Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
Μέχρι και τον δύσπιστο Καζαντζάκη εντυπωσίασαν τα Καρούλια στο Άγιον Όρος, και έγραψε για το οδοιπορικό του, εκστασιασμένος. Την Ευχή των ιδιαίτερα ασκούμενων Αγίων Αγιορειτών Πατέρων, που, την Σύναξή των εορτάζουμε Κυριακή 63 μέρες μετά το Πάσχα.
«Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας…»
Στα φρικαλέα Καρούλια στο Άγιον Όρος, εκεί οι μοναχοί ζουν κυριολεκτικά σε κελιά κρεμασμένα σε απόκρημνους βράχους, σα χελιδονοφωλιές, μακριά από την τάξη των μοναστηριών, ασκητικοί ως το τέλος της ζωής τους. Όσοι έχουν επισκεφθεί το συγκεκριμένο μέρος στο Άγιον Όρος, έχουν μείνει αποσβολωμένοι από την τραχύτητα και την αγριότητα της φύσης. Παρόμοια εμπειρία έζησε και ο γνωστός λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης και μάς την διηγείται παρακάτω. (απόσπασμα από εδώ) Βλ.: Σιχαίνομαι τον πολιτισμό: τα Φρικαλέα Καρούλια στο Άγιον Όρος
Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον στην εργογραφία του Καζαντζάκη είναι η αέναη υπαρξιακή αναζήτηση του νοήματος της ζωής και η νίκη εν τέλει της απλοϊκότητας, της χαράς, της φύσης. Μέσα από το ταξίδι της γραφής/ζωής οδηγείσαι στην πνευματική ανάταση και την λύτρωση της απλότητας.
Ο Γκρέκο είναι φιλοσοφικός στη σύλληψη και βαθιά υπαρξιακός. Με σελίδες εξαιρετικής ομορφιάς, ειδικά αυτές που περιγράφει τα ταξίδια του, στην Αθήνα, στο Άγιον Όρος μαζί με τον Σικελιανό -μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιπαραβολή με το Αγιορείτικο ημερολόγιο του Σικελιανού, που αναφέρεται στο ίδιο ταξίδι-, στο όρος Σινά. Πιο ωραίο βιβλίο από τον Ζορμπά.
Βασικός άξονας του έργου «Aναφορά στον Γκρέκο», είναι το ερώτημα αν υπάρχει Θεός και αν υπάρχει σωτηρία της ψυχής. Κορυφαίο κεφάλαιο η επίσκεψη στον Σινά. «Κάπου κάπου γρικούσες ένα μωρό να κλαίει, ένα σκυλί να γαυβγίζει, μια φωνή ανθρώπου, με ευτύς όλα πάλι βουβούνονταν και δεν άκουγες παρά τη φωνή του Θεού, τη σιωπή».
Με θαυμασμό έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης όταν
επισκέφθηκε τα ΚΑΡΟΥΛΙΑ του Αγίου Όρους το 1914
Συγκλονιστικός διάλογος ενός ασκητή
στα καρούλια με τον Νίκο Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Καρούλια, Άγιο Όρος.
Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ· ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νά ῾χα κάμει ὡς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ᾿ ἀσκηταριά· τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα· σὰ νὰ ῾χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός· δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά· ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ ῾δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.
Δείτε: Το Άγιο Όρος πριν από 100 χρόνια σε βίντεο ντοκουμέντο του 1919
Πῆρα ν᾿ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ᾿ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ-σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά ῾χε φάει.
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου· ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο· ν᾿ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ῾ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ ζωή ῾ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος· μὰ θ᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ᾿ ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;
Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό ῾πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά ῾ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ᾿ ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου· συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμό μου· πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε· «δὲν εἶσαι εὐτυχής;
—Πῶς νά ῾μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει.
—Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνή του τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ᾿ το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος· δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα· τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἄλλος· ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει· βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.
Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε· εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.
Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητὴ τῆς ζωής· μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς· ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε· ἄε στὸ καλό· ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα· καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.
Νίκος Καζαντζάκης και Άγγελος Σικελιανός, 10 Οκτωβρίου 1921
Τον Νοέμβριο του 1914, δύο φίλοι, νεαροί τότε, 31 και 30 χρόνων αντίστοιχα, και δύο από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός, βρέθηκαν προσκυνητές στο Άγιον Όρος με συστατική επιστολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει ο λόγιος Ι.Μ. Χατζηφώτης στο βιβλίο του «Το προσκύνημα στον Άθω του Σικελιανού και του Καζαντζάκη» (σαράντα μέρες του 1914), από τις εκδόσεις «Ίρις», αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι όταν είδε στο σπίτι του Σικελιανού ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από τον Άθω. Γράφει στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο. Το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου, το άνοιξε. Ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα με φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια, κελιά απάνω από τον γκρεμό και κάτω μια θάλασσα άγρια. Το Άγιο Όρος, φώναξα... Είσαι έτοιμος; είπε. Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, δράκοι δεν είμαστε; Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, να πατήσουμε το Άγιον Όρος».
