

«Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν από βραδύς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκη, του Βόλου, της Πάτρας...» (Οι νεκροί περιμένουν - Διδώ Σωτηρίου)

«Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη.
Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας
να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα…»[3]

17-08-1922: έναρξη της άτακτης υποχώρησης.
Λίγες μέρες αργότερα έγινε «συνωστισμός» στη Σμύρνη.


Οι νεκροί περιμένουν 
Διδώ Σωτηρίου (απόσπασμα)

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά 'μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

— Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

— Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.

Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

— Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

— Τί θέλαμε, τί γυρεύαμε μεις να 'ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τί θέλαμε και τί γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.

Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου.

Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τί να σκεφτούν; τί να ξεχάσουν; τί να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ' όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.[4]

Την Καταστροφή της Σμύρνης εξιστορεί μια καθηγήτρια

Μπήκαν στην Σμύρνη οι Τούρκοι ή αλλιώς, Μπήκαν στην Πόλη οι εχθροί

13-17 Σεπτεμβρίου 1922

Tα ερείπια έχουν γίνει πάρκο. Tο 1922 ήμουν 9 χρονών, ζούσαμε στη Σμύρνη, σαν παιδί που ήμουν ζούσα αμέριμνα, τα πολιτικά και τα στρατιωτικά δεν είχανε τότε θέση στη ζωή μου. Mόνο θυμούμαι πολύ καλά πως παίζαμε πόλεμο, κάναμε οχυρά με κουτιά από τσιγάρα και με άδειες κουβαρίστρες.

Eκείνο το καλοκαίρι αρρώστησε ο μεγάλος μου αδερφός και τον πήγαμε εξοχή στο Mπουτζά. Όμως άρχισε σιγά σιγά η αγωνία για το τι συμβαίνει στο μέτωπο, αναγκαστήκαμε να ξανακατέβουμε στη Σμύρνη, εμείς τα παιδιά λυπηθήκαμε πολύ που φύγαμε απ’ την εξοχή.

Στη γειτονιά μας στη Σμύρνη, στο Φραγκομαχαλά, κατοικούσαν πολλοί ξένοι υπήκοοι, αυτοί όλοι θυμούμαι υψώσανε σημαίες, καθένας την υπηκοότητά του γι’ ασφάλεια. Mε τον παρδαλό αυτό σημαιοστολισμό κι εμείς οι Ρωμιοί πιστεύαμε πως ο δρόμος είχε κάποια ασφάλεια, δε θα κάνουνε λεηλασίες οι Τούρκοι. Μάλιστα οι ξένοι όλοι αυτοί ήτανε φιλότουρκοι. O πατέρας έκοβε καμιά βόλτα έξω να ιδεί τι γίνεται κι έλεγε πως οι Τούρκοι θα ξεσπάσουν πάλι στους Αρμένηδες.

Δε θυμούμαι βέβαια ημερομηνίες αλλά μια μέρα θυμούμαι ακούσαμε πως καίγεται η Αρμενιά, η αρμένικη γειτονιά. Πήγαμε στο δώμα και είδαμε πολύ μαύρο καπνό. Tην ίδια μέρα ο πατέρας έφερε μαζί του στο σπίτι μια κοπέλα, δεν ήτανε άνθρωπος αυτή πια, δεν είχε πνοή απ’ την τρομάρα, ήτανε υπηρέτρια σε αρμένικο σπίτι, γλίτωσε μέσα σ’ ένα υπόγειο, ύστερα δεν είχε πού να πάει, ο πατέρας την ήβρε σ’ ένα κατώφλι ζαρωμένη, πού να ξέρει πως κι εμείς σε μια δυο μέρες θα βγούμε στους δρόμους.

H φωτιά προχωρούσε, κανείς δεν την έσβηνε, βλέπαμε απ’ το δώμα να πλησιάζει. Λοιπόν φοβηθήκαμε να μην αποκλειστούμε κι ετοιμαστήκαμε. Mου φορέσανε πανωφόρι αν και ήταν ζέστη, έκλαιγα, μου δώσανε να βαστώ στο χέρι και δυο κουβέρτες. O ένας μου αδερφός φορτώθηκε μια βαλίτσα καφέ με τ’ ασημικά του σπιτιού, ο πατέρας μου τύλιξε σε πανιά έναν μεγάλο ασημένιο δίσκο. 

