Οι τελευταίες ώρες του Νίκου Καζαντζάκη όπως τις περιγράφει η γυναίκα του Ελένη Καζαντζάκη (Videos)

Ελένη και Νίκος Καζαντζάκης, στο σπίτι τους 
στην Antibes στη νότια Γαλλία. καλοκαίρι 1954

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)


Στις 26 Οκτωβρίου 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης άφησε την πνοή του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ στη Γερμανία, σε ηλικία 74 ετών. Μετά από ένα ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1957, ο Έλληνας λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης, και ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο θάνατός του αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη). 

Δέκα ημέρες η σωρός του ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι να καταλήξει στο Ηράκλειο και να αναπαυτεί στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, με θέα το αγαπημένο του Μεγάλο Κάστρο. Η κηδεία του Καζαντζάκη, που αποτελεί μόνιμο έκθεμα του ΜΝΚ (Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη), καταγράφηκε με την κάμερα του Μιχάλη Γαζιάδη και προβλήθηκε στα «Επίκαιρα» των κινηματογραφικών αιθουσών. 

Για την κηδεία του βλ.: π. Σταύρος: ο μοναδικός Ιερέας που συνόδευσε την κηδεία του Καζαντζάκη (βίντεο ντοκουμέντο)

Οι στερνές ώρες του Ν. Καζαντζάκη όπως 
τις περιγράφει η γυναίκα του Ελένη

Ελένη και Νίκος Καζαντζάκης

« - Νίκο μου, Νίκο μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;

Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο κεφάλι μου:

- Δώσ' μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν' ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες. Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θα 'θελα ν' ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:

- Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!

Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια. Τα μάτια που 'χαν το χρώμα της ελιάς δε θα 'βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο. Η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο της, τα τριάντα τρία χρόνια φως.

Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.»

Ελένη Ν. Καζαντζάκη, Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ, Εκδόσεις Καζαντζάκη.

Ελένη Καζαντζάκη

Ελένη Καζαντζάκη (το γένος Σαμίου)

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Καζαντζάκη (το γένος Σαμίου) υπήρξε η δεύτερη σύζυγος του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη και κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του ογκώδους έργου του. Γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1903 στην Αθήνα. Στα 15 της έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. 

Ο πατέρας της Κωνσταντίνος Σάμιος με καταγωγή από τη Μικρά Ασία ήταν δασολόγος, τμηματάρχης Δασών του Υπουργείου Οικονομίας και καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Υπήρξε εκ των ιδρυτών της Φιλοδασικής Εταιρείας Αθηνών και συνέβαλε καθοριστικά στην πευκοφύτευση του λόφου τού Αρδηττού, όπου βρίσκεται το Παναθηναϊκό Στάδιο. Η μητέρα της είχε ρίζες στην Κρήτη.

Η νεαρή Ελένη τελείωσε μόνο το Γυμνάσιο το 1919. Οι κηδεμόνες της, αν και Καθηγητές Πανεπιστημίου, «φρονούσαν πως τα ''ορφανά'' δεν σπουδάζουν. Γίνονται ράφτρες ή καπελούδες. Κι ας έχουν όση περιουσία χρειάζεται (και παραπάνω!) για να κάνουν καλές σπουδές». Το 1924 γνώρισα τον Νίκο». Και από εκεί αρχίζει μια γλυκιά ιστορία αγάπης και απόλυτης αφοσίωσης.

Στις 18 Μαΐου 1924, 21χρονη Ελένη γνωρίστηκε με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος είχε χωρίσει από την σύζυγό του (το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926), την συγγραφέα Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881 – 1962). Η Ελένη περιγράφει τη συνάντησή τους στις πρώτες σελίδες του Ασυμβίβαστου τη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, που εκείνος της ζήτησε να γράψει:

Η Ελένη είχε γνωρίσει πρώτα την πρώτη του γυναίκα, τη Γαλάτεια, όταν ήδη εκείνη είχε χωρίσει με τον Νίκο και είχε ήδη αρχίσει να ζει με τον Μάρκο Αυγέρη. Η Γαλάτεια, είχε επηρεάσει αρνητικά την Ελένη, τόσο που η νεαρή κοπέλα δεν ήθελε καν να τον γνωρίσει:

«Επηρεασμένη,» γράφει «ως φαίνεται, από το μυθοπλαστικό μπρίο της γυναίκας του, αρνήθηκα την πρόσκλησή της να πάω με την παρέα της στο σταθμό Λαρίσης να υποδεχτούμε το «τέρας», πού θα ερχόταν από τη Γερμανία στις 5 του Μάη το 1924.» Και όμως, μερικές ημέρες μετά, οι φίλες της Ελένης, η Καίτη και η Μαρίκα Παπαϊωάννου, την πίεζαν αφόρητα να τον γνωρίσει. «Είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι, όμορφος, αφάνταστα διαβασμένος και χαριτολόγος. Κανείς δεν του παραβγαίνει στις ιστορίες. Ανεπανάληπτος» Και το χειρότερο, δεν τον χωρούσε ο τόπος. «Πολύ γρήγορα θ’ ανοίξει την πόρτα να φύγει... θα πετάξει το πουλί, πάει, θα χαθεί η μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις κι εσύ μια μεγάλη προσωπικότητα». Και δέχτηκε η Ελένη, και να τους τώρα, γράφει, στη Δεξαμενή, τη νύχτα της 17ης Μαΐου, με αντιφατικές φήμες να αντηχούν στα αυτιά της: «Το γέλιο του ακούγεται ένα μίλι μακριά...» ή «Του αρέσουν οι γυναίκες...» ή «Τρώει και πίνει σα δράκος...» ή «Δεν τρώει τίποτα... σωστός ασκητής».

«Σχεδόν εχθρική στην αρχή», λέει η Ελένη, «χωρίς να το καλοξέρω, άρχισα σιγά – σιγά να παραδίνω τα όπλα. Τη νύχτα εκείνη θα σκαρφαλώναμε στην Πεντέλη, για να βρεθούμε τα ξημερώματα από την άλλη πλευρά, στην παραλία της Ραφήνας, ο Οδοιπορικός Σύλλογος, μια εικοσαριά νέοι και νέες, φυσιολάτρες. Για να φτάσουμε στους πρόποδες του βουνού, θα παίρναμε το «θεριό», το θρυλικό εκείνο τραινάκι, που κούτσα-κούτσα έκανε τη διαδρομή Αθήνα-Μαρούσι-Κηφισιά.

Το φεγγάρι πήγαινε να μεσουρανήσει, όταν τον πήρε το μάτι μου. Με βήματα λίγο-λίγο πηδηχτά, στητός σαν κυπαρίσσι, τεράστιο μέτωπο, βαθουλά μάτια πού έμοιαζαν μαύρα κάτω από τα πυκνά φρύδια, αυτιά λεπτοσκαλισμένα. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο ψάθινο και στο χέρι κρατούσε ένα ροζ γυάλινο βάζο, όπου έπλεαν μέσα σε λαδόξιδο σαρδέλες του βαρελιού.

Δε θυμούμαι τα πρώτα του λόγια, μα τα δυο βαθιά αυλάκια, που έσκαβαν το πρόσωπο του, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Γιατί απ’ όλες τις κοπέλες, που ήμασταν εκεί, διάλεξε εμένα; Το ήξερε τάχα ο ίδιος; Στο μισοσκόταδο του βαγονιού άρχισε αμέσως τα ερωτήματα, που τ’ άκουσα τόσες φορές κατοπινά στη ζωή μας.

Όταν το πρωί έφτασαν πια στη Ραφήνα, ο Νίκος έμεινε δίπλα στην Ελένη όλη μέρα, προφυλάσσοντάς την με το κορμί του για να μην την κάψει ο ήλιος. Και δεν άλλαζε θέση, παρά μόνο όπως προχωρούσε και ο ήλιος.