Στη σχετική αίτηση που καταθέτουν αναφέρουν:
«Σεβαστοί επίτροποι, εκδραμόντες εις Άγιον Όρος με τον σκοπόν να μελετήσωμεν εκ του σύνεγγυς τα ιερά κειμήλια, άτινα διετήρησαν αι ιεραί του Άθω μοναί, έχοντες δε προς πραγμάτωσιν του σκοπού μας τούτου ιδίαν σύστασιν του πρωθυπουργού της Ελλάδος, κ. Ελευθερίου Βενιζέλου, παρακαλούμεν υμάς όπως διευκολύνητε ημάς εις τούτο, διατάσσοντες όπως μας δειχθώσι τα υπό φύλαξιν τοιαύτα χρυσόβουλα κ.λπ., πεποιθότες ότι εκπληροίτε ως ημείς αυτοί ιεράν εθνικήν υποχρέωσιν…».
Οι πρώτες εικόνες που αντικρίζουν πλησιάζοντας προς τον Άθω εντυπωσιάζουν τον Καζαντζάκη:
«Έβρεχε. Η κορυφή του Άθω, τυλιγμένη σε πυκνήν αντάρα, είχε αφανιστεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, πηχτή, λασπωμένη. Ένα μοναστήρι (πρόκειται για τη Μονή Ξηροποτάμου) ανάμεσα στις μαυρισμένες από τη βροχή καστανιές, γυάλιζε κάτασπρο. Έβρεχε σιγά, ποτιστικά κι ο ουρανός είχε κατέβει ως τις κορυφές των δέντρων. Πέντ’ έξι καλόγεροι, όρθιοι στην αποβάθρα, βρέχονταν σαν κυπαρίσσια. Δίπλα μας, στη βάρκα που μας έβγαζε στο λιμανάκι του Αγίου Όρους, τη Δάφνη, δυο καλόγεροι κουβέντιαζαν. Ο ένας, ο πιο νέος, με αραιά μαύρα γενάκια, μ’ ένα βαρύ ταγάρι στην αμασκάλη, έλεγε:
Να τον ακούσεις να ψέλνει, ξεχνάς τον κόσμο. Πιο γλυκιά και από πατέρα και μάνα η φωνή του.... Και ο άλλος απαντούσε: Τι κάθεσαι και μου λες; Εμείς έχουμε έναν κότσυφα στο μοναστήρι που ψέλνει το Κύριε εκέκραξα και το Χριστός Ανέστη και σαστίζει ο νους σου. Τόνε λένε πάτερ κότσυφα. Κι έρχεται στην εκκλησιά μαζί μας και τη σαρακοστή νηστεύει.
Με τα σακίδια στη ράχη, ακουμπώντας στα χοντρά ραβδιά μας, ανηφορίζαμε ανάμεσα από πυκνές, μισογυμνωμένες καστανιές και σκίνα και πλατύφυλλες δάφνες το καλντερίμι που έφερνε στις Καρυές. Ο αέρας, έτσι μας φάνηκε, μύριζε μοσκολίβανο. Σαν να ’χαμε μπει σε τεράστια εκκλησιά με θάλασσα, με δάση καστανιές, με βουνά και αποπάνω αντί για θόλο, ένας ξέσκεπος ουρανός...».
Το δέος που νιώθουν οι δύο φίλοι δεν είναι ικανό για να ξεχάσουν τον κόσμο που άφησαν πίσω τους όταν φτάνουν στην πρωτεύουσα, τις Καρυές. Ο Καζαντζάκης είναι ιδιαίτερα περιγραφικός: «Μπακάληδες, μανάβηδες, μαγέροι, ψιλικατζήδες, σκουπιδιάρηδες, όλοι καλόγεροι. Θλιβερό, ανυπόφορο σερνικοχώρι, χωρίς γυναίκα, παιδί, γέλιο. Γενειάδες μόνο, μαύρες, ξανθές, καστανές, γκρίζες, κάτασπρες, άλλες σφηνωτές, άλλες απλωτές σα σκούπες, άλλες πυκνές, σγουρές, αδιαπέραστες, σαν τα κακά κουνουπίδια».
Η πρώτη επίσκεψη, μετά τα τυπικά, στο Πρωτάτο είναι στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων, στην οποία υπάρχουν μοναδικά χειρόγραφα. Για την αγρυπνία που ακολούθησε ο Σικελιανός γράφει:
«Το κατέβασμα με τις καμπάνες, σαν να μας εβάσταγαν αγγέλοι απ’ τις μασχάλες. Η αυλή στο φεγγάρι… Λιβάνι με ροδόνερο».
Το πέρασμα στη Μονή Σταυρονικήτα μνημονεύεται από τον Καζαντζάκη:
«Θαυμαστό ύψος απάνω από τη θάλασσα, ο γερο-θυρωρός, παμπάλαιο ναυάγιο από την Κρήτη, με αρπάζει από το χέρι… Σ’ ένα κελί καλογεράκια μαθαίνουν βυζαντινή μουσική και συλλαβίζουν μεγαλόφωνα τις πρώτες νότες. Κρατούν σαν αναμμένη λαμπάδα την παράδοση στα παιδικά, άπλυτα χέρια τους».
Τα τρία θαύματα που αντίκρισαν τις πρώτες μέρες, όπως γράφει ο Σικελιανός, είναι οι τρεις εικόνες: Πορταΐτισσα, Δωδεκαετής Ιησούς, Γλυκοφιλούσα.