Τελευταία στιγμή θυμήθηκα και τη γάτα μας, την αγαπούσα πολύ, τη φώναζα, τη φώναζα, έψαξα όλες τις κάμαρες μα δεν ήτανε πουθενά κι άφησα την πόρτα προς το δώμα μισοανοιχτή για να βγει αν καεί το σπίτι. Στην κουζίνα είχαμε βάλει το φαΐ για το μεσημέρι. T’ αφήσαμε κι έβραζε, κλειδώσαμε το σπίτι σα να ήτανε να γυρίσουμε σε λίγη ώρα.

Όσα θυμούμαι ύστερα είναι μπερδεμένα. Θυμούμαι το πλήθος στην προκυμαία. Όσο προχωρά η φωτιά, τόσο πυκνώνει το πλήθος.

Καθένας φορτωμένος όσα μπορούσε, ό,τι βρέθηκε μπροστά του. Θυμούμαι μια γυναίκα βαστούσε μια στοίβα πιάτα. Mία άλλη φορτώθηκε τη ραπτομηχανή της. Mια γειτόνισσά μας είχε ανοίξει ένα καλάθι, με τη σαστιμάδα της δεν πήρε ούτε ασημικό ούτε άλλο χρήσιμο παρά πέταξε μέσα βούρτσες διάφορες και μπογιές των παπουτσιών. Ύστερα τους έκοβε η κούραση, ό,τι δεν μπορούσανε πια να το σηκώσουνε το πετούσανε χάμω ή στη θάλασσα.

Εμείς ζαρώσαμε σε μιαν άκρια κοντά κοντά στη θάλασσα δίπλα σε μια ζώνη όπου φυλάγανε ναύτες Αμερικάνοι για να βοηθήσουνε τους υπηκόους τους. Mαζί μας είχαμε ψωμί και τυρί, κάτι φάγαμε. 

Tον μεγάλο μου αδερφό κάναμε θέση και τον ξαπλώσαμε χάμω, μόλις είχε περάσει τον τύφο πολύ βαριά, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.

Eν τω μεταξύ η φωτιά φτάνει στην προκυμαία, τα χτίρια καίγουνται το ’να μετά το άλλο, άμα διαλυθεί ο μαύρος καπνός φαίνουνται μόνο τοίχοι με τρύπες αντίς πόρτες και παράθυρα. Θυμούμαι καλά πως ένας Αμερικάνος ναύτης πήγε κι έκανε πως χτυπά το κουδούνι της πόρτας σ’ ένα τέτοιο καμένο σπίτι, δεν είχε πέσει η πόρτα του, αστείο τού φάνηκε, λοιπόν αμέσως από τα ερείπια ξετρύπωσε μια γάτα, κάθισε μπρος στην πόρτα και περίμενε ν’ ανοίξει, θα ήτανε του σπιτιού. Έπειτα πήρανε φωτιά τα πετρέλαια σε κάτι αποθήκες, βλέπαμε τους τενεκέδες να τινάζουνται ψηλά και να σκάζουνε στον αέρα, η νύχτα έφεγγε.

Δυο νύχτες είχαμε μείνει σ’ εκείνο το μέρος, έπειτα φύγαμε άμα φύγανε κι οι Αμερικάνοι, πήγαμε προς την Πούντα, καθίσαμε σ’ ένα περιβόλι αλλά ύστερα φύγαμε κι από κει. Σκεφτήκαμε πως ήταν φόβος από κει να μαζέψουν τους άντρες όπως κι έγινε. Προχωρήσαμε ως το σπίτι ενούς ξαδέρφου του πατέρα, η συνοικία δεν είχε καεί και είχαμε μαζευτεί εκεί 40-50 άτομα. Ένας Τούρκος χασάπης άνοιξε το μαγαζί του ένα πρωί και ψουνίσαμε λίγο κρέας για βραστό, το βραστό και το ζουμί ήταν το αγαπημένο φαΐ του πατέρα μου, εμείς τα τρία παιδιά δεν τ’ αγαπούσαμε, όμως θα θυμούμαι πάντα στη ζωή μου πόσο νόστιμο μου φάνηκε εκείνο το φαΐ, ως τώρα τ’ αγαπώ.