Από τότε δεν χωρίσανε ποτέ. Η οριστική τους συμβίωση σαν ζευγάρι, όμως, άρχισε από τη Ρωσία τον Αύγουστο του 1928, όταν την κάλεσε να τον συναντήσει στη Μόσχα. Κάποιος ακόμη και σήμερα μπορεί να φαντασθεί πόση τόλμη χρειαζόταν η Ελένη για μια τέτοια παρέκκλιση από τα ήθη της εποχής.

Αν δεχόταν την πρόσκλησή του, της είπε, δεν θα υπήρχε πλέον υπαναχώρηση και γυρισμός. Θα έπρεπε να μείνει για πάντα μαζί του. Θα γνώριζε δυσκολίες, φτώχεια, μέχρι και πείνα. Για ένα μόνο πράγμα έπρεπε να είναι σίγουρη: μαζί του δεν θα έπληττε ποτέ. Αλλά, της είπε, μπορεί και να μην τον ήξερε καλά, προκειμένου να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση, καθοριστική για τη ζωή της.

Γι’ αυτό τη συμβούλευσε να πάει στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας και να ζητήσει τη γνώμη της Έλσας Λάνγκε, φίλης και πρώην ερωμένης του. Τα λίγα λόγια της Έλσας «βάραιναν στη ζυγαριά της Μοίρας μου», θα γράψει αργότερα η Ελένη: «Μπορείτε να τον εμπιστευτείτε. Μια φλόγα τον καίει κι όμως δε χάνει μήτε λεφτό την αίσθηση της ζωής. Ισορροπημένος, τέλεια φυσιολογικός… Κι ό,τι κι αν συμβεί, μη μετανιώσετε ποτέ που ακούσατε το κάλεσμά του. Είναι γυμνός σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Προφυλάξτε τον από τα βέλη». Έτσι έφυγε για τη Μόσχα η Ελένη και έμεινε από τότε για πάντα μαζί του. Έγινε τελικά η «λεπτεπίλεπτη» Αθηναία «το εφταγύναικο, το εφταπέτσινο σκουτάρι της ζωής του που καμιά σαγίτα δεν το περνάει».

Η Ελένη, τον καιρό της κατοχής, και της μεγάλης πείνας, στην Αίγινα, πήγαινε στις Φυλακές και έπαιρνε λίγο φαγητό από το συσσίτιο των φυλακισμένων για να μην πεθάνει από την πείνα ο Νίκος της. Και στην Antibes, στη Γαλλία, πήγαινε στην πλατεία της πόλης και μάζευε τα χαρούπια και τα έκανε κολιέ και τα πουλούσε στους τουρίστες για το πιάτο του Νίκου.

Η Ελένη ήταν και αυτή συγγραφέας, και μάλιστα πολύ καλή, αλλά επέλεξε την αφιέρωσή της στην προαγωγή του έργου του συζύγου της. Το μέγεθος της προσφοράς της, ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο, μπορεί να εκτιμηθεί και μόνον από το γεγονός ότι δακτυλογράφησε επτά φορές την Οδύσσεια με τους 33.333 στίχους. Εκείνη τον προέτρεψε να ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, από τις ιστορίες που της έλεγε τη νύχτα πριν κοιμηθούν.
«Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για την πολυαγαπημένη σύντροφο της ζωής του. «Χωρίς αυτή θα ’χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».
Ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος. Έζησαν μαζί για είκοσι περίπου χρόνια και στις 11 Νοεμβρίου 1945 παντρεύτηκαν στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση στην Αθήνα με κουμπάρους τον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Άννα. Μάλιστα, τη διάρκεια της τελετής, συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεχάσει τις βέρες, οπότε και αμέσως ο Άγγελος και η Άννα έβγαλαν από τα δάχτυλά τους τις δικές τους και τις πέρασαν στα δάχτυλα του Νίκου και της Ελένης. Γι’ αυτό και η βέρα της Ελένης γράφει «Άγγελος».