Αλλά και οι ζωντανές εικόνες τον εντυπωσιάζουν: «Στον εσπερινό, το ξυλοσήμαντρο με το απανωκαλύμαυχο γυρίζει ο καλόγερος τριγύρω από την εκκλησιά. Οι χτύποι πρώτα ρυθμικοί, έπειτα γοργοί, χτυπητοί, τέλος γαλήνιοι, κατανυχτικοί, εσωτερικοί. Και ξαφνικά ένα χτύπημα ισχυρό μονάχα και ο καλόγερος μπαίνει απ’ την πίσω θύρα στο Άγιο Βήμα».
Τα βράδια οι δύο φίλοι συζητούσαν γι’ αυτά που είχαν δει.
Γράφει ο Καζαντζάκης:
«Τη νύχτα αργεί να μας πάρει ο ύπνος, μιλούμε. Ωρίμασε, λέμε, η στιγμή, ωρίμασε ο κόσμος για μιαν καινούργια αγάπη του Χριστού. Όταν σήμερα ρωτήσαμε έναν καλόγερο που συναπαντήσαμε απόξω από το νεκροταφείο της μονής (Μονή Καρακάλλου) γιατί ζωγραφίζουν πάντα στην είσοδο του κοιμητηρίου τον Χριστό σταυρωμένο και όχι όπως θα ’πρεπε, τον Χριστό που ανασταίνεται, ο καλόγερος θύμωσε: Ο Χριστός ο σταυρωμένος είναι ο Χριστός μας, αποκρίθηκε. Είδες ποτέ στο Βαγγέλιο ο Χριστός να γελάει; Πάντα αναστενάζει, μαστιγώνεται και κλαίει. Πάντα σταυρώνεται. Κι εμείς, μη μπορώντας να κοιμηθούμε, λέγαμε: Πρέπει, ήρθε ο καιρός να κάνουμε τον Χριστό να γελάσει. Να μη μαστιγώνεται πια, να μην κλαίει, να μη σταυρώνεται. Να σμίξει μέσα του και ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς, χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας…».
Πέρα από τις προσευχές και τις συζητήσεις, και η τράπεζα των μοναστηριών έχει τα δικά της μυστικά. Ο Σικελιανός στο «Αγιορείτικο ημερολόγιο» γράφει:
«Ο κοινοβιακός δείπνος. Μακριά αίθουσα. Οκτώ κολόνες – μακριά τραπέζια δεξιά. Οι πατέρες τρώνε σιωπηλοί. Μικρά κανατάκια πράσινα μπροστά τους. Όταν μπήκαμε, ένας γάτος πήδηξε και διασκέλισε ήσυχα κάτου απ’ τα τραπέζια. Αριστερά, κεφαλή των τραπεζιών, κάτω απ’ την εικόνα του Ιησού. Τρεις βωμοί στο βάθος. Αριστερά μια Παναγιά, στο μέσον εικονοστάσι. Δεξιά (όπου κάθεται ο ηγούμενος), ο Ιησούς. Ξάφνου χτυπάει ένα σφυράκι ο ηγούμενος και το δείπνο παύει. Τότε ο διαβαστής πλησιάζει τον ηγούμενο και του ζητάει την ευλογία και του φιλεί το χέρι. Και ο ηγούμενος του δίνει το κρασί και το ψωμί. Τότε χτυπάει το σφυράκι δεύτερη φορά και όλοι σηκώνονται, ο ηγούμενος μπροστά και έπειτα ένας – ένας οι πατέρες. Στο βάθος, ωστόσο, στην έξοδο δεξιά, ο τραπεζάρης, ο διαβαστής και ο μάγειρος γονατισμένοι, ενώ διαβαίνουν, ζητούν μετάνοια, να τους σχωρεθεί αν δεν εδούλεψαν καλά. Ο ηγούμενος, περνώντας με το ποιμαντικό μαύρο ραβδί, τους ευλογεί…».
Οι εναλλαγές των τοπίων συνεπαίρνουν τους δύο φίλους. Γράφει ο Καζαντζάκης για την επίσκεψη στη Μονή Φιλοθέου:
«Θαυμαστός περίπατος μέσα στην ομίχλη. Χαριτωμένες, ψηλόλιγνες λεύκες, πνιμένες στον κισσό. Ένας απαίσιος καλόγερος, κοκκαλιάρης, κοκκινοτρίχης, φλύαρος, ο Ιωαννίκιος, όλο μας μιλούσε για την αδερφή του, Καλλιρρόη, τη δαιμονισμένη. Είχε και αυτός, λέει, δύο δαιμόνους μέσα του, τον ένα τον λένε χότζα και τον άλλο Ισμαήλ». Ο Σικελιανός συμπληρώνει: «Ο περίπατός μας ως εκεί. Καταχνιά. Τα κυπαρίσσια εχώριζαν. Οι γυμνές καστανιές. Οι κισσοί. Όλη η χορταριασμένη αυλή στην καταχνιά».
Μετά από 40 ημέρες, οι δύο λογοτέχνες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Όμως πριν επιστρέψουν στον κόσμο ο Καζαντζάκης αποφάσισε να επισκεφτεί και να μιλήσει με τους ασκητές:
«Τις παραμονές του μισεμού, πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους, αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχονται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους. Ένα καλαθάκι κρεμασμένο στη θάλασσα κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ό,τι έχουν, για να μην αφήνουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας...».
Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη
Το τελευταίο δίμηνο του 1914, ο Νίκος Καζαντζάκης με τη συντροφιά του Άγγελου Σικελιανού, τον οποίο έχει γνωρίσει λίγες μέρες πριν, αναχωρούν για το «Περιβόλι της Παναγίας», εφοδιασμένοι με συστατική επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου, που τους εξασφαλίζει πρόσβαση στα χειρόγραφα των Μονών. Το προσκυνηματικό αυτό ταξίδι, που ολοκληρώνεται τα Χριστούγεννα του 1914, μνημειώνουν οι δύο φίλοι, ο καθένας στο δικό του Ημερολόγιο. Του Σικελιανού είχε κυκλοφορήσει παλιότερα. Του Καζαντζάκη, μόλις κυκλοφόρησε. [ΤΒJ]
Αποτελεί γεγονός κάθε έκδοση νέου κειμένου του Νίκου Καζαντζάκη. Ο πλέον διαβασμένος και συζητημένος νεοέλληνας συγγραφέας έχει ακόμη πτυχές που παραμένουν ελάχιστα γνωστές στο αναγνωστικό κοινό και σχετικά ανεξερεύνητες από τους μελετητές – και μία απ’ αυτές είναι τα σημειωματάρια-ημερολόγιά του[1], που φυλάσσονται στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά (το Αρχείο του οποίου είναι ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά αρχεία της Ελλάδας, με περισσότερα από πενήντα χιλιάδες τεκμήρια). Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα σχετικά τεκμήρια είναι το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914, το οποίο τώρα δημοσιεύεται αυτούσιο, σε μια καλαίσθητη έκδοση του Μουσείου Καζαντζάκη, με επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια της Χριστίνας Ντουνιά, καθηγήτριας νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και της Παρασκευής Βασιλειάδη, υποψήφιας διδάκτορος νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνης Αρχείου του Μουσείου.
Το βιβλίο (με την εκδοτική φροντίδα της Βαρβάρας Τσάκα, διευθύντριας του Μουσείου Καζαντζάκη) απαρτίζεται από το «Προλογικό σημείωμα» του καθηγητή και Προέδρου του Δ.Σ. του Μουσείου Καζαντζάκη Μιχάλη Ταρουδάκη, την «Εισαγωγή» των δύο επιμελητριών της έκδοσης, τη μεταγραφή του καζαντζακικού Ημερολογίου και τον σχολιασμό του, καθώς και «Παράρτημα», όπου παρουσιάζονται επιλεγμένες σελίδες του Ημερολογίου, σκίτσα, επιστολικά δελτάρια και φωτογραφίες που σχετίζονται με την επίσκεψη του συγγραφέα στο Άγιον Όρος, σελίδες του Αγιορείτικου Ημερολογίου του Σικελιανού και σημειώσεις του Καζαντζάκη με τίτλο «Σικελιανός», που αναφέρονται στη γνωριμία και τη σχέση του με τον Σικελιανό.
Πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος
Το Ημερολόγιο: Άγιον Όρος Ν/βρης-Δ/βρης 1914 καλύπτει το πρώτο ταξίδι του Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος, το οποίο ο συγγραφέας πραγματοποιεί το τελευταίο δίμηνο του 1914, με τη συντροφιά του Άγγελου Σικελιανού: οι δύο άντρες γνωρίζονται στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1914 και τρεις ημέρες αργότερα αναχωρούν για το «Περιβόλι της Παναγίας», εφοδιασμένοι με συστατική επιστολή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου, που τους εξασφαλίζει πρόσβαση στα χειρόγραφα των Μονών. Το προσκυνηματικό αυτό ταξίδι, που ολοκληρώνεται τα Χριστούγεννα του 1914, μνημειώνουν οι δύο φίλοι, ο καθένας στο δικό του Ημερολόγιο – το Ημερολόγιο του Σικελιανού φυλάσσεται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και έχει ήδη εκδοθεί το 1988 από το Ίδρυμα Ουράνη, με φιλολογική επιμέλεια της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου[2].
Στη λίαν κατατοπιστική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή τους η Ντουνιά και η Βασιλειάδη επισημαίνουν ότι οι εγγραφές του αγιορείτικου Ημερολογίου του Καζαντζάκη αξιοποιούνται από τον συγγραφέα σε ένα ευρύ φάσμα κειμένων, το οποίο περιλαμβάνει: πέντε άρθρα (γραμμένα στη γαλλική γλώσσα) που δημοσιεύονται στην εφημερίδα Messager d’Athènes το 1915, τρία κείμενα στο περιοδικό Νεολαία το 1939, ένα συγκινητικό κεφάλαιο στην αυτοβιογραφική Αναφορά στον Γκρέκο, με τίτλο «Ο φίλος μου ο ποιητής – Άγιον Όρος», τις τραγωδίες Νικηφόρος Φωκάς και Χριστός, τα μυθιστορήματα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Οι αδερφοφάδες και Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το πολύ ιδιαίτερο Συμπόσιον και τα ταξιδιωτικά κείμενά του (σ. xx-xxii).