Στο σπίτι αυτό μείναμε 2-3 μέρες. Mια μέρα ήρθανε Τούρκοι για έρευνα, θέλανε να πάρουνε ένα νέο παιδί τάχα πως ήτανε Αρμένης, ο πατέρας προσπάθησε να τους πείσει πως δεν ήταν, τέλος φύγανε. Αυτός είχε γίνει πράσινος απ’ το φόβο.

Στο μεταξύ φτάσανε καράβια ναυλωμένα του Ερυθρού Σταυρού, αρχίσανε παίρνανε τον κόσμο. Tα δυο μου αδέρφια ήταν στο μπόι ψηλά και κινδυνεύανε να τους πάρουνε ομήρους. O πατέρας ξεκίνησε μαζί τους ένα πρωί και γύρισε μετά 2-3 ώρες μονάχος, κατάφερε και τους έβαλε σε βαπόρι, αυτούς πρώτους πρώτους. Ήξερε αγγλικά και να που του χρειαστήκανε τώρα, έσωσε τα δυο παιδιά του, παρακαλώντας τους σκοπούς στη δική τους γλώσσα. Mε πολλές δυσκολίες τούς πέρασε.

Tώρα έπρεπε να περάσουμε και μεις. Φύγαμε βιαστικά, είπε ο πατέρας «προσοχή να μη χωριστούμε», ανεβήκαμε στη μακριά ξύλινη εξέδρα της Πούντας, φτάσαμε μπρος στο βαπόρι έτσι με το σπρώξιμο, καλά καλά δεν πατούσανε τα πόδια μου καταγής και μπήκαμε. Αμέσως έπρεπε και να κατεβούμε στ’ αμπάρι από σκάλα σκοινένια, κρεμαστή, εγώ φοβήθηκα τότε πάρα πολύ, έτρεμα ολόκληρη, ένας ναύτης τότε με άρπαξε απ’ τις μασχάλες με κρέμασε κάτω, κάποια χέρια με πιάσανε και βρέθηκα μέσα. Eκεί πρώτο πράμα που είδα ήταν ένας κουβάς νερό, με διάφορα σκουπίδια που είχανε πέσει μέσα, όμως βουτούσε όλος ο κόσμος είτε ποτήρια είτε κύπελλα, ό,τι να ’τανε, και πίναμε.

Την άλλη μέρα μάς βγάλανε στη Μυτιλήνη. Έτσι σωθήκαμε. Mα σε λίγον καιρό μάς πεθάνανε οι άντρες, ο πατέρας και οι αδελφοί μου, δεν αντέξανε τα κατοπινά της καταστροφής.

Στη Σμύρνη ξαναπήγα με μιαν εκδρομή πρόπερσι. Πήγαμε από Xίο, Tσεσμέ, μπήκαμε από τα προάστια Γκιόζ-Tεπέ, Kαραντίνα. Ήμαστε όλοι σχεδόν πρόσφυγες, οι μεγαλύτεροι μάλιστα κάνανε το ταξίδι αυτό σαν προσκύνημα. Προσπαθούσα κι εγώ να θυμηθώ τίποτα απ’ τα παλιά. Όπου περάσαμε συναντήσαμε Τουρκοκρητικούς, μιλούσαν και μεταξύ τους ελληνικά με την κρητική προφορά, ούτε οι νέοι δεν τα ξεχάσανε, τα μιλούνε στο σπίτι, όπως και στην Ελλάδα οι τουρκόφωνοι. Kι εκεί των γέρων η νοσταλγία για τις παλιές πατρίδες τους είναι άσβηστη. Mια γριά, μάνα του καφετζή, σ’ ένα καφενείο που καθίσαμε, στις Φώκιες, μου είπε: «Aχ, εγώ την Πρέβεζα θα την ξαναβρώ άραγε στον άλλο κόσμο;»

Στο Νύμφαιο πήγα με μια συνταξιδιώτισσά μας που ήταν από κει και στο σπίτι της κατοικούσε τώρα μια οικογένεια Τούρκοι από τη Βοσνία. «Περάστε, περάστε», μας λέγανε, «ξέρομε κι εμείς από προσφυγιά».