Ο Νίκος και η Ελένη ζούσαν τότε στην Αίγινα, με συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, και από το 1946 τελικά εγκαταστάθηκαν στην Antibes, της νότιας Γαλλίας.
Δεν έλειψαν τα πικρόχολα σχόλια για την σχέση τους και πολλοί πίστεψαν πως ο Kαζαντζάκης στο πρόσωπο της Ελένης δεν βρήκε μόνο τον υποτακτικό τύπο γυναίκας, που τόσα χρόνια γύρευε, αλλά μια μοναδική συνεργάτιδα και δακτυλογράφο. Μόνο η «Οδύσσεια» των 33.333 στίχων δακτυλογραφήθηκε επτά φορές από την Ελένη.
Με δική του προτροπή η Ελένη Καζαντζάκη ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία. Αρχικά συνεργάστηκε με την «Καθημερινή» και στην συνέχεια και με άλλα έντυπα, στέλνοντας ανταποκρίσεις από το εξωτερικό, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της.

Το σπουδαιότερο βιβλίο της θεωρείται η βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, βασισμένη σε ανέκδοτα γράμματα και κείμενα του συζύγου της, με τίτλο Νίκος Καζαντζάκης – Ο Ασυμβίβαστος. Έγραψε επίσης βιβλία για τη ζωή του Μαχάτμα Γκάντι, για την Κίνα με τίτλο «Κίνα μικρή πορεία στη Μεγάλη χώρα», καθώς και ποιήματα.

Μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη το 1957 αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην διάδοσή του έργου του. Εγκαταστάθηκε στη Γενεύη και το διαμέρισμά της έγινε «τόπος προσκυνήματος» από πνευματικούς ανθρώπους όλου του κόσμου, καθώς και τόπος συνάντησης των Ελλήνων που αγωνίζονταν κατά της δικτατορίας.

Απόσπασμα της διαθήκης του Νίκου Καζαντζάκη, 
που ορίζει μετά τον θάνατο της συζύγου του Ελένης 
η περιουσία του να περιέλθει στους φυσικούς κληρονόμους του

Το 1982 υιοθέτησε τον Κύπριο συγγραφέα Πάτροκλο Σταύρου (1933 – 2014), στον οποίο παραχώρησε με γονική παροχή τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, καθότι ο σπουδαίος συγγραφέας δεν κατέλειπε άμεσους απογόνους και από τους δύο γάμους του.

«Είμαι μια ηλεκτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεκτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα», της έγραψε πριν χρόνια πολλά ο Νίκος της. Αυτό το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε την ημέρα των γενεθλίων του Νίκου Καζαντζάκη, στις 18 Φεβρουαρίου του 2003, στη 1:31 το μεσημέρι, όταν η Ελένη πήγε να βρει τον καλό της.












«Η ζωή μου δίπλα στον Νίκο»: Η Ελένη γράφει για την κοινή ζωή της με τον Νίκο Καζαντζάκη:
Κάθε επέτειο του θανάτου τού Νίκου, και όσο η δική μου ζωή φτάνει στο τέλος της, κάνω τον απολογισμό μου, τι έδωσα και τι πήρα από εκείνον, ύστερα από 32 ολόκληρα χρόνια κοινής ζωής. Η «κόκκινη γραμμή», που σημάδεψε την πορεία του και που εγώ θα την ονομάσω «ευθεία γραμμή», χαρακτήριζε και την απλή καθημερινή του ζωή. Δεν θυμάμαι ούτε μία πράξη του για την οποία θα έπρεπε να ντραπώ, ή και να προβληματιστώ ακόμα. Ήταν τόσο έντιμος, τόσο ακέραιος και τόσο ασυμβίβαστος που, όποιος είχε την τύχη να ζήσει μαζί του, στεκόταν στις άκρες των δαχτύλων του για να τον φτάσει. Έτσι ένιωθα εγώ όλα αυτά τα χρόνια μαζί του. Κάθε χρόνο που φεύγει, συμπαρασύροντας και μένα μαζί του, μεγαλώνοντας έτσι το χρονικό διάστημα από τότε που έφυγε ο Νίκος, τόσο βρίσκω να είμαι και πιο κοντά του, κάθε φορά και πιο πολύ, γιατί ξαναζώ τα χρόνια που ζήσαμε μαζί με μεγαλύτερη ένταση και ανείπωτη νοσταλγία. Όσο «το μεροκάματο τελεύει», σκέφτομαι πόσο τυχερή γυναίκα υπήρξα στη ζωή μου, γιατί ήταν όλα τόσο σωστά και ακέραια μαζί του όσο ένα κρυστάλλινο ποτήρι νερό, όπως ακριβώς έβλεπε εκείνος τη ζωή, που όσο κι αν πίνεις δεν ξεδιψάς. Έτσι ήταν και η ζωή μου μαζί του, ένα καθαρό, πεντακάθαρο ποτήρι νερό.