Οι δύο μελετήτριες σημειώνουν ότι ο τίτλος της έκδοσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει σημειώσει με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιεί για τις υπογραμμίσεις του, στην πρώτη σελίδα του οδοιπορικού, τον τίτλο «Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1944» (σ. xxiv)· επιπλέον, αιτιολογούν διεξοδικά τις –πολύ προσεγμένες– εκδοτικές τους επιλογές (πολύ επιτυχημένη η προσπάθεια διατήρησης στοιχείων που ανακαλούν το «αρχικό κείμενο», όπως η αρχική σελιδοποίηση του χειρογράφου, και χρησιμότατη η επισήμανση λέξεων ή φράσεων που είναι υπογραμμισμένες ή γραμμένες με διαφορετικά υλικά γραφής πέρα από το μολύβι), παραθέτουν αναλυτικό κατάλογο με τις ελάχιστες αναγκαίες ορθογραφικές επεμβάσεις στο καζαντζακικό κείμενο (σ. xxx-xxxiii) και δίνουν έμφαση στο ζήτημα της χρονολόγησης του χειρογράφου, σημειώνοντας εύστοχα ότι «το Ημερολόγιο συνιστά ένα είδος παλίμψηστου διαφορετικών γραφών και απαιτείται προσοχή για να εκτιμηθούν τυχόν μεταγενέστερες επεμβάσεις στο χειρόγραφο» (σ. xxiv).
Το Ημερολόγιο αποτυπώνει όλους τους σταθμούς του ταξιδιού του Καζαντζάκη και του Σικελιανού από τις 14 Νοεμβρίου 1914 ώς τις 25 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Από τις συχνά λακωνικές αλλά πάντα ουσιαστικές εγγραφές παρελαύνουν ονόματα μονών στις οποίες οι δύο φίλοι διαμένουν, ονόματα και χαρακτήρες μοναχών, τοιχογραφίες, εικόνες, χειρόγραφα, τοπία, παραθέματα από πατερικά κείμενα και λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα.
Ο 31χρονος τότε διανοούμενος βιώνει και μνημειώνει το ταξίδι του ως μιαν ευκαιρία ενδοσκόπησης, ως ένα σημαντικό βήμα στη μακρόχρονη και συχνά επώδυνη ιδεολογική του περιπλάνηση, ως μιαν αφορμή για να έρθει σε στενότερη επαφή με τη βυζαντινή τέχνη, αλλά και ως μιαν αφετηρία για να διαλογιστεί πάνω στη μελλοντική δημιουργία του.
Το Ημερολόγιο αποτυπώνει όλους τους σταθμούς του ταξιδιού του Καζαντζάκη και του Σικελιανού από τις 14 Νοεμβρίου 1914 ώς τις 25 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Από τις συχνά λακωνικές αλλά πάντα ουσιαστικές εγγραφές παρελαύνουν ονόματα μονών στις οποίες οι δύο φίλοι διαμένουν, ονόματα και χαρακτήρες μοναχών, τοιχογραφίες, εικόνες, χειρόγραφα, τοπία, παραθέματα από πατερικά κείμενα και λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα.
Ο 31χρονος τότε διανοούμενος βιώνει και μνημειώνει το ταξίδι του ως μιαν ευκαιρία ενδοσκόπησης, ως ένα σημαντικό βήμα στη μακρόχρονη και συχνά επώδυνη ιδεολογική του περιπλάνηση, ως μιαν αφορμή για να έρθει σε στενότερη επαφή με τη βυζαντινή τέχνη, αλλά και ως μιαν αφετηρία για να διαλογιστεί πάνω στη μελλοντική δημιουργία του.
Ειδικά το τελευταίο θέμα, αυτό της άντλησης έμπνευσης από τις παραστάσεις του προσκυνηματικού ταξιδιού για ένα μελλοντικό «έργο ζωής» που θα αγκαλιάζει την ανθρωπότητα και θα συνενώνει τρεις συμβολικές μορφές, τον Διόνυσο, τον Χριστό και το αινιγματικό Θα, εμφανίζεται σταθερά στις ημερολογιακές σημειώσεις του Καζαντζάκη.
Η αγωνία του είναι να συγκεραστούν οι τρεις μορφές σε έναν μύθο: η πρώτη μορφή αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη ψυχή που στη νεότητά της χαίρεται και ανακαλύπτει τα πάντα, η δεύτερη αποτυπώνει την ανθρώπινη ψυχή που σε ηλικία τριάντα τριών ετών (όσα και τα χρόνια του Χριστού) αποζητά την αιωνιότητα και η τρίτη την ανθρώπινη ψυχή που στην ωριμότητά της ανακαλύπτει την αθανασία (σ. 72). Και σε άλλες εγγραφές ο Διόνυσος και ο Χριστός ταυτίζονται με την αρχαία και τη βυζαντινή ψυχή της ελληνικής ράτσας, ενώ το Θα ταυτίζεται με τη νέα θρησκεία (σ. 73) και βρίσκεται «υπεράνω χρόνου» (σ. 69). Αυτές οι σημειώσεις για την πλατιά, φιλόδοξη σύνθεση που οραματίζεται ο Καζαντζάκης ανακαλούν, όπως βάσιμα υπογραμμίζουν η Ντουνιά και η Βασιλειάδη στην εισαγωγή τους, την Οδύσεια, το έργο ζωής που αρχίζει να γράφει μια δεκαετία αργότερα (σ. xxv).