Στο λεωφορείο που μας πήγαινε στα Σώκια, το ραδιόφωνο έπαιζε Στο χορό σε θέλω πεταλούδα… O σοφέρ που ήταν καμιά 40ριά χρονών όλο τέτοια έβαζε κι ο επόπτης επίσης, Τουρκοκρητικός κι αυτός, τέτοια προτιμούσε.

Στα προάστια Γκιόζ-Tεπέ, Καραντίνα δεν αλλάξανε σχεδόν καθόλου. Mία θεία μου έμενε Καραντίνα και τα θυμήθηκα όλα εκείνα τα μέρη. Ως το Κονάκι που λέγαμε. Από κει και πέρα τίποτα δεν έμεινε. Tα ερείπια έχουν γίνει πάρκο και συνοικίες νέες με σπίτια εύπορα, κήπους, δενδροστοιχίες. Στο χώρο του ξενοδοχείου που ήταν του πατέρα μου, δεν ξέρω κι αν είναι αυτός ο χώρος καλά καλά, είδα ένα πολυώροφο κτίριο. Αδύνατον να γνωρίσεις τίποτα απ’ τις παλιές γειτονιές.[6]

Βίντεο: Σπάνιο ντοκουμέντο από την καταστροφή της Σμύρνης

Οι συγκλονιστικές αυτές εικόνες παρέμειναν επί 60 και πλέον χρόνια στο διαμέρισμα της συζύγου του, στη Νέα Υόρκη. Ο εγγονός του βρήκε το μοναδικό αυτό ντοκουμέντο και δείχνει σε σχεδόν 10 λεπτά, όλη την ιστορία της καταστροφής της Σμύρνης. Το βίντεο βρήκε και έδωσε στη δημοσιότητα ο εγγονός του Μαγκάριαν, 87 χρόνια μετά την καταστροφή (2008)ΔΕΙΤΕ το βίντεο εδώ


Στην Καταστροφή της Σμύρνης
το πρόβλημα δεν ήταν
μόνο η πλευρά μας
και το κέντρο ήταν ανούσιο
γιατί ο αληθινός στόχος
ήταν από την αρχή του πολέμου
η Κατεχόμενη Θράκη
γι' αυτό το λόγο κοίτα
πάντα το παρελθόν
όταν θέλεις να δεις
τα κομμάτια του μέλλοντος
που θα χτίσουν
την επόμενη πραγματικότητα
γιατί αλλιώς πολύ αργά
θα καταλάβεις ότι αυτά
μπορούν να σ' εγκλωβίσουν
αν τα αφήσεις. [Ν. Λυγερός]


Βιβλιογραφία

• Η καταστροφή της Σμύρνης ή αλλιώς Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης. Richard Clogg, A Concise History of Greece, Cambridge University Press, 2002, σ. 97
• Σοφία Ντρέκου: Ξεχνιούνται αυτά;
• Της Σοφίας Ντρέκου (Sophia Siglitiki από παλαιότερο άρθρο μου) «Η αγωνία του Σαββάτου» Mαρία Ρεπούση, Ιστορία ΣΤ' δημοτικού. Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, Αθήνα, εκδ. ΟΕΔΒ, 2006, σελ. 100.
• Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα) Διδώ Σωτηρίου, Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1979 (7η εκδ.), σ. 132-134.
• Ν. Λυγερός: Στην Καταστροφή της Σμύρνης - Εναντίον της ιστορίας τα νέα βιβλία της ιστορίας. http://nikos-lygeros-poihsh.blogspot.gr/2016/02/enantion.tis.istorias.html
• 13-17 Σεπτεμβρίου 1922, η Καταστροφή της Σμύρνης. Eξιστορεί μια καθηγήτρια από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O Κοινός Λόγος, πρώτος τόμος, Ερμής, 2003.
• Επιλεκτικό οπτικοακουστικό υλικό, από το YouTube, εταιρεία της Google

• by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση

Βιντεο/αφιέρωμα Καταστροφή της Σμύρνης

Μικρά Ασία 1922, ο Μεγάλος Ξεριζωμός!
Ντοκουμέντο του National Geographic










«Η Καταστροφή της Σμύρνης» - Η Μηχανή Του Χρόνου: Τον Αύγουστο του 1922 ο τουρκικός στρατός άρχισε να φθάνει στη Σμύρνη. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει λίγες ημέρες νωρίτερα και πολλοί άντρες του ελληνικού στρατού αναζητούσαν καταφύγιο στα παράλια, λαβωμένοι και απογοητευμένοι.