Την ιστορία αγάπης, σεβασμού, συντροφικότητας και αφοσίωσης, που δοκιμάστηκε επί 32 χρόνια και πέρασε στην αιωνιότητα με την Ελένη Σαμίου είχε περιγράψει πριν λίγα χρόνια στο περιοδικό People η θετή εγγονή της συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη, Νίκη Σταύρου. protothema.gr 

Η τελευταία συνέντευξη της Ελένης Καζαντζάκη το 1990

Βίντεο: Η τελευταία συνέντευξη της Ελένης Καζαντζάκη, το 1990, στη δημοσιογράφο Γιάννα Δημητριάδου, για λογαριασμό της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.

- Είναι αλήθεια, κυρία Καζαντζάκη, ότι εσείς τον στρέψατε προς το μυθιστόρημα;

- Ναι, είναι απολύτως αλήθεια. Δεν θα έγραφε ποτέ μυθιστόρημα γιατί έλεγε «δεν έχω εγώ υπομονή να γράψω μυθιστόρημα!» Και του 'λεγα «αν ένα απ' όλα αυτά που μου λέτε το βράδυ για να με κοιμίσετε, το μαγνητοφωνούσαμε, θα γινόσασταν πλούσιος, διάσημος!» Μα δεν ξέρετε τι αριστουργήματα μου διηγιόταν..
[...]
Νόμιζε ότι δεν ήταν ικανός να γράψει μυθιστόρημα. Πίστευε, ακράδαντα, ότι δεν ήταν ικανός, ότι δεν είχε τη χρειαζούμενη υπομονή.
[...]
- Έλεγε «ο άγγελος έχει τον θεό μέσα του, είναι ημίθεος, ενώ εγώ ψάχνω να τον βρώ και δεν τον βρίσκω». Και πριν πεθάνει, ούτε μισή ώρα πριν, του λέω «και τώρα, λοιπόν, τον βρήκατε τον θεό;» «Όχι! δεν τον βρήκα αλλά άλλοι θα τον βρουν..» Πίστευε ότι υπήρχε θεός και άλλοι θα τον έβρισκαν. Εκείνος όμως δεν τον βρήκε. Ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε.

Δείτε το βίντεο:


















«Διαχρονικά Στοιχεία μπορείς 
να βρεις στο έργο του Καζαντζάκη 
ακόμα και πέρα από την Ασκητική 
γιατί κατάφερε να δει 
πιο πέρα από το συμβατικό... 
γιατί δεν γονάτισε
μπροστά στα κοινωνικά 
και προσπάθησε να δει 
τα ανθρώπινα μέσω ανθρωπιάς 
για να αγγίζει και την πίστη 
της Ανθρωπότητας χωρίς όρια
έτσι ώστε να γίνει εφικτή η υπέρβαση
και η σωτηριολογία να αποκτήσει 
μια ευρύτερη έννοια
λόγω σκέψης συνειδητής 
και αφοσίωσης στο έργο.» 

Ο πόλεμος του ανθρώπου ενάντια σε μοίρα που του επέβαλαν. Καταγγελία για μια συνωμοσία που ο χωροχρόνος δεν την αντέχει. Εκεί που το επέκεινα, μένει σιωπηλό, με την αλήθεια να τρέχει να δίνει μάχη με τις συμπληγάδες έτοιμες να την συνθλίψουν, με τον Άνθρωπο πολεμιστή με την ψυχή στο στόμα, να δίνει μάχη ζερβά και δεξιά, να μην θέλει να την παραδώσει, νοιώθοντας το βαρύ το τίμημα, το ατίμητο, αυτό που με πολύ τον μόχθο και αγώνα την κουβαλά, καταθέτοντας την Στον μόνον δικαιούχο, Τον Δωρητή, Τον Πρωτομάστορα που δίνει την ζωή. www.sophia-ntrekou.gr
Ντοκουμέντο: Η άγνωστη επιστολή του Αϊνστάιν στον Καζαντζάκη και η επιστολή του Ν. Καζαντζάκη, στον Einstein!

Αφιέρωμα στις αναφορές του Νίκου Λυγερού στο Νίκο Καζαντζάκη της Σοφίας Ντρέκου



Βίντεο: Ένα με την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε ο Νίκος Καζαντζάκης στην γαλλική τηλεόραση. Η συνέντευξη δόθηκε στις 22 Μαΐου 1957, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη στους Pierre Dumayet και Max-Pol Fouchet.  Ένα σπάνιο ντοκουμέντο, την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Νίκος Καζαντζάκης, 5 μήνες πριν τον θάνατό του. Η συνέντευξη δόθηκε, στις 22 Μαΐου 1957, στη γαλλική τηλεόραση. Μίλησε στους δημοσιογράφους Pierre Dumayet και Max-Pol Fouchet και αφορούσε στα δυο έργα του, τον «Ζορμπά» και τον «Φτωχούλη του Θεού», που ήταν και το πιο πρόσφατο. Δείτε τη συνέντευξη από το μεταφρασμένο βίντεο.



Βίντεο: Συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη στον
Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955

Ο Ν. Καζαντζάκης μιλάει για την Ελλάδα: «Όσο πιο μακρυά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού.

Όμως από μακρυά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακρυά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή.

Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνεια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ' αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες.

Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.»



ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΠΟΙΕΙΝ: Ηχητικό απόσπασμα από την ομιλία 
του Νίκου Καζαντζάκη στην ελληνική υπηρεσία του BBC, το 1953

Αν ο κόσμος δεν ήταν καμωμένος από τον Ιεχωβά αλλά από τον Όμηρο, ο Μπέρναρντ Σω θα ήταν ένας κοκκινογένης θεός του Ολύμπου και θα είχε αχώριστο σύντροφο κοντά του τον Θερσίτη να τον κερνά.

Νηφάλιος αιώνια ο ένας, ολομέθυστος αιώνια ο άλλος, θα κοίταζαν από ψηλά τον κόσμο και θα γελούσαν, ο ένας γιατί ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, ο άλλος γιατί ο κόσμος είναι τόσο άσχημος, κι οι δυό μαζί γιατί ξέρουν το μεγάλο μυστικό, πως όλος αυτός ο περίφημος Τρωικός Πόλεμος έγινε όχι για την Ελένη, παρά για τον ίσκιο της Ελένης. Η αληθινή Ελένη είχε καταφύγει κυνηγημένη και αμόλευτη, στο κεφάλι του Μπέρναρντ Σω σαν μια μεγάλη ιδέα.

Θα κατέβαινε συχνά ο Μπέρναρντ Σω στον κόσμο να παλέψει, όχι για να βοηθήσει τους Αχαιούς ή τους Τρώες παρά για να προστατέψει καμιάν ιδέα που κινδύνευε.

Ιπποτικός, αφιλόκερδος, καταφρονητής κάθε επίγειου ο κοκκινογένης αυτός θεός, μα πίσω του ως Σάντσο του ο Θερσίτης θα μάζευε με απληστία όλα τα επίγεια λάφυρα. Και έπειτα ο Μπέρναρντ Σω θα ανέβαινε πάλι στον Όλυμπο, να καθίσει δίπλα στην φιλενάδα του την πάνοπλη λογική την Αθηνά και θα συνεχίζονταν μέσα στον αβασίλευτο ήλιο της θεωρίας, ο Θείος Διάλογος.

Κι η Αθηνά σιγά σιγά, όχι οδηγημένη, κυνηγημένη από τον παντοδύναμο θεό, τον Γέλωτα, θα έφτανε στην ακρότατη συνέπεια της λογικής που είναι η απάρνηση της λογικής και θα γίνονταν στα χέρια του Μπέρναρντ Σω, Αφροδίτη.

Γιατί υπάρχει κάτι το επικίνδυνο, σοφιστικό και σαρκοβόρο στον αγαθό τούτο θεό που δεν τρώει κρέας. Στην αρχή νοιώθουμε μπροστά του κάποια δυσφορία, μπορεί κι αντιπάθεια, μιαν κρυάδα, σα να πλησιάζουμε το άλλο πρόσωπο του θεού, τον σατανά. Μας φαίνεται πως παίζει, πως καταδέχεται την παραδοξολογία και την υπερβολή για να κάνει πνεύμα, πως παραμορφώνει και παραφουσκώνει την αλήθεια, για να μας κάνει να γελάσουμε και να ντραπούμε. Μα σιγά σιγά νοιώθουμε, όλα τούτα είναι το σκληρό τσόφλι και μέσα βαθειά χτυπά μια καρδιά τόσο ευαίσθητη που δε θα μπορούσε να ζήσει αν δε κρυστάλλωνε γύρα της, ασπίδα αδιαπέραστη, το γέλιο.

Μια μάσκα είναι το πνεύμα, που φορά η καρδιά του Μπέρναρντ Σω, μάσκα ασφυξιογόνων, για να μπορεί να αντέχει μέσα σε τότες φαρμακερές αναθυμιάσεις του κόσμου. Κι όταν νιώσεις το μυστικό αυτό του Μπέρναρντ Σω αρχίζει η μεγάλη αγάπη. Σου αποκαλύπτεται τότε με τα τρία διαδοχικά του πρόσωπα: στην πρώτη γενεά ο Επαναστάτης, στη δεύτερη ο Προφήτης, στην τρίτη τη γενιά μας τούτη ο Γέροπαππούς, ένας δράκος αγαθός που κρατά από το χέρι την αιώνια παλίμπαιδα, την ανθρωπότητα, και την οδηγά μέσα από το δάσος. Και μουγκρίζει σαν λιοντάρι, ο Γεροπαππούς για να φύγουν οι λύκοι.

Μια από τις πιο έξυπνες πράξεις του Μπέρναρντ Σω ήταν και τούτη: Να μην πεθάνει, να επιμείνει, να 'χει καιρό να κηρύξει με το μαστίγι, την αγάπη. Το μαστίγι που κρατά είναι καμωμένο από την ουρά του διαβόλου και με την ουρά τούτη του διαβόλου κυνηγά την ψευτιά, την πρόληψη, την αδικία. Γιατί είναι και η αντίφαση τούτη μία απ τις μεγάλες διανοητικές χαρές του Μπέρναρντ Σω: Τη λογική, εκτίνοντάς την ως τις ακρότατες συνέπειές της, την κάνει παραλογισμό. Τον παραλογισμό, με την ίδια σατανική μέθοδο, να τον κάνει λογική. Και γι αυτό είμαι βέβαιος πως αν ήταν να καταδιώξει ο Μπέρναρντ Σω τους τίμιους και τους δίκαιους στον κόσμο θα χρησιμοποιούσε ένα μαστίγι καμωμένο από τα γένια του Θεού. Είναι κρίμα που γεννήθηκε τόσο αργά, αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα εμείς θα του χτίζαμε όσο ακόμα θα ζούσε, ένα ναό και οι νεόνυμφες θα του πήγαιναν προσφορές καρπούς και λουλούδια και μέλι, αφού δεν τρώει κρέας, και θα του δέονταν να κατέβει στον ύπνο τους με τη μορφή όμως του ανδρός τους και να τις γονιμοποιήσει για να γεννήσουν γιό να του μοιάσει. Και κάπου κάπου κρυφά, ο ίδιος ο Μπέρναρντ Σω, θα πήγαινε στον ναό του, για να ζητήσει κι αυτός με υπέρτατη ειρωνεία και χαρά, μια χάρη από τον εαυτό του. Ποια χάρη; αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Μπέρναρντ Σω κι αυτός μονάχα μπορεί να το φανερώσει. Όμως υποψιάζομαι πως η χάρη που θα ζητούσε ο Μπέρναρντ Σω απ' τον θεό τον Μπέρναρντ Σω θα ήταν τούτη: Να γίνει πνευματικός δικτάτορας του κόσμου και είναι ακόμα αρκετά νέος ώστε να ανοίξει τον καινούριο αυτόν δρόμο προς την λύτρωση.

5:32 Ομιλία Ν. Καζαντζάκη στο BBC 1953 Ντοκουμέντο


















Βίντεο: Ο Στέλιος Μάινας παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ο γνωστός ηθοποιός, περιδιαβαίνει το άγριο κρητικό τοπίο. Περπατά στο λιμάνι και στα τείχη του Ηρακλείου, αλλά και στην Αίγινα και στην Αθήνα. Καλεί όλους να ακολουθήσουν τα βήματα του Καζαντζάκη στο γεωγραφικό και πνευματικό ταξίδι της ζωής του. Αυτή η πορεία, μαζί με το σπάνιο φωτογραφικό, και οπτικοακουστικό υλικό και τις μαρτυρίες και συνεντεύξεις ανθρώπων που τον γνώρισαν και μελέτησαν τη ζωή και το έργο του, σχηματίζει τη «βασανισμένη» και ελεύθερη μορφή ενός σύγχρονου Οδυσσέα. Ένας Οδυσσέας που ταξίδευε από τόπο σε τόπο και από ιδέα σε ιδέα χωρίς να στέκεται να ησυχάσει πουθενά. 

Για τον Νίκο Καζαντζάκη μιλούν: ο Γιώργος Γραμματικάκης, η ποιήτρια και βαφτισιμιά του Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η συγγραφέας και καθηγήτρια βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης Αγγέλα Καστρινάκη. Έλληνες του πνεύματος και της τέχνης.


Απόσπασμα από το έργο το «Ασκητική»

Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από το έργο του Νικολάου Καζαντζάκη «Ασκητική». Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε να γράφει την «Ασκητική» στη Βιέννη το 1922 και ολοκλήρωσε τη συγγραφή της ένα χρόνο μετά, στο Βερολίνο.
  • Μια ελβετική εφημερίδα έγραψε πως η Ασκητική είναι «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε γράψει πως η «Ασκητική» είναι «η πιο σπαραχτική Κραυγή τής ζωής του» και πως όλο το έργο του είναι σχόλιο πάνω σ’ αυτήν την Κραυγή.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

[...]
 Στην Ασκητική μπορείς να διαβάσεις περισσότερα απ' όσα έχει γράψει γιατί είναι γεμάτη με νοήματα πεμπτουσίας... που θα καταλάβεις με τις συνθήκες ποια είναι η ουσία της, μετά την υπέρβαση... δες εδώ » https://www.sophia-ntrekou.gr/2015/03/Lygeros-gia-Kazantzaki.html

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

Πιστεύω σ' ένα Θεό, Ακρίτα, Διγενή, στρατευόμενο πάσχοντα μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ' ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες.

Πιστεύω στ' αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την απαυτή ροή του την ακατάλυτη ενότητα.

Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα Του, που δαμάζει και καρπίζει την ύλη τη ζωοδόχα, πηγή φυτών και ανθρώπων.

Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο. «Βοήθεια!» κράζεις, Κύριε. «Βοήθεια!» κράζεις, Κύριε, κι ακούω.

Μέσα μου οι προγόνοι και απογόνοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή Σου.

Μακάριοι όσοι την ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν Κύριε, και λεν: «Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε».

Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί Σου Κύριε, και λεν: «Εγώ και Συ είμαστε Ένα».

Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό: «Και το Ένα τούτο δεν υπάρχει!»

Βιβλιογραφία: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. 
Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 και 91-95 

Περισσότερα: Νίκος Καζαντζάκης