Ο συγγραφέας, επίσης, προσφέρει έξοχες εικόνες της ζωής των μοναχών του Όρους. Για παράδειγμα, δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της τελετουργίας του δείπνου στη μονή Καρακάλλου, όπου κυριαρχούν η σιωπή και η βραδύτητα:
Ταυτόχρονα, προσφέρει και μεμονωμένα πορτρέτα μοναχών, δίνοντας μέσα σε μια σύντομη παράγραφο τα βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως κάνει συχνά και με διάφορους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του: «Αχ! Ο Φιλήμων, τι σβέλτο κορμί, σα δαμασκί σπαθί, σαν άγγελος όλο φλόγα. Χαίρεται στη διακονία, τι ευπείθεια χαρά και δεν μπορεί να κρατήσει το γέλιο…» (σ. 28). Και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θεωρεί ότι η μοναστική ζωή, παρά τις όποιες αρνητικές πτυχές της (την έλλειψη μόρφωσης και την ανηθικότητά της), είναι ανώτερη από την κοινωνική (σ. 9).
Περιγραφές του αγιορείτικου τοπίου προαναγγέλλουν τις λαμπρές ταξιδιωτικές σελίδες του Καζαντζάκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά στον περιβάλλοντα χώρο της μονής Μεγίστης Λαύρας:
Η των ονομάτων επίσκεψις
Παράλληλα, στις σημειώσεις του Καζαντζάκη διαπλέκονται γοητευτικά δημιουργοί όλων των εποχών: ο συγγραφέας ενθουσιάζεται με τις ευλαβικές αγιογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου (σ. 19, 40, 57, 79), που αντιπροσωπεύουν «όλο το Βυζάντιο» (σ. 40), μνημονεύει με σεβασμό τον Διονύσιο Σολωμό (για την ακριβολογία του στον καθορισμό της τέχνης του, σ. 33), ξεχωρίζει τον «βαθύ, πλατύ, γαλήνιο και ισορροπημένο» Έρωτα ως τον μόνο δρόμο στη δημιουργία (αναφέροντας ως παραδείγματα τον Πλάτωνα, τον Dante, τον Beethoven και τον Rodin, σ. 54), συλλογίζεται τον Dante ως πρότυπο του μεγάλου έργου που φιλοδοξεί να συνθέσει (σ. 73), εκθειάζει ένα αντίγραφο του φημισμένου πίνακα «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής» του Leonardo Da Vinci (σ. 89).
Επιπρόσθετα, και η φιλοσοφική σκέψη του νεαρού διανοούμενου αναδύεται από τις σελίδες του ημερολογίου. Έτσι σχεδιάζει την ιδανική προσωπική βιβλιοθήκη του (που περιλαμβάνει τον Χριστό, τον Βούδα, τον Μωυσή, τον Bergson, τον Eücken και τον Nietzsche, σ. 37). Ο Bergson είναι παρών όχι μόνο στην προαναφερθείσα ιδανική βιβλιοθήκη, αλλά και ως μοντέλο για την επαναδιατύπωση της χριστιανικής θρησκείας (σ. 85). Μνημονεύονται, επίσης, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, πρωτεργάτης της αναβίωσης της ελληνικής παιδείας στη Δυτική Ευρώπη (σ. 14), ο μαθητής του Βησσαρίων (σ. 13), ο Μάρκος Αυρήλιος (σ. 55).
Ίσως το πιο συγκινητικό και γοητευτικό σημείο του Ημερολογίου αυτού είναι οι σημειώσεις του Καζαντζάκη για ένα βιβλίο που θα μνημειώνει την επίσκεψη τη δική του και του Σικελιανού στο Άγιον Όρος, ένα βιβλίο το οποίο οραματίζεται σαν το Les Cathédrales του Auguste Rodin, που μόλις έχει εκδοθεί στη Γαλλία. Το συγκεκριμένο απόσπασμα –με συχνή χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου– υπενθυμίζει ότι σε αυτό το ταξίδι «δένεται» η φιλία του με τον Σικελιανό, καθώς οι δύο άντρες αποκτούν εμπειρίες ζωής και συζητούν για τα κοινά τους οράματα και τις πνευματικές ανησυχίες τους, προτάσσοντας πάντοτε την ψυχή:
Η φιλία των δύο αντρών, άλλωστε, ήδη από τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου, περιβάλλεται από μιαν αχλύ εξιδανίκευσης και το αγιορείτικο ταξίδι τους προβάλλεται ως μια υψηλή και ιερή αποστολή, στην οποία υποτάσσονται οι πάντες και τα πάντα:
Πολύτιμη συμβολή στον χώρο των καζαντζακικών σπουδών, υποστηριγμένη από την άρτια φιλολογική επιμέλεια και το μεστό εισαγωγικό σημείωμα των Ντουνιά-Βασιλειάδη, θησαυρός πληροφοριών για τον στοχασμό και τα διαβάσματα του διασημότερου Έλληνα συγγραφέα στα νεανικά του χρόνια, το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914 αποτελεί μια πολύ φροντισμένη και χρηστική έκδοση, που προσφέρει ερεθίσματα στον αναγνώστη για ένα συνολικό ξανακοίταγμα του δημιουργού του Ζορμπά.