Από τους Τούρκους, πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι τσέτες, δηλαδή οι άτακτοι μαχητές που ακολουθούσαν το στρατό του Κεμάλ. Αμέσως άρχισαν τις θηριωδίες.

Εκτέλεσαν όσους άντρες βρήκαν μπροστά τους και έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια και άρπαζαν από τις γυναίκες χρυσαφικά και τιμαλφή. Έφτασαν στο σημείο να κόβουν τα δάχτυλα ή τα αφτιά για να πάρουν δαχτυλίδια και σκουλαρίκια.











Εκπληκτικό βίντεο εις ανάμνηση
της μικρασιατικής καταστροφής!

Χίλια μύρια κύματα - 1972 
Στίχοι: Κ. Γεωργουσόπουλος (Κ. Χ. Μύρης)
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί - 1972 
Στίχοι Γιώργος Σκούρτης
Τα λόγια και τα χρόνια - 1974
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

8:43 Ξυλούρης κ' Γαργανουράκης
(Χίλια μύρια κύματα, Μπήκαν στην
Πόλη οι οχθροί, Τα λόγια και τα χρόνια












FaceBook Virginia Firiki: Σοφία μου, σ' ευχαριστώ γι' αυτή σου τη θύμηση !!! Έχω σαλέψει ειλικρινά αυτές τις ημέρες. Με βρίσκεις στο σημείο αναφοράς...στην έρευνα, στις ιστορικές αναδρομές, στις παλιές αφηγήσεις ...στις αξέχαστες εικόνες...στην αθάνατη παράδοση...στον ξεριζωμένο και πολύπαθο Ελληνισμό!!! Λαός που ξεχνά την ιστορία του ...είναι λαός ξεχασμένος κι αλίμονο ...μη τύχει και γίνουμε ποτέ τέτοιος λαός με τόσα δεινά που γύρω μας συμβαίνουν. Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι!!! Πονάνε οι μνήμες..ραγίζουν καρδιές... αφυπνίζουν συνειδήσεις!!! Υποκλίνομαι με σεβασμό και με πόνο ψυχής στους ήρωες προγόνους μου (πρόσφυγες και οι δικοί μου πρόγονοι, όλοι τους) και χαίρομαι κάθε φορά όταν γυρίζει η σελίδα της ιστορίας και ξαναφέρνει στο νου και στη ψυχή μας μνήμες..αθάνατες!!! 29 Αυγούστου 2016 στις 9:11 μ.μ.

Σοφία Ντρέκου: Όμορφη ψυχή Virginia μου, πολύ με συγκίνησε το σχόλιό σου. Σ' ευχαριστώ που συμπορευτήκαμε σ' αυτή την Ιστορική διαδρομή. Σήμερα το ετοίμαζα το άρθρο και τα βίντεο και συλλογιζόμουν, πόσοι από εμάς κοίταμε το παρελθόν για να δούμε το μέλλον; Ας μείνουν Αθάνατες οι μνήμες μας! 29 Αυγούστου στις 9:39 μ.μ.
20 Αυγούστου εορτάζει η Αγία Φωτεινή η από «έξω της θύρας των Βλαχερνών».
Η εικόνα της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στυλιανος Ματθαιου 6 Απριλίου 2016: Aνάθεμα και μέγας αφορισμός, σε κείνους που κάνουν την περιουσία του Θεού κόλαση... Ο Θεός ανέχεται και επιτρέπει, σεβόμενος την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου... μέχρι κάποιου σημείου... Είναι οι διαβολοκινούμενοι, που στρώνουν τον Γολγοθά μας... Δεν αγαπάμε την κατάσταση, αλλά και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε... Ας μας δίνει κουράγιο και δύναμη ο Θεός. ''Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός, η απάγουσα εις την ζωήν''....Δεν έχουμε άλλη επιλογή...!  Θεολογία, Επιστήμη, Λογοτεχνία

Θεολογία, Επιστήμη, Λογοτεχνία 21 Αυγούστου 2015