Ο συγγραφέας, επίσης, προσφέρει έξοχες εικόνες της ζωής των μοναχών του Όρους. Για παράδειγμα, δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της τελετουργίας του δείπνου στη μονή Καρακάλλου, όπου κυριαρχούν η σιωπή και η βραδύτητα:
Βράδυ· δειπνούν όλοι οι μοναχοί σιωπηλοί. Ο Ηγούμενος στην κορφή τραπέζης με το Χριστό αδυσώπητο αποπάνω. Σιγή βαθιά και τάξη· μόνον οι γάτοι λεύτεροι πηγαίνουν κι έρχουνται. Ένας βαρύς ρυθμός οδηγεί τα πάντα κι η επιβαλλόμενη σιγή γίνεται απροσπάθεια αρετής και λευτερίας. (σ. 35)
Ταυτόχρονα, προσφέρει και μεμονωμένα πορτρέτα μοναχών, δίνοντας μέσα σε μια σύντομη παράγραφο τα βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως κάνει συχνά και με διάφορους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του: «Αχ! Ο Φιλήμων, τι σβέλτο κορμί, σα δαμασκί σπαθί, σαν άγγελος όλο φλόγα. Χαίρεται στη διακονία, τι ευπείθεια χαρά και δεν μπορεί να κρατήσει το γέλιο…» (σ. 28). Και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θεωρεί ότι η μοναστική ζωή, παρά τις όποιες αρνητικές πτυχές της (την έλλειψη μόρφωσης και την ανηθικότητά της), είναι ανώτερη από την κοινωνική (σ. 9).
Περιγραφές του αγιορείτικου τοπίου προαναγγέλλουν τις λαμπρές ταξιδιωτικές σελίδες του Καζαντζάκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά στον περιβάλλοντα χώρο της μονής Μεγίστης Λαύρας:
Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μυρωδιά από μουσμουλιές φυτεμένες μπρος στη Βιβλιοθήκη την ώρα που μας άνοιγαν να δούμε τα σκωληκοφαγωμένα κιτάπια.
Κι έπειτα τον περίπατό μας στο χλοησμένο κάμπο, στον ήλιο. Η γη εμύριζε, μαργαρίτες λευκές και ακρίδες. Ελιές, νερά πέφταν δεξιά μας και κάτω η θάλασσα εκυμάτιζε αλαφρά και σαν γλάροι αλαφροσπούσαν βαθιά τα κυματάκια.
Κυπαρίσσα στη γραμμή φαινόνταν μπρος στο πέλαγο και κάτω δεξιά ένας βυζαντινός πύργος. (σ. 46)
Η των ονομάτων επίσκεψις
Παράλληλα, στις σημειώσεις του Καζαντζάκη διαπλέκονται γοητευτικά δημιουργοί όλων των εποχών: ο συγγραφέας ενθουσιάζεται με τις ευλαβικές αγιογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου (σ. 19, 40, 57, 79), που αντιπροσωπεύουν «όλο το Βυζάντιο» (σ. 40), μνημονεύει με σεβασμό τον Διονύσιο Σολωμό (για την ακριβολογία του στον καθορισμό της τέχνης του, σ. 33), ξεχωρίζει τον «βαθύ, πλατύ, γαλήνιο και ισορροπημένο» Έρωτα ως τον μόνο δρόμο στη δημιουργία (αναφέροντας ως παραδείγματα τον Πλάτωνα, τον Dante, τον Beethoven και τον Rodin, σ. 54), συλλογίζεται τον Dante ως πρότυπο του μεγάλου έργου που φιλοδοξεί να συνθέσει (σ. 73), εκθειάζει ένα αντίγραφο του φημισμένου πίνακα «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής» του Leonardo Da Vinci (σ. 89).
Επιπρόσθετα, και η φιλοσοφική σκέψη του νεαρού διανοούμενου αναδύεται από τις σελίδες του ημερολογίου. Έτσι σχεδιάζει την ιδανική προσωπική βιβλιοθήκη του (που περιλαμβάνει τον Χριστό, τον Βούδα, τον Μωυσή, τον Bergson, τον Eücken και τον Nietzsche, σ. 37). Ο Bergson είναι παρών όχι μόνο στην προαναφερθείσα ιδανική βιβλιοθήκη, αλλά και ως μοντέλο για την επαναδιατύπωση της χριστιανικής θρησκείας (σ. 85). Μνημονεύονται, επίσης, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, πρωτεργάτης της αναβίωσης της ελληνικής παιδείας στη Δυτική Ευρώπη (σ. 14), ο μαθητής του Βησσαρίων (σ. 13), ο Μάρκος Αυρήλιος (σ. 55).
Ίσως το πιο συγκινητικό και γοητευτικό σημείο του Ημερολογίου αυτού είναι οι σημειώσεις του Καζαντζάκη για ένα βιβλίο που θα μνημειώνει την επίσκεψη τη δική του και του Σικελιανού στο Άγιον Όρος, ένα βιβλίο το οποίο οραματίζεται σαν το Les Cathédrales του Auguste Rodin, που μόλις έχει εκδοθεί στη Γαλλία. Το συγκεκριμένο απόσπασμα –με συχνή χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου– υπενθυμίζει ότι σε αυτό το ταξίδι «δένεται» η φιλία του με τον Σικελιανό, καθώς οι δύο άντρες αποκτούν εμπειρίες ζωής και συζητούν για τα κοινά τους οράματα και τις πνευματικές ανησυχίες τους, προτάσσοντας πάντοτε την ψυχή:
Ένα βιβλίο όπως οι Cathédrales του Rodin. Το πνευματικό μας προσκύνημα στο Άγιον Όρος.
Πώς εζήσαμε τη ράτσα μας, την πίστη των πατέρων, πώς υψώσαμε παντού την ψυχή, πώς εχαιρετίσαμε τη ζωή που υψώνεται, σα σαΐτα της θείας χάρης προς τα ουράνια.
Η τέχνη, η πίστη που οδήγησε τα φρένα του ζωγράφου, του αρχιτέχτονα, του μουσικού, του ξυλοσκαλιστή.
Η πίστη θρησκεία που υψώνει τα πάντα.
Πώς διαβάζαμε Dante, Boudha, Ευαγγέλιο.
Πώς μιλούσαμε για την Ελλάδα και τη ζωή.
Η Παναγία, ο Χριστός, οι Αγγέλοι.
Η φύση, ο αμόλευτος από γυναίκες αέρας. (σ. 98)
Η φιλία των δύο αντρών, άλλωστε, ήδη από τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου, περιβάλλεται από μιαν αχλύ εξιδανίκευσης και το αγιορείτικο ταξίδι τους προβάλλεται ως μια υψηλή και ιερή αποστολή, στην οποία υποτάσσονται οι πάντες και τα πάντα:
Δυο νέοι εξεκίνησαν μαζί να ποτιστούν της πιο ευγενικής και πλούσιας ράτσας των ανθρώπων, εξεκίνησαν να ποτιστούν με τη βυζαντινή εποχή και να ζήσουν ό,τι οι πατέρες τους έζησαν σε δόξα και θλίψη και ανάσταση.
Και όλα, θάλασσα, γη, άνθρωποι, υποτάχτηκαν στην ιερότητα της αποστολής τους. (σ. 12)
Πολύτιμη συμβολή στον χώρο των καζαντζακικών σπουδών, υποστηριγμένη από την άρτια φιλολογική επιμέλεια και το μεστό εισαγωγικό σημείωμα των Ντουνιά-Βασιλειάδη, θησαυρός πληροφοριών για τον στοχασμό και τα διαβάσματα του διασημότερου Έλληνα συγγραφέα στα νεανικά του χρόνια, το Ημερολόγιο Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914 αποτελεί μια πολύ φροντισμένη και χρηστική έκδοση, που προσφέρει ερεθίσματα στον αναγνώστη για ένα συνολικό ξανακοίταγμα του δημιουργού του Ζορμπά.
Τις στερνές ώρες του Νίκου Καζαντζάκη.
Περιγράφει η γυναίκα του Ελένη ΕΔΩ
Περισσότερα: Νίκος Καζαντζάκης
Περιγράφει η γυναίκα του Ελένη ΕΔΩ
Περισσότερα: Νίκος Καζαντζάκης
Βιβλιογραφία
• Καζαντζάκης, Καρούλια, Άγιο Όρος. Από την «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, 1964. Αριθμός σελίδων 514. (Από την παρουσίαση της έκδοσης) Η Αναφορά μου στον Γκρέκο δεν είναι αυτοβιογραφία η ζωή μου η προσωπική για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική, αξία, για κανένα άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της ν' ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα - στην κορφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά. Θα βρεις λοιπόν, αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιός του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζουνται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά - θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους - να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης άλλον δεν έχει. [...]
• Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος. Ν/βρης-Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο, επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια: Χριστίνα Ντουνιά, Παρασκευή Βασιλειάδη, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2020, 144 σελ.
Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη
• Θανάσης Αγάθος: Επίκουρος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).
[1] Για τη σημασία των ημερολογίων του Καζαντζάκη, βλ. Παντελής Πρεβελάκης, «Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του», Νέα Εστία, τχ. 779 (25 Δεκεμβρίου 1959), σ. 2-30: 3· Peter Bien, Η πολιτική του πνεύματος, τόμ. Α΄, μτφρ. Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σ. xii.
[2] Άγγελος Σικελιανός, Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, εισαγωγή - φιλολογική επιμέλεια: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Ακαδημία Αθηνών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση | Sophia Drekou
Δείτε: Τα φρικαλέα Καρούλια στο Άγιον Όρος. Οδοιπορικό στις απόκρημνες σκήτες των ασκητών του Άθωνα
Σχόλια στο Facebook:
υιος ασωτος (Sotirios Laliotis): Εκεί πρέπει να συναντήθηκε και με τον αντικείμενο, αυτόν που ντυμένος καλόγερος του έπιασε πολύ μεγάλη κουβέντα, διάλογο, με αποτέλεσμα οι συλλογισμοί του πήραν άλλον δρόμο σε σχέση με τις αναζητήσεις του γύρω από τα θεολογικά του ζητήματα. Γενικά επέστρεψε ένας άλλος Καζαντζάκης, με αποτέλεσμα την γνωστή του πορεία. Φυσικά όλα αυτά είναι ακούσματα που δεν έχουν τεκμηριωθεί, απλώς η καινούρια του πορεία κατά κάποιον τρόπο μας το δείχνει. group/Αέναη επΑνάσταση
Γρηγόρης Μαρτίνης: "Δίπλα μας στη βάρκα που μας έβγαζε στο λιμανάκι του Αγίου Όρους, δυο καλόγεροι κουβέντιαζαν. Να τον ακούσεις, τον καινούριο αδελφό να ψέλνει, ξεχνάς τον κόσμο. Πιο γλυκιά από πατέρα και μάνα η φωνή του. Κι ο άλλος απαντούσε: -Τί κάθεσαι και μου λες. Εμείς έχουμε ένα κότσυφα στο Μοναστήρι ΠΟΥ ΨΕΛΝΕΙ ΤΟ ΚΥΡΙΕ ΕΚΕΚΡΑΞΑ και σαστίζει ο νους σου !" (Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο). 26 Οκτ 